Λίγο αφότου επέστρεψε από τις ΗΠΑ και πριν ταξιδέψει στο Κίεβο για την εκδήλωση μνήμης για τα 3 χρόνια από την έναρξη του πολέμου, ο Γάλλος διανοούμενος και συγγραφέας Μπερνάρ Ανρί Λεβί, σε άρθρο του
στην επιθεώρηση La Regle du Jeu, την οποία διευθύνει, αναφέρεται στους κινδύνους που απειλούν την Ευρώπη.
«Μια ιδεολογία πρωτόγονων, ισχυρή με τους αδυνάτους (μετανάστες, Γροιλανδία), αδύναμη με τους ισχυρούς (έδωσε στον Πούτιν τα πάντα χωρίς διαπραγμάτευση)», έτσι περιγράφει, μεταξύ άλλων, ο Λεβί τη νέα διοίκηση Τραμπ.
«Η Ευρώπη, στην πραγματικότητα, δεν έχει άλλη επιλογή. Είτε θα δράσει ενωμένη, είτε θα πεθάνει. Είτε θα δράσει, είτε θα υποστεί σε δύο, τρία ή πέντε χρόνια μια νέα ρωσική επίθεση, αυτή τη φορά σε χώρα της Βαλτικής, στην Πολωνία ή αλλού», γράφει για την ΕΕ.
Το άρθρο του Λεβί στην επιθεώρηση La Regle du Jeu:
Επιστροφή από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Από τη Δυτική Ακτή, με αυτούς τους νέους κακούς στο τιμόνι μιας επανάστασης παραληρηματικού τεχνικισμού και αχαλίνωτου λαϊκισμού, επανάσταση η οποία, λέει ο Έλον Μασκ, έχει 80% πιθανότητες να φέρει στην ανθρωπότητα μια νέα ευδαιμονία και 20% πιθανότητες να την καταστρέψει.
Aπό την Ανατολική Ακτή, ο Μασκ εξαπέλυσε αυτά τα «Γκρέμλιν», αυτά τα «DOGE παιδιά» (σ.σ. DOGE είναι το τμήμα κυβερνητικής αποτελεσματικότητας που ίδρυσε ο Τραμπ με τον Μασκ), για να επιτεθούν σε οτιδήποτε υπάρχει στο ομοσπονδιακό κράτος που χρηματοδοτεί την υγεία, την εκπαίδευση, την ευημερία των Αμερικανών και, επιπλέον, μέσω του USAID, λίγη από την επιβίωση του κόσμου.
Στο μεταξύ, από τη Φλόριντα, τη γενέτειρα του «τραμπισμού», είδα τις εικόνες του τηλεφωνήματος του Τραμπ στον Πούτιν, και στη συνέχεια εκείνες του αντιπροέδρου του, Τζ. Ντ. Βανς, που παρακινούσε τους Ευρωπαίους, στο Μόναχο, να ψηφίσουν AfD στη Γερμανία, Εθνική Συσπείρωση [το ακροδεξιό κόμμα της Λεπέν] στη Γαλλία, ό,τι θέλουν, αρκεί να είναι εις βάρος τού «ποτέ ξανά», του θεμελίου της Ευρώπης μετά το 1945 και τη συντριβή του ναζισμού.
Είναι η νέα αμερικανική κυβέρνηση απρόβλεπτη; Μια δύναμη που θα σπάσει τα ταμπού και, μεθυσμένη από «ένα ηρωικό και βίαιο όνειρο», θα μας επιφυλάσσει τα καλύτερα αλλά και τα χειρότερα; Προς το παρόν, δεν υπάρχει κάτι τέτοιο. Μόνο μια ιδεολογία πρωτόγονων, δυνατή απέναντι στους αδύναμους (τους μετανάστες, τη Γροιλανδία), αλλά αδύναμη απέναντι στους ισχυρούς, δηλαδή στον Πούτιν, στον οποίο έχει δοθεί, πριν από κάθε διαπραγμάτευση, το ουσιώδες από αυτά που ζητά: τα εδάφη που κατέκτησε στην Ουκρανία και τη μη ένταξή της στο ΝΑΤΟ).
Ένα «αμερικανικό Μόναχο» όπου οι άνδρες και οι γυναίκες -οι Ουκρανοί- που υπερασπίζονται τις αξίες και την ασφάλεια της Δύσης τα τελευταία τρία χρόνια, με το όπλο στο χέρι, εγκαταλείπονται στη μέση του πουθενά... Αμερικανικός ίλιγγος.
Επιστρέφω στην Ουκρανία. Τώρα. Γιατί δεν υπάρχει πουθενά αλλού στον κόσμο που θα προτιμούσα να βρίσκομαι στις 24 Φεβρουαρίου, την επέτειο του φρικτού πολέμου -του πρώτου μετά το 1945 στην ευρωπαϊκή ήπειρο- που εξαπέλυσε το Κρεμλίνο πριν από τρία χρόνια στις ακτές της Μαύρης Θάλασσας και στο Ντονμπάς. Θα δω. Θα σας πω τα πάντα γι' αυτό. Αλλά ήδη γνωρίζω αρκετά για να πω ότι η περίφημη ρωσική επιθετική επιχείρηση, για την οποία αλαλάζουν οι ηττοπαθείς, έχει καθυστερήσει εδώ και μήνες.
