Τι δείχνει η πρώτη χαρτογράφησή τους.
To πρώτο της ταξίδι στην Ελλάδα, τον Ιανουάριο του 2018, ήταν περισσότερο αναγνωριστικό. Δεν ήξερε εάν οι Τούρκοι που ήθελε να συναντήσει θα της μιλούσαν ανοικτά ή τι θα της έλεγαν. Βασικά, δεν ήξερε καν εάν θα κατάφερνε να τους εντοπίσει. Η Γκιουλ Ουρέτ, Δανή με καταγωγή από την Τουρκία, ήθελε για το διδακτορικό της στο Πανεπιστήμιο Γκρατς της Αυστρίας να ερευνήσει το νέο κύμα μεταναστών και είχε μια πληροφόρηση πως πέρα από τους αιτούντες άσυλο υπήρχαν και άλλες κατηγορίες Τούρκων που είχαν εγκατασταθεί στην Ελλάδα. Ετσι άρχισε να έρχεται. Αρχικά για λίγες ημέρες, σύντομα για μεγαλύτερα διαστήματα, μέχρι που κάποια στιγμή μετακόμισε στη χώρα μας. Και παρότι πήρε καιρό για να την εμπιστευθούν (αρχικά θεωρούσαν πως επρόκειτο για πράκτορα της Τουρκίας) κατάφερε με επιμονή, αλλά και τύχη, να διεισδύσει και να χαρτογραφήσει την άγνωστη κοινότητά τους στην Ελλάδα.
Λίγο πριν επιστρέψει στη Δανία, τη συναντήσαμε και μας μίλησε για τα ευρήματά της· τις προσδοκίες, τα στερεότυπα, για τις συναναστροφές των Τούρκων με τους Ελληνες, αλλά και την προσπάθειά της να απαντήσει σε ένα κεντρικό ερώτημα: τι σημαίνει να είσαι Τούρκος στην Ελλάδα;
Τα τέσσερα αυτά χρόνια στην Ελλάδα έκανε 65 συνεντεύξεις, αλλά βασικά πέρασε αμέτρητες ώρες παρατηρώντας όλους αυτούς τους ανθρώπους στην καθημερινότητά τους: στα σπίτια, στις δουλειές τους, σε εκδηλώσεις, τραπέζια, πορείες, ακόμη και σε γάμο Τούρκων που είχαν γνωριστεί στην Αθήνα.
Παρότι υπήρχαν πολλές διαφορές στα χαρακτηριστικά και στον τρόπο ζωής τους, βρήκε και πολλά κοινά – κυρίως στους προβληματισμούς και στις προσδοκίες που είχαν πριν έρθουν στη χώρα μας και σε σχέση με τα στερεότυπα με τα οποία είχαν μεγαλώσει. Σχεδόν όλοι μίλησαν γι’ αυτά που μάθαιναν στο σχολείο: «Θεωρούσα πως η Ελλάδα φταίει που μένουμε πίσω. Σαν ένα παιδί που μας μαχαίρωνε πισώπλατα και κρυβόταν πίσω από την Ευρώπη ενώ ήθελε να πάρει τη γη μας», της είπε μια νεαρή κοπέλα που δουλεύει στην Teleperformance. Πλέον, της είπε, καταλαβαίνει πως επρόκειτο για προπαγάνδα που αποσκοπούσε σε μια εθνική ταυτότητα που θα ένωνε τους Τούρκους απέναντι σε έναν κατασκευασμένο εχθρό. Το ίδιο, βέβαια, διαπίστωσε πως συμβαίνει και στην Ελλάδα.
Οι περισσότεροι Τούρκοι είχαν αγωνία για το πώς θα τους αντιμετώπιζαν. Ενας επενδυτής θυμάται να νιώθει αμηχανία επειδή το αυτοκίνητό του είχε τουρκικές πινακίδες. Ενώ μια κοπέλα τον πρώτο καιρό απέφευγε να μιλάει τουρκικά στον σκύλο της, όταν έβγαιναν βόλτα το βράδυ, μην τυχόν πέσει σε κάποιον ακραίο εθνικιστή. Πολλοί μίλησαν και για μια ενοχή που ένιωθαν λόγω του παρελθόντος των δύο χωρών. Μια γυναίκα εξηγούσε πως αποφεύγει να λέει την καταγωγή της, γιατί «οι πρόγονοί της είχαν κατασχέσει τη γη και τα σπίτια αυτών των ανθρώπων».
