Πληθαίνουν τα σημάδια για την είσοδο της παγκόσμιας οικονομίας σε ένα νέο κύκλο ύφεσης που θα μπορούσε να επηρεάσει και την ελληνική οικονομία.
Οι οικονομολόγοι αναζητούν διάφορους τρόπους για να μπορέσουν να προβλέψουν μια επερχόμενη ύφεση και άρα είτε να προσπαθήσουν να την αποτρέψουν είτε να προετοιμαστούν για τα αποτελέσματά της και να προτείνουν τρόπους για να δρομολογηθεί πιο γρήγορα η έξοδος από αυτή.
Το τελευταίο διάστημα πληθαίνουν τα σχετικά σημάδια σε ό,τι αφορά την παγκόσμια οικονομία. Καταρχάς έχουμε τον πιο προφανή δείκτη που είναι η τάση υποχώρησης των ρυθμών ανάπτυξης σε πολλές σημαντικές οικονομίες του πλανήτη, συμπεριλαμβανομένων και μερικών που βρίσκονται ήδη σε ύφεση.
Αρκεί να σκεφτούμε ότι αυτή τη στιγμή ο υψηλότερος ρυθμός ανάπτυξης ανάμεσα στις χώρες του G7 είναι αυτός των ΗΠΑ, περίπου στο 2,3%. Ο Καναδάς έχει 1,3%, η Γαλλία 1,3%, η Ιαπωνία 1,2%, η Βρετανία 1,2%, η Ρωσία 0,9%, η Βραζιλία 0,5%, η Γερμανία 0,4%. Η Ιταλία με ρυθμό ανάπτυξης 0.0% είναι ένα βήμα πριν την τυπική ύφεση, βήμα που έχουν ήδη κάνει το Μεξικό (-0,7%), η Τουρκία (-2.6%) και η Αργεντική (-5,8%). Η Κίνα παρουσιάζει το εντυπωσιακό 6,2%, όμως στην πραγματικότητα αυτό αποτελεί επιβράδυνση σε σχέση με την όλη την προηγούμενη περίοδο. Το ίδιο ισχύει και το 5,80% της Ινδίας και το 5.04% της Ινδονησίας.
Όμως, υπάρχουν και άλλοι δείκτες που παραπέμπουν σε μια προβληματική κατάσταση της παγκόσμιας οικονομίας. Για παράδειγμα εμφανίζεται σήμερα το φαινόμενο της αντεστραμμένης καμπύλης απόδοσης στα κρατικά ομόλογα. Αυτό σημαίνει ότι εμφανίζεται το φαινόμενο οι αποδόσεις των ομολόγων μεγαλύτερης διάρκειας να είναι μικρότερες αυτών των βραχυπρόθεσμων τίτλων, ενώ το «φυσιολογικό» είναι το επιτόκιο να κινείται ανοδικά όσο μεγαλύτερη η διάρκεια του τίτλου. Αυτό σημαίνει ότι οι επενδυτές στρέφονται σε μακροχρόνιους τίτλους, με αποτέλεσμα να ανεβάζουν την τιμή τους και να μειώνουν την απόδοσή τους. Αυτό συμβαίνει όταν οι επενδυτές αποτραβιούνται από πιο βραχυχρόνιες επενδύσεις, ακριβώς επειδή εκτιμούν ότι έρχεται ύφεση, και προτιμούν την ασφάλεια των μακροχρόνιων κρατικών τίτλων.
Ανεξάρτητα από το εάν εδώ έχουν μια πραγματική «μορφή εκδήλωσης» της ύφεσης ή μια αυτοεκπληρούμενη προφητεία, είναι και αυτή ενδεικτική των αντιφάσεων που διαπερνούν την παγκόσμια οικονομία.
Την ίδια στιγμή εμφανίζονται και άλλα σημάδια όπως μια υποχώρηση της κερδοφορίας των επιχειρήσεων και ιδίως του μη χρηματιστηριακού τομέα. Αυτή η τάση ήδη καταγράφεται σε χώρες όπως οι ΗΠΑ. Δεν είναι λίγοι οι οικονομολόγοι που υποστηρίζουν ότι η παρακολούθηση των τάσεων ως προς την κερδοφορία του επιχειρηματικού τομέα της οικονομίας είναι ιδιαίτερα σημαντική παράμετρος, καθώς από αυτή την παράμετρο εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό και οι αποφάσεις των επιχειρήσεων για επενδύσεις και άρα για το εάν θα πάμε σε υψηλότερο ή χαμηλότερο ρυθμό ανάπτυξης.
Τα όρια της νομισματικής πολιτικής
Μετά τη μεγάλη κρίση του 2007-2008 οι περισσότερες κυβερνήσεις απάντησαν με μέτρα νομισματικής πολιτικής. Θεωρώντας ότι δεν θα έπρεπε να επαναληφθούν οι λανθασμένες αντιδράσεις που ακολούθησαν την κρίση του 1929 επέλεξαν μια αντίστροφη κατεύθυνση (με τυπικούς όρους «κεϋνσιανή») και επέμειναν σε μέσα τροφοδοσίας του τραπεζικού συστήματος και της αγοράς με ρευστότητα. Αυτό αποτυπώθηκε στα διάφορα προγράμματα «ποσοτικής χαλάρωσης» που εφαρμόστηκαν και εν μέρει εφαρμόζονται ακόμη, είτε μιλάμε για τις πρωτοβουλίες της FED, είτε για το πώς μετέφρασε ο Μάριο Ντράγκι τη δέσμευσή του να κάνει ό,τι ήταν αναγκαίο για τη διάσωση του ευρώ.
Η λογική είναι ότι τα μέτρα ποσοτικής χαλάρωσης επιτρέπουν στις τράπεζες να συνεχίζουν να δανείζουν τις επιχειρήσεις την ώρα που κρατάνε τα επιτόκια σε ιδιαίτερα χαμηλά επίπεδα.
Μάλιστα, πρέπει να πούμε ότι σε ορισμένες περιπτώσεις πια έχουμε φτάσει να έχουμε αρνητικά επιτόκια. Αυτό ισχύει για παράδειγμα για μεγάλο φάσμα γερμανικών ομολόγων, όπου ουσιαστικά οι αγοραστές των ομολόγων πληρώνουν τόκο στους πωλητές και όχι το αντίστροφο. Και το κάνουν ακριβώς γιατί θεωρούν ότι τέτοιοι τίτλοι είναι «ασφαλές καταφύγιο».
Ωστόσο, παρότι φάνηκε τέτοιες πολιτικές να αποτρέπουν την οικονομική κατάρρευση και ιδίως την κατάρρευση του τραπεζικού συστήματος, την ίδια στιγμή δεν είναι βέβαιο ότι μπορούν μεσοπρόθεσμα να φέρουν και ανάπτυξη.
Αυτό, άλλωστε, διαρκώς υπενθυμίζει το παράδειγμα της Ιαπωνίας, μιας χώρας που εφάρμοσε (και συνεχίζει να εφαρμόζει) πολιτικές ποσοτικής χαλάρωσης, χωρίς να μπορέσει να ξεφύγει εδώ και πολύ καιρό από την οικονομική στασιμότητα.
Δεν είναι τυχαίο ότι το τελευταίο διάστημα πληθαίνουν οι επικρίσεις στα μέτρα που επικεντρώνουν στη νομισματική πολιτική. Ο λόγος είναι ότι οι στατιστικές έρευνες για τις επενδύσεις δείχνουν στατιστική συσχέτιση με παραμέτρους όπως η κερδοφορία ή οι τιμές των μετοχών, όχι όμως τόσο σαφή συσχέτιση με παραμέτρους όπως τα επιτόκια.
Προφανώς και η νομισματική πολιτική επηρεάζει τη ρευστότητα και τις καταναλωτικές πρακτικές και συμπεριφορές, όπως και τις επιλογές των μικρών επιχειρήσεων, ενώ την ίδια στιγμή εξασφαλίζει τη βιωσιμότητα του τραπεζικού συστήματος, όμως δεν φαίνεται να επηρεάζει με τον ίδιο τρόπο τις επενδυτικές επιλογές και άρα να μπορεί να αποτρέψει από μόνη της μια επερχόμενη ύφεση.
Το ίδιο δείχνει να ισχύει και για μέτρα όπως π.χ. οι φορολογικές ελαφρύνσεις που αποφάσισε ο πρόεδρος Τραμπ. Στο βραχύ χρόνο αποδίδουν, αλλά και πάλι δεν απαντούν στα «δομικά» προβλήματα που μπορεί να οδηγήσουν σε μια νέα ύφεση.
Η επίδραση του «εμπορικού πολέμου»
Με ανάλογο σύνθετο τρόπο επιδρούν και παράμετροι όπως οι εξελίξεις στο παγκόσμιο εμπόριο. Είναι προφανές ότι η αβεβαιότητα που προκαλείται ως προς το ποια θα είναι η πραγματικότητα στις διεθνείς εμπορικές συναλλαγές και εάν υπάρχει ενδεχόμενο να έχουμε συρρίκνωση του όγκου του διεθνούς εμπορίου και άρα και των εξαγωγών, επιδρά και σε αποφάσεις των παραγόντων της οικονομίας και άρα στο ενδεχόμενο μιας νέας ύφεσης.
Και εδώ βέβαια τα πράγματα δεν είναι γραμμικά. Από μόνη της η ένταση του εμπορικού πολέμου δεν συνιστά ύφεση, καθώς μπορεί να οδηγήσει στη διοχέτευση μέρους του παγκοσμίου εμπορίου σε άλλες κατευθύνσεις ή σε διεύρυνση των εσωτερικών αγορών, ιδίως σε οικονομίες όπως η κινεζική που απέχει του σημείου κορεσμού.
Όμως, σε συνδυασμό με άλλες παραμέτρους αβεβαιότητας, μπορεί να γίνει ένας καθοριστικός παράγοντας.
Το ερώτημα του παραγωγικού μοντέλου
Αυτό που απουσιάζει σε τέτοιες συζητήσεις είναι η κουβέντα για το παραγωγικό μοντέλο. Παρότι με τυπικούς όρους η τελευταία οικονομική κρίση ακολουθήθηκε από μία από τις συγκριτικά πιο μεγάλες περιόδους συνεχούς ανάπτυξης, αυτή δεν έπαψε να είναι χαμηλότερη από ό,τι σε προηγούμενες περιόδους. Ούτε πρέπει να υποτιμήσουμε το γεγονός ότι τα οφέλη από την όποια ανάκαμψη της παγκόσμιας οικονομίας κατανεμήθηκαν με κοινωνικά άνισο τρόπο. Ακόμη και η ενίσχυση της απασχόλησης που καταγράφεται σε πολλές χώρες ήρθε σε σημαντικό βαθμό από ελαστικές και επισφαλείς θέσεις σε κλάδους των υπηρεσιών. Επιπλέον, παράμετροι που είχαν συντελέσει στην προηγούμενη κρίση, όπως ήταν η υπερδιόγκωση του χρηματοπιστωτικού τομέα παραμένουν ενεργές ως τάσεις και σήμερα.
Αυτό που αποτυπώνει η πραγματικότητα της παγκόσμιας οικονομίας είναι πολύ περισσότερο η αδυναμία μετάβασης σε ένα νέο τεχνολογικό και κοινωνικό υπόδειγμα που να μπορεί να αξιοποιεί τις τεχνολογικές τομές και τις τομές στην παραγωγικότητα για την ενίσχυση της κερδοφορίας και των επενδύσεων. Πολύ περισσότερο δεν έχει απαντηθεί το πρόβλημα της διαφοράς παραγωγικότητας ανάμεσα στη μεταποίηση και τις υπηρεσίες.
Πώς όλα αυτά επηρεάζουν τη χώρα μας
Όλα αυτά αντικειμενικά επηρεάζουν και τη χώρα μας, ιδίως από τη στιγμή που όλα δείχνουν ότι οι μεγάλες ευρωπαϊκές οικονομίες και κυρίως η Γερμανία θα είναι από τις πρώτες που θα μπουν σε ύφεση, εάν συνεχιστούν οι σημερινές τάσεις.
Μια υποχώρηση της παγκόσμιας οικονομίας θα έχει αρνητικό αντίκτυπο και στις ελληνικές εξαγωγές και στον τουρισμό αλλά και στις επενδύσεις, καθώς τέτοιες συγκυρίες κάνουν τους επενδυτές επιφυλακτικούς και περισσότερο επιρρεπείς σε «ασφαλείς» επενδύσεις στις κεντρικές οικονομίες.
Επιπλέον, είναι πιθανό μια τέτοια συγκυρία να κάνει κομβικές ευρωπαϊκές κυβερνήσεις επιφυλακτικές στο να δουν μέτρα ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους και πιο επίμονες στην ανάγκη τήρησης ενός αυστηρού δημοσιονομικού πλαισίου, ακόμη και εάν αυτή τη φορά τα μέτρα «ποσοτικής χαλάρωσης» αφορούν και την ελληνική οικονομία.
Αυτό αντικειμενικά μπορεί να επηρεάσει την όποια αναπτυξιακή δυναμική της ελληνικής οικονομίας. Μπορεί η επιστροφή σε θετικούς ρυθμούς τα τελευταία χρόνια να έχει και ενδογενή αίτια, κύρια τις πλευρές μιας ασταθούς ακόμη «επανεκκίνησης», αυτό όμως δεν αναιρεί τα προβλήματα που θα φέρει τυχόν επιδείνωση του διεθνούς οικονομικού κλίματος.
Με έναν τρόπο, η επερχόμενη επιβράδυνση της πραγματικής οικονομίας, πολύ περισσότερο μια τυχόν παγκόσμια ύφεση, θα φέρει και την ελληνική οικονομία αντιμέτωπη με κρίσιμα ερωτήματα που αφορούν το περιεχόμενο, την κατεύθυνση και το βάθος μιας αναπτυξιακής πολιτικής.
Και αυτά δεν μπορούν να περιορίζονται μόνο στη νομισματική πολιτική ή το γενικό θεσμικό πλαίσιο, αλλά και σε παραμέτρους όπως οι τεχνολογικές υποδομές, οι συνεργασίες ανάμεσα σε έρευνα και παραγωγή, η επένδυση σε υψηλών δεξιοτήτων εργατικό δυναμικό, ο προσανατολισμός σε κλάδους υψηλής προστιθέμενης αξίας.