Γνωρίζω, έχω καταγράψει κάθε δρόμο της μαρτυρικής πόλης του Ποκρόβσκ, και έχω δει αρκετά για να ξέρω ότι οι Ουκρανοί, εφόσον συνεχίσουμε να τους βοηθάμε, θα κρατήσουν τη γραμμή τόσο στο Μπαχμούτ όσο και, σήμερα, στο Τσασίβ Γιαρ, τόπος για τον οποίο κανείς δεν μιλά πια, αλλά όπου εξακολουθούν να αντιστέκονται.
Δεν νομίζω, με άλλα λόγια, ότι η Ουκρανία είναι γονατισμένη. Δυσκολεύομαι να πιστέψω αυτές τις μαζικές λιποταξίες, τις οποίες προπαγανδίζει η ρωσική παραπληροφόρηση. Έχω δει, πριν από μερικές εβδομάδες, στο Παρίσι, τον πρόεδρο Ζελένσκι. Έχω ξαναδεί, πιο πρόσφατα, τον προσωπάρχη του, Αντρέι Γερμάκ -έναν σιωπηλό γίγαντα και, επίσης, ήρωα-, ο οποίος θα πρέπει να είναι ο πρώτος, όταν έρθει η ώρα, στις τάξεις των συντρόφων της Απελευθέρωσης που θα ανοικοδομήσουν την Ουκρανία, όταν αυτή νικήσει.
Και μπορώ να επιβεβαιώσω το αδάμαστο πνεύμα αντίστασης, μια ακλόνητη αποφασιστικότητα να υπερασπιστούν τόσο την Ουκρανία όσο και την Ευρώπη. «Πιστεύετε», μου είπε ο νεαρός «Τσόρτσιλ» από το Κίεβο, «ότι κάναμε τόσες θυσίες μόνο και μόνο για να δώσουμε το 20% της χώρας μας σε έναν γενοκτόνο γείτονα; Και δεν βλέπετε, εσείς οι Ευρωπαίοι, ότι για σας πολεμάμε και ότι για σας θα ηχήσει η καμπάνα του θανάτου, αν αναγκαστούμε να υποχωρήσουμε;».
Οπότε, ναι, οι Ευρωπαίοι... Γράφω την ώρα που ξεκινά στο Παρίσι η μεγάλη διάσκεψη για την Ουκρανία, την οποία ζήτησε ο πρόεδρος Μακρόν. Η αλήθεια είναι ότι η Ευρώπη δεν έχει άλλη επιλογή. «Ενωθείτε ή πεθάνετε». Να δράσει ή να υποστεί, σε δύο, τρία ή πέντε χρόνια, μια νέα ρωσική επίθεση, αλλά αυτή τη φορά σε μια χώρα της Βαλτικής, στην Πολωνία ή αλλού. Και η δράση, υπό αυτές τις συνθήκες, μπορεί να σημαίνει μόνο ένα πράγμα: Γνωρίζοντας ότι τα τελευταία τρία χρόνια έχουμε προμηθεύσει την Ουκρανία με περισσότερα αεροπλάνα, ελικόπτερα, άρματα μάχης και οβιδοβόλα από τις Ηνωμένες Πολιτείες, να έχουμε την πολιτική βούληση όχι απλώς να συνεχίσουμε, αλλά να πάμε ένα βήμα παραπέρα, δημιουργώντας, από σήμερα, με την ολοκλήρωση αυτής της διάσκεψης, τον περίφημο ευρωπαϊκό στρατό, που είναι ένα συνεχώς επαναλαμβανόμενο ζήτημα το οποίο αναδύεται εδώ και τρία τέταρτα του αιώνα και χωρίς τον οποίο, ωστόσο, θα είμαστε υποτελείς. Όχι του ΝΑΤΟ, αλλά τον στρατό της Ευρώπης. Ίσως όχι όλης της Ευρώπης, αλλά εκείνων στην Ευρώπη που αρνούνται να υποκύψουν στους «πουτινικούς», τους ισλαμιστές και, μια μέρα, τους Κινέζους που θέλουν να μας υποτάξουν.
Και όχι εκ του μηδενός, διότι:
Η Ευρωπαϊκή Ένωση, κανείς δεν φαίνεται να το θυμάται, έχει ήδη εγκρίνει τη δημιουργία μιας Δύναμης Ταχείας Αντίδρασης, ορισμένα στοιχεία της οποίας εκπαιδεύονταν τον Οκτώβριο του 2023 στη νότια Ισπανία, και η οποία το μόνο που χρειάζεται είναι να επεκταθεί.
2. Στο κατώφλι της Ευρώπης υπάρχει ένας τρομερά έμπειρος στρατός, ο ουκρανικός, ο οποίος, όπως πρότεινε ο πρόεδρος Ζελένσκι, μπορεί να αποτελέσει την αιχμή του δόρατος αυτού του νέου στρατού εν μιά νυκτί.
Θα μάθει η Ευρώπη, με το ημιτελές «λογισμικό» της, να ζητά αυτό που μπορεί; Αυτή η κοινότητα, της οποίας το μεγαλείο μέχρι τώρα ήταν, όπως η πριγκίπισσα Ευρώπη των Ελλήνων, να είναι ένας μύθος που τραγουδιέται τόσο καλύτερα επειδή δεν συνέβη ποτέ ακριβώς, θα συμφωνήσει με αυτή την ενσάρκωση; Και εμείς, ως πολίτες, θα ανταποκριθούμε στην αξιοπρέπεια που απαιτεί αυτή η ιστορική στιγμή; Αυτό είναι ένα υπαρξιακό ερώτημα.