Οσο για την πολιτική ένταση μεταξύ των δύο χωρών και πώς τους επηρεάζει; Χαρακτηριστική η ιστορία που μοιράστηκε ένα ζευγάρι, που πήγε στο αστυνομικό τμήμα για να ανανεώσει την άδεια παραμονής του. Εκείνη την ώρα η τηλεόραση ήταν ανοιχτή και αντίκρισαν τον Ερντογάν σε έξαλλη κατάσταση να φωνάζει εναντίον της Ελλάδας. Το ζευγάρι κοιτάχτηκε και χωρίς να μιλήσουν σκέφτηκαν το ίδιο πράγμα: «Την πατήσαμε. Πάμε να φύγουμε και ας έρθουμε άλλη μέρα». Οπως έκαναν να φύγουν, ο αστυνομικός, που είχε προφανώς αναγνωρίσει την εθνικότητά τους από τα διαβατήρια που κρατούσαν, τους έκανε νόημα: «Ελάτε! Ο δικός σας ως συνήθως λέει πάλι ανοησίες! Καλώς ήλθατε! Πώς μπορώ να σας εξυπηρετήσω;».
Στις καθημερινές συναντήσεις τους με Ελληνες, της είπαν πως οι τουρκικές σειρές ήταν συχνά αντικείμενο συζήτησης, αλλά και ότι πολλές φορές οι Ελληνες είχαν την ανάγκη να μοιραστούν μαζί τους ιστορίες προγόνων τους από τη Μικρά Ασία. Ενα από τα πράγματα που και οι 65 τής ανέφεραν στις συνεντεύξεις τους, ήταν το πόσο τυχεροί τελικά ένιωθαν για την επιλογή τους. Και αυτό γιατί η Ελλάδα τούς ήταν εξαιρετικά οικεία. Λόγω του φαγητού, της μουσικής, των παραδόσεων, ακόμη και του κοινού λεξιλογίου. Οι δύο χώρες, οι άνθρωποι, μοιάζουν και γρήγορα διαπίστωναν πως οι Ελληνες ήταν πραγματικά φιλόξενοι απέναντί τους. «Δεν μας χωρίζει τίποτε, αυτά είναι των πολιτικών», τους έλεγαν και εκείνοι πλέον συμφωνούν.
Επενδυτές της «χρυσής βίζας»
Σε εκείνο το πρώτο ταξίδι το 2018 η Ουρέτ είχε στόχο να έρθει σε επαφή με τους Τούρκους που είχαν επενδύσει στο πρόγραμμα golden visa – που είχαν δηλαδή αγοράσει ακίνητο αξίας 250.000 ευρώ και είχαν αποκτήσει άδεια παραμονής. Η ίδια είχε μια επαφή, που ήλπιζε πως θα τη βοηθούσε: Μια Τουρκάλα, παντρεμένη με Ελληνα, που παρότι δεν είχε υπάρξει ποτέ μεσίτρια, μετά το πραξικόπημα του ’16 βρέθηκε να ψάχνει σπίτια για φίλους και γνωστούς, πολύ γρήγορα και για αγνώστους σε εκείνη Τούρκους (μέχρι σήμερα πάνω από 1.000 Τούρκοι έχουν ενταχθεί στο συγκεκριμένο πρόγραμμα).
Η «μεσίτρια» πράγματι βοήθησε την Ουρέτ και έτσι ξεκίνησε τις συνεντεύξεις. Η απόφασή τους, της είπαν οι εύποροι αυτοί Τούρκοι, ήταν κυρίως μια ασφαλής επένδυση των χρημάτων τους που παράλληλα τους έδινε τη δυνατότητα να ταξιδεύουν στην Ευρώπη χωρίς βίζα. Κάποιοι βέβαια στην πορεία αποφάσισαν να μετακομίσουν στην Αθήνα. Τα παιδιά τους πηγαίνουν εδώ σχολείο και εκείνοι έχουν κάνει και άλλες επενδύσεις στη χώρα μας, συχνά με Ελληνες συνεταίρους. Στις συνεντεύξεις με την Ουρέτ απέφευγαν να μιλήσουν για πολιτική, ωστόσο όσο περνούσε η ώρα ανοίγονταν. Της εκμυστηρεύονταν πως παρότι οι ίδιοι δεν είχαν διωχθεί, η πολιτική κατάσταση τους είχε επηρεάσει. Της μίλησαν για την «Τουρκία τους» που είχε αλλάξει ριζικά, την ισλαμοποίηση της παιδείας, την κατάσταση ανασφάλειας και φόβου που επικρατεί στη γειτονική χώρα. Αυτοί ήταν οι πραγματικοί λόγοι που είχαν επιλέξει να μετακομίσουν ή να έχουν μια εναλλακτική στην περίπτωση που χρειαζόταν να φύγουν άμεσα από τη χώρα τους.
Οι επικηρυγμένοι
Μια κατηγορία που μελέτησε η Ουρέτ για το διδακτορικό της ήταν αυτή των γκιουλενιστών. Ισως ήταν εκείνοι που τη δυσκόλεψαν περισσότερο – κυρίως λόγω του ότι το πρώτο διάστημα ζούσαν σαν φυγάδες. Διωκόμενοι και επικηρυγμένοι τρομοκράτες, πρόκειται για ανθρώπους που σε μια νύχτα έχασαν τα πάντα λόγω της σχέσης τους με το κίνημα του Γκιουλέν – του οποίου ο επικεφαλής κατηγορήθηκε ως ο εγκέφαλος πίσω από το πραξικόπημα. Μετά το 2016, τουλάχιστον 110.000 οικογένειες δραπέτευσαν προς την Ευρώπη και οι περισσότεροι πέρασαν από την Ελλάδα. Εμειναν εδώ για κάποιο διάστημα (από λίγες ημέρες μέχρι χρόνια) και σήμερα, περίπου 1.500 οικογένειες έχουν εγκατασταθεί μόνιμα εδώ. Διατηρούν ένα κέντρο στην Καλλιθέα, στο οποίο συναντιούνται καθημερινά για προσευχή, μαθήματα ελληνικών μέχρι και ψυχοθεραπεία, ενώ τα παιδιά που πλέον πάνε σε ελληνικό σχολείο μπορούν εκεί να αναζητήσουν βοήθεια από Τούρκους δασκάλους. Οσοι έχουν πάρει άσυλο έχουν πλέον αναπτύξει επαγγελματική δραστηριότητα. Εχουν ανοίξει εστιατόρια, ζαχαροπλαστεία και σούπερ μάρκετ, ένας γιατρός αναγνώρισε μόλις το πτυχίο του. Συναναστρέφονται κυρίως μεταξύ τους, αλλά έχουν κάνει φιλίες ακόμη και συνεργασίες με Ελληνες. Και παρότι γενικά επιδιώκουν να είναι «αόρατοι», είναι ίσως οι πιο ορατοί από τους υπόλοιπους Τούρκους καθώς οι γυναίκες φορούν μαντίλα. Αυτό ήταν ένα από τα θέματα που συζήτησαν με την Ουρέτ: Το ότι στην Ελλάδα πολλοί θεωρούν τη μαντίλα δείγμα καταπίεσης: «Κάνει ζέστη, κορίτσι μου. Εδώ δεν είσαι υποχρεωμένη να φοράς μαντίλα», τους έλεγαν συχνά, για παράδειγμα, στη λαϊκή και τις παρότρυναν να τη βγάλουν. «Δεν μπορούσαν να καταλάβουν πως είναι κομμάτι της ταυτότητάς μας», εξηγούσαν εκείνες στην Ουρέτ.
Ο πυρήνας των Εξαρχείων
Η Ουρέτ ήξερε από τη βιβλιογραφία πως υπήρχε παλαιότερα μετανάστευση, κυρίως Κούρδων, αριστερών πεποιθήσεων, και πως στο νέο κύμα που εκείνη ερευνούσε υπήρχαν πολλές αφίξεις πολιτικοποιημένων νέων, οι οποίοι είχαν δημιουργήσει ένα δυνατό δίκτυο. Ετσι βρέθηκε ένα πρωί στα Εξάρχεια, όπου ήξερε πως σύχναζαν. Περπατούσε στο σημείο όπου είχε δολοφονηθεί ο Αλέξης Γρηγορόπουλος όταν είδε με έκπληξη τη φωτογραφία του Μπερκίν Ελβα, του 15χρονου Τούρκου που είχε σκοτωθεί από αστυνομικούς στο Γκεζί. Οπως είχε σταθεί εκεί, άκουσε τουρκικά από έναν πλανόδιο πωλητή τσιγάρων που συνομιλούσε με γνωστούς του. Την επομένη ξαναπήγε στο ίδιο σημείο και έπιασε κουβέντα με τον πωλητή. Για περίπου μία εβδομάδα καθόταν μαζί του μέχρι που της πρότεινε να πάνε στο καφέ όπου σύχναζαν οι Τούρκοι. Ολοι ήταν επιφυλακτικοί μαζί της, αλλά δεν της είπαν να φύγει. Συνέχισε να πηγαίνει καθημερινά, μέχρι που κάποια στιγμή τους αποχαιρέτησε γιατί θα ταξίδευε για Κωνσταντινούπολη. Με το που το άκουσαν, όλοι είχαν από μια παραγγελία: ένα μπουκάλι ρακί, τα χειμωνιάτικα ρούχα του μικρού που δεν μπόρεσαν να φέρουν όταν ταξίδεψαν παράνομα με βάρκα, ένα βιβλίο. Επιστρέφοντας, την κάλεσαν να πιουν μαζί το ρακί και κάπως έτσι ξεκίνησε τις συνεντεύξεις. Η Ουρέτ σημειώνει πως υπάρχει μεγάλη ανομοιογένεια σε αυτή την κατηγορία: από φοιτητές που συμμετείχαν σε διαδηλώσεις, μέλη πολιτικών οργανώσεων μέχρι άτομα που έχουν πολεμήσει στα σύνορα.
Οι 30άρηδες των call-centers
Μια ενδιαφέρουσα κατηγορία είναι αυτή των «νέων» Τούρκων. Η Ουρέτ έμαθε περισσότερα για την ύπαρξή τους, σε ένα καφέ στο Κουκάκι. Εκεί, συνάντησε τυχαία έναν ακαδημαϊκό που έκανε αντίστοιχη έρευνα με εκείνη για το πανεπιστήμιο της Αγκυρας. Συζήτησαν για ώρα και στο τέλος την κάλεσε σε μια ταβέρνα όπου θα βρισκόταν με μια παρέα εργαζομένων της Teleperformance – το τηλεφωνικό κέντρο εξυπηρέτησης πελατών στο οποίο υπάρχει τουρκικό τμήμα μεγάλων πολυεθνικών όπως η Apple και η Google και απασχολούνται αποκλειστικά Τούρκοι υπάλληλοι.
Η Γκιουλ πήγε στο δείπνο και εκεί άρχισε να γνωρίζει αυτή την ομάδα μορφωμένων νέων από 25 μέχρι 30 ετών. Είχαν έρθει θέλοντας να αποκτήσουν προϋπηρεσία και παράλληλα να βιώσουν έναν πιο ευρωπαϊκό τρόπο ζωής. Σκόπευαν να μείνουν εδώ για ένα εξάμηνο και μετά είτε να επιστρέψουν στην Τουρκία είτε να συνεχίσουν στην Ευρώπη. Οι περισσότεροι όμως τελικά παρέμειναν στην Αθήνα. Και εκείνοι, στις συνεντεύξεις τους παραδέχτηκαν πως οι λόγοι της μετανάστευσής τους ήταν η κατάσταση στη χώρα τους. Αλλωστε, η Ουρέτ έμαθε πως τις πρώτες εβδομάδες μετά το πραξικόπημα η Teleperformance δέχτηκε καταιγισμό αιτήσεων και βιογραφικών. Παρότι δεν μπόρεσε να συγκεντρώσει επίσημα στοιχεία για το πόσοι Τούρκοι απασχολούνται, είναι σαφές πως είναι εκατοντάδες. Αυτό που διαπίστωσε περνώντας χρόνο μαζί τους είναι πως ζουν σε έναν δικό τους μικρόκοσμο. Μιλούν τουρκικά στη δουλειά αλλά και στον ελεύθερο χρόνο τους, αφού οι περισσότεροι συγκατοικούν μεταξύ τους και συχνάζουν –οι ίδιες παρέες– σε συγκεκριμένες ταβέρνες και μπαράκια.