Νέο πρόγραμμα με ολοκληρωμένες δράσεις για την αναγέννηση αξιόλογων, αλλά επικίνδυνων για τη δημόσια ασφάλεια, κτισμάτων – Θα μπορούν να υπαχθούν κτίρια που έχουν κριθεί ως διατηρητέα.
Ενα νέο πρόγραμμα, το «Διατηρώ κατ’ οίκον», ραμμένο στο μοτίβο του «Εξοικονομώ» έχει ετοιμάσει το υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας (ΥΠΕΝ) για τις αποκαταστάσεις των ερειπωμένων κτιρίων. Η σχετική πρόταση μάλιστα, η οποία περιλαμβάνει ολοκληρωμένες δράσεις για την αναγέννηση αξιόλογων αλλά επικίνδυνων για τη δημόσια ασφάλεια κτισμάτων έχει ήδη υποβληθεί για χρηματοδότηση από το Ταμείο Ανάκαμψης.
Οπως αναφέρουν στο «Βήμα» στελέχη του υπουργείου, στο νέο πρόγραμμα θα μπορούν να υπαχθούν κτίρια που έχουν κριθεί ως διατηρητέα.
Ιστορικές γειτονιές και οικισμοί
Ωστόσο, των επιδοτήσεων θα ωφελούνται και αρχιτεκτονικά «διαμάντια» του Μεσοπολέμου, ή και μεταγενέστερες κατασκευές που ανεγέρθησαν έως και τη δεκαετία του ’60, υπό την προϋπόθεση ότι εντάσσονται σε μια ιστορική γειτονιά, ή σε έναν παραδοσιακό οικισμό.
Το πρόγραμμα θα καλύπτει την πλήρη αποκατάστασή τους, αλλά και τις άμεσα μόνο αναγκαίες σωστικές επεμβάσεις ώστε να μην καταρρεύσουν. Επίσης, έχει προβλεφθεί να επιδοτούνται εργασίες αποκλειστικά για τις προσόψεις των κτιρίων, στις οποίες θα περιλαμβάνεται ακόμη και το πλύσιμο. Κι αυτό διότι τεχνικές που χρησιμοποιούνταν εκείνη την περίοδο, όπως τα αρτιφισιέλ, για να ξαναβρούν τη λάμψη τους – από τη μαρμαρόσκονη που «έκρυβε» ο σοβάς – πρέπει να πλυθούν με ειδικό τρόπο, ο οποίος μάλιστα κοστίζει ακριβότερα από ένα βάψιμο, το οποίο άλλωστε θα τα κατέστρεφε.
Επεμβάσεις από τους δήμους
Παράλληλα με το πρόγραμμα «Διατηρώ», το επιτελείο του υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας κ. Κωστή Χατζηδάκη και του υφυπουργού κ. Δημήτρη Οικονόμου έχουν στα σκαριά νομοθετική ρύθμιση για την αντιμετώπιση των θεσμικών δυσκολιών επέμβασης σε επικίνδυνα κτίρια, από δήμους και δημόσιους φορείς. Ουσιαστικά θα τους δίνεται η δυνατότητα να αναλαμβάνουν την αποκατάσταση εγκαταλελειμμένων κτιρίων και εν συνεχεία να τα διαχειρίζονται έως ότου αποσβέσουν το κόστος αποκατάστασης ή και νωρίτερα εάν αυτό αποπληρωθεί από τους ιδιοκτήτες τους.
Σύμφωνα με πληροφορίες, η νέα νομοθετική πρωτοβουλία θα κινηθεί στη λογική του σχεδίου νόμου που είχε παρουσιαστεί τον Νοέμβριο του 2014, βάσει μελέτης του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, με πολλές ωστόσο βελτιώσεις. Για παράδειγμα, τότε προβλεπόταν ότι κενά και εγκαταλελειμμένα κτίρια μπορούσαν να περιέλθουν στη διαχείριση (ή ακόμη και στην κυριότητα σε ειδικές περιπτώσεις) δήμων και ιδιωτών για χρονικό διάστημα ως και 50 έτη.
Προθεσμία προς τους ιδιοκτήτες
Στη νέα πρόταση δεν τίθεται θέμα κυριότητας, τουλάχιστον για τις περιπτώσεις που εμφανίζονται ιδιοκτήτες, ενώ για το χρονικό διάστημα έχουν προταθεί τα 20 έτη, αν και ακόμη δεν έχει «κλειδώσει».
Πάντως, θα δίνεται το δικαίωμα στον ενδιαφερόμενο δήμο να απευθύνεται στους ιδιοκτήτες του κτιρίου θέτοντας συγκεκριμένη προθεσμία και εάν δεν ανταποκριθούν θα έχει το δικαίωμα να επέμβει. Εάν πρόκειται για κατασκευή αγνώστου ιδιοκτήτη, θα προηγείται σχετική ανακοίνωση στον Τύπο για εύλογο διάστημα. Πόροι ώστε να στηριχθούν οι δήμοι για το κόστος αποκατάστασης θα αναζητηθούν από το ήδη πιεσμένο λόγω των μνημονιακών αφαιμάξεων Πράσινο Ταμείο, από το ΕΣΠΑ ή άλλα χρηματοδοτικά εργαλεία.
Για τις αναγκαίες κατεδαφίσεις (μη διατηρητέων κτιρίων) και πάλι οι δήμοι ή ο φορέας που θα τις αναλάβει θα μπορεί να στηριχθεί οικονομικά ενώ στην πορεία το κονδύλι θα αναζητείται από τους ιδιοκτήτες. Υπάρχει η σκέψη να τεθούν συγκεκριμένα εισοδηματικά και κοινωνικά κριτήρια για τους πραγματικά αδύναμους οικονομικά πολίτες ώστε να εξαιρούνται από την υποχρέωση κάλυψης του κόστους κατεδάφισης.
Τα ελλείμματα στη διαχείριση
Την τελευταία δεκαετία διάφορες προτάσεις – συχνά καλών προθέσεων – είδαν το φως της δημοσιότητας, όμως τελικά τις έφαγε το… μαύρο σκοτάδι καθώς το πρόβλημα είναι σύνθετο και πολυεπίπεδο. Πρώτο έλλειμμα για τη σωστή διαχείριση των γηρασμένων κτιρίων ένα συμπαγές και σαφές νομοθετικό πλαίσιο, το οποίο επιχειρεί να διαμορφώνει το ΥΠΕΝ με τις νέες ρυθμίσεις. Δεύτερο έλλειμμα, η απουσία καταγραφής.
Πώς θα αντιμετωπίσεις ένα πρόβλημα όταν δεν το γνωρίζεις; Γι’ αυτό στη σύσκεψη που πραγματοποιήθηκε την περασμένη εβδομάδα στο ΥΠΕΝ με τη συμμετοχή αρμόδιων φορέων αποφασίστηκε να ξεκινήσει με εθελοντές μηχανικούς του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδος (ΤΕΕ) η καταγραφή όλων των εν δυνάμει επικίνδυνων κτιρίων ανά τη χώρα, ώστε η λίστα που θα δημιουργηθεί να λειτουργήσει ως… πυξίδα για τους δήμους.
Τρίτο έλλειμμα, η στήριξη των ιδιοκτητών διατηρητέων. Ο τρόπος αποζημίωσής τους μέσω του θεσμού της Μεταφοράς Συντελεστή Δόμησης (ΜΣΔ) παραμένει ανενεργός από το 2007. Με τις νέες ρυθμίσεις θα ενεργοποιηθεί, μετά τον καθορισμό των απαιτούμενων, από τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, ειδικών Ζωνών Υποδοχής Συντελεστή (ΖΥΣ). Ετσι, θα μπορούν να αποζημιώνονται οι ιδιοκτήτες για την αδυναμία εκμετάλλευσης όλου του συντελεστή δόμησης που ισχύει στην περιοχή όπου βρίσκεται το ακίνητο.
Ψηφιακή Τράπεζα Γης
Η ΜΣΔ θα συνδεθεί με την Ψηφιακή Τράπεζα Γης που θα ενεργοποιηθεί από το ΤΕΕ. Σε αυτήν θα καταλήγουν τα χρήματα όσων αγοράζουν τίτλους μεταφοράς για να τους χρησιμοποιήσουν στις ΖΥΣ, τα οποία θα αποδίδονται στους ιδιοκτήτες διατηρητέων που θα υποχρεώνονται να συντηρήσουν ή εάν χρειάζεται να επισκευάσουν το κτίριο. Ωστόσο, ακόμη δεν έχει γίνει η προκήρυξη για τον εντοπισμό των πρώτων 50 ΖΥΣ για να ξεμπλοκάρει η διαδικασία.
Τέταρτο έλλειμμα η οικονομική και νομική κάλυψη των δήμων, ώστε να μπορούν να επεμβαίνουν σε κτίρια που θεωρούνται επικίνδυνα, ή υποβαθμίζουν είτε υγειονομικά, είτε αισθητικά, το αστικό περιβάλλον.
Ρύθμιση για κατεδαφίσεις όπου ελλοχεύουν κίνδυνοι
Για όσα εγκαταλελειμμένα κτίρια έχουν κριθεί επικινδύνως ετοιμόρροπα και άρα κατεδαφιστέα (στην περίπτωση που δεν είναι χαρακτηρισμένα ως «διατηρητέα»), ο δήμος θα μπορεί να βάζει μπροστά τις… μπουλντόζες. Η ρύθμιση αναμένεται ότι θα είναι έτοιμη έως τις αρχές Δεκεμβρίου, ώστε να περιληφθεί στο νομοσχέδιο για τη χωροταξική και πολεοδομική νομοθεσία που αναμένεται τότε να εισαχθεί προς συζήτηση στις επιτροπές της Βουλής.
Η πληγή των εγκαταλελειμμένων και το καλό παράδειγμα του Βόλου
Ο χαμός των δύο παιδιών στη Σάμο από την κατάρρευση ενός ερειπωμένου κτίσματος την ώρα του μεγάλου σεισμού ήταν «μαχαιριά στην καρδιά» μιας πολιτείας που εδώ και χρόνια αδιαφορεί για την εγκατάλειψη του αστικού περιβάλλοντος.
Επειτα από μια δεκαετία ύφεσης και κουβαλώντας ήδη τη φθορά δεκαετιών εγκατάλειψης, χιλιάδες παλιά κτίρια αποτελούν δημόσια απειλή. Σύμφωνα με εκτιμήσεις στελεχών του ΤΕΕ σε όλη τη χώρα υπολογίζονται στις 120.000, εκ των οποίων 20.000 είναι χαρακτηρισμένα ως διατηρητέα. Από όλα αυτά τουλάχιστον 10.000 εκτιμάται ότι είναι επικινδύνως ετοιμόρροπα.
Αλλα σκέτα χαλάσματα, ντουβάρια ξεγυμνωμένα, που ουδέποτε επισκευάστηκαν, άλλα γκρεμισμένα από σεισμούς ή διαβρωμένα από βροχές που τρύπωσαν από τα σπασμένα παράθυρα, τα περισσότερα εγκαταλελειμμένα από τους ιδιοκτήτες τους.
Στολίδια
Εντοπίζονται κυρίως στα ιστορικά κέντρα των πόλεων, ή στις πυκνοδομημένες περιοχές τους αλλά και στους περισσότερους μικρούς ή μεγάλους οικισμούς της χώρας. Μόνο στην Αθήνα, κυμαίνονται μεταξύ 1.400 και 1.800 (ανάλογα με τη μελέτη), εκ των οποίων περίπου τα μισά είναι διατηρητέα, αρχιτεκτονικά στολίδια που καταρρέουν ή απογυμνώνονται από επιτήδειους οι οποίοι αφαιρούν οτιδήποτε μπορεί να πουληθεί – από ακροκέραμα και κάγκελα μέχρι πόμολα και πλακάκια. Αλλωστε, σύμφωνα με τη μελέτη του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας (2014), το 37% των κτιρίων του κτιριακού αποθέματος στο κέντρο της πρωτεύουσας είναι κενό.
Αντιστοίχως, στον Πειραιά, οι εκθέσεις που έχουν συνταχθεί από την αρμόδια υπηρεσία του δήμου την τελευταία 20ετία αφορούν συνολικά 965 επικίνδυνα κτίρια. Στη Θεσσαλονίκη σύμφωνα με εκτιμήσεις του Τμήματος Κεντρικής Μακεδονίας του ΤΕΕ περίπου 700 εγκαταλειμμένα κτίρια έχουν καταμετρηθεί, εκ των οποίων περισσότερα από 200 είναι διατηρητέα.
Αξιοποίηση
Η πόλη του Βόλου ωστόσο πρωτοπορεί στον τομέα της διάσωσης παλαιών κτιρίων, καθώς έχουν αποκατασταθεί και αξιοποιηθεί τα 27 από τα 40 παλιά βιομηχανικά κτίρια που έμειναν όρθια μετά τον καταστροφικό σεισμό του 1955. Δεν είναι διόλου τυχαίο ότι ο Βόλος θεωρείται κορυφαία πόλη στην Ελλάδα και από τις σημαντικότερες στην Ευρώπη, μαζί με την Τεράσα της Ισπανίας, στη διάσωση και επανάχρηση του βιομηχανικού αποθέματος.
Οπως αναφέρει στο «Βήμα» ο καθηγητής στο τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας κ. Κώστας Αδαμάκης, τη δεκαετία του ’80 ξεκίνησε στην πόλη να συζητείται το μέλλον των βιομηχανικών συγκροτημάτων που βρίσκονταν διάσπαρτα εντός του πολεοδομικού ιστού της και μαρτυρούσαν το ένδοξο βιομηχανικό παρελθόν της. Πιέσεις υπήρχαν για την κατεδάφισή τους, αλλά καμιά φορά το σύμπαν συνωμοτεί διαφορετικά. Σύμφωνα με τον καθηγητή – πρόσωπο-«κλειδί» για το επιτυχημένο εγχείρημα της διάσωσης των ιστορικών βιομηχανικών κτιρίων του Βόλου – ήταν οι συγκυρίες αλλά και άνθρωποι με όραμα που βοήθησαν.
«Το 1984 ξεκινούσε τη λειτουργία του