Ο πρώην υπουργός μιλάει για τις χαμένες μεταρρυθμιστικές ευκαιρίες του παρελθόντος, τις επιπτώσεις της πανδημίας και την αναγκαιότητα να γίνουν τώρα υπερβάσεις σε πολλά ζητήματα.
Για τις χαμένες μεταρρυθμιστικές ευκαιρίες του παρελθόντος, την αναγκαιότητα των γενναίων αποφάσεων σήμερα και τους κινδύνους που διατρέχει η χώρα στο μέλλον μιλάει στο «Βήμα της Κυριακής» ο πρώην υπουργός Τάσος Γιαννίτσης. Με αφορμή το νέο του βιβλίο επισημαίνει την ελληνική δυσανεξία σε αλλαγές και προσαρμογές και τονίζει ότι αν δεν γίνουν τώρα υπερβάσεις σε πολλά ζητήματα, το συλλογικό τίμημα θα είναι μεγάλο τα αμέσως επόμενα χρόνια.
Κύριε Γιαννίτση, σε τι μοιάζει η σημερινή συγκυρία με εκείνη του 2000; Ηταν τότε οι μεταρρυθμίσεις που επιχειρήθηκαν (και δεν προχώρησαν) όσο αναγκαίες είναι σήμερα; Μήπως διατρέχουμε τον κίνδυνο να είναι το 2029 ένα «νέο 2009»;
«Σήμερα, δεν έχουμε μόνο το Ασφαλιστικό. Αυτό πλέον αποτελεί τμήμα ενός συνολικότερου πλέγματος επικίνδυνων μακρο-απειλών, που θα κυριαρχήσουν στην τρέχουσα δεκαετία (κλιματική αλλαγή, γήρανση, νέες τεχνολογίες, ανισότητες κ.ά.). Η πραγματικότητα αυτή θέτει πολλαπλάσιες απαιτήσεις απ’ ό,τι 20 χρόνια πριν, ενώ απαιτεί διορατικότητα και αγώνα για ένα καλύτερο μέλλον. Φάσεις κρίσης, όπως αυτή του 2009/10, η οποία πριν ξεπεραστεί επικαλύφθηκε από μια δεύτερη, παράλληλη, κρίση, δείχνουν πόσο αλληλένδετοι και πολύμορφοι είναι οι κίνδυνοι. Η σύνδεση όμως μεταξύ 2009 και 2029 είναι εφιαλτική και ελπίζω να μείνει στη σφαίρα των μύχιων φόβων. Επίσης, το πρόβλημά μας δεν είναι μόνο οι μεταρρυθμίσεις. Το Ασφαλιστικό, το εκπαιδευτικό σύστημα, η λειτουργία του κράτους αναμφίβολα πιέζουν. Ομως προβλήματα αντίληψης, κουλτούρας, γνώσης, προνοητικότητας, ενδιαφέροντος για το μέλλον δεν μεταρρυθμίζονται. Αλλάζουν με δικούς τους ρυθμούς».
Στο τελευταίο βιβλίο σας «Ασφαλιστικό, Ανάπτυξη, Μακροοικονομία: Οι κρίσιμες διασυνδέσεις» παρουσιάζετε για ακόμη μία φορά το πλέγμα των προβληματικών αντιλήψεων και πρακτικών που οδήγησαν στο αδιέξοδο. Θεωρείτε ότι βρισκόμαστε σε σημείο «τώρα ή ποτέ» ως προς την αναγκαιότητα μεταρρυθμίσεων, μεταξύ των οποίων και η ασφαλιστική;
«Στο Ασφαλιστικό, το «τώρα» το χάσαμε. Οι επιπτώσεις του στην ανάπτυξη, στα δημοσιονομικά, στην κοινωνική πολιτική, στην απασχόληση, στη φορολογία, στις ανισότητες είναι εντονότατες και υπόγειες. Οπως αναλύω στο βιβλίο μου, αν δεν κάνουμε υπερβάσεις σε πολλά ζητήματα στη δεκαετία αυτή (και στο Ασφαλιστικό), το συλλογικό μας τίμημα θα είναι ακόμα πιο οδυνηρό».
Είναι αυτός ο λόγος για τον οποίο σημειώνετε ότι είναι το τελευταίο βιβλίο σας για το θέμα;
«Στην πορεία μου πάντα με προσέλκυε η εξέλιξη της πραγματικότητας, οι νέες θεματικές, η ανάγκη να σκεφτώ κάτι διαφορετικό. Οι αλλαγές στο διεθνές περιβάλλον και στη χώρα στις δεκαετίες που πέρασαν είναι φανταστικές. Το να στριφογυρίζει κανείς συνεχώς στα ίδια δεν είναι το πιο συναρπαστικό. Για το Ασφαλιστικό ό,τι είχα να πω, το είπα».
Η πανδημία έχει επιφέρει δραστικές αλλαγές στο πεδίο της εργασίας (ευελιξία, τηλεργασία, ωράρια κ.λπ.). Πώς βλέπετε την εξέλιξη;
«Ο χώρος της εργασίας θα έχει πληγεί βαριά στον χρόνο της πανδημίας. Μειώσεις εισοδημάτων, απολύσεις, μερική απασχόληση, αβεβαιότητα, τηλεργασία αποτελούν μερικά μόνο από τα προβλήματα. Ενας νέος κίνδυνος είναι να ενταθεί η εξ αποστάσεως εργασία μεταξύ χωρών. Για μια χώρα όπως η δική μας, που επικεντρώνεται σε μορφές παραγωγής απλής και μέσης τεχνολογίας, η κάλυψη αναγκών από εργαζομένους άλλων χωρών, με χαμηλότερες αμοιβές, αποτελεί μια πρόσθετη απειλή, με διπλή μορφή: να επηρεαστεί αρνητικά η ζήτηση ελλήνων εργαζομένων και να αποκτήσουν άλλες χώρες μεγαλύτερη ανταγωνιστικότητα απέναντί μας. Ταυτόχρονα, πάντως, θα επωφεληθούν και έλληνες εργαζόμενοι».
Μήπως όλα αυτά διαμορφώνουν μία προϋπόθεση για ταχύτερες μεταρρυθμίσεις;
«Το θέμα των μεταρρυθμίσεων έρχεται και επανέρχεται από περισσότερες οπτικές. Η Ιστορία δείχνει έναν κανόνα: κοινωνίες που κατανοούν τις αλλαγές στην πραγματικότητα γύρω τους, αξιοποιούν ευκαιρίες, αντιμετωπίζουν έγκαιρα απειλές, σκέφτονται δημιουργικά, διασφαλίζουν πλεονεκτήματα. Κοινωνίες που είναι δύσκαμπτες, ιδεοληπτικές, αλλόκοτες ή φοβικές πληρώνουν σοβαρό τίμημα. Νομίζω ότι στη μεγάλη φάση που διατρέχουμε είμαστε πιο κοντά στη δεύτερη κατηγορία, αλλά υπάρχουν και περίοδοι που κινούμαστε αν όχι στην πρώτη, πάντως πιο κοντά στην πρώτη».
Διανύουμε μία περίοδο που χαρακτηρίζεται από έναν πρωτοφανή συνδυασμό οικονομικής κρίσης, χαμηλού κόστους δανεισμού και δημοσιονομικής ελευθερίας. Κρατικές ενισχύσεις παντού, επιδόματα, επιδοτήσεις. Διακρίνετε έναν κίνδυνο, ειδικώς για την Ελλάδα, να παγιωθεί μία νέου τύπου παρασιτική νοοτροπία; Πώς μπορεί να σπάσει αυτός ο κύκλος;
«Κατ’ αρχάς ένας μεγάλος επικίνδυνος κύκλος στον οποίο κινούμαστε για 10 χρόνια, είναι η κατάρρευση των επενδύσεων και της εθνικής αποταμίευσης και η εκτόξευση των καταναλωτικών δαπανών, που περιλαμβάνουν κρατικά επιδόματα, άλλες ενισχύσεις και συντάξεις. Οι τάσεις αυτές είναι αυτοκαταστροφικές. Ανάπτυξη κανείς και πουθενά δεν πέτυχε με καταναλωτισμό. Ομως, σήμερα, η ανάγκη στήριξης ενός σημαντικού αριθμού εργαζομένων και επιχειρήσεων είναι τεράστια, τόσο από κοινωνική όσο και από οικονομική άποψη, με την προϋπόθεση ότι παραμένει μέσα σε κάποια όρια. Είναι κάπως σαν να επενδύουμε στο μέλλον μας. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν θα βρεθούμε σύντομα αντιμέτωποι με το κόστος, που για αρκετά χρόνια θα επικεντρωθεί ξανά στα δημοσιονομικά και στους αδύναμους ρυθμούς μεγέθυνσης. Ακριβώς για τον λόγο αυτόν, ο κύκλος πρέπει να «σπάσει». Εγκαιρα. Οσο πιο πολύ το σπρώχνουμε προς τα εμπρός τόσο δυσμενέστερες επιπτώσεις θα υφιστάμεθα. Θέλουμε να είμαστε «ιδανικοί αυτόχειρες»;».
Ολοι αναμένουν το τέλος της πανδημίας και την επόμενη ημέρα. Και πολλοί χαρακτηρίζουν και αυτή την κρίση «ευκαιρία». Συνεπώς, σημασία έχει η προετοιμασία για την επόμενη περίοδο. Πόσο ρεαλιστικό είναι να αναμένει κανείς γενναίες τομές και μεταρρυθμίσεις όσο δίνεται κυριολεκτικά ένας αγώνας επιβίωσης;
«Αγώνα επιβίωσης δίνουν άλλοι. Στην Αφρική, στην Ασία, στη Λατινική Αμερική. Για εμάς αυτά είναι άλλοθι. Ποτέ δεν θα παραδεχθούμε ότι οι συνθήκες είναι ευνοϊκές για να αλλάξουμε κάτι. Οταν με μικρές και συνεχείς αλλαγές μπορούσαν να αποτραπούν τα αδιέξοδα, δεν θελήσαμε να κάνουμε τίποτα, αφήνοντας τα προβλήματα να διογκωθούν. Κάθε τόσο ακούει κανείς για μεταρρυθμίσεις και ευκαιρίες. Πότε το κάναμε πράξη; Ποιος ετοιμάζει τον κόσμο για μεταρρυθμίσεις; Πώς μια κοινωνία και ένα πολιτικό σύστημα που αρνείται να κάνει μικρά και λίγα θα κάνει ξαφνικά πολλά και επώδυνα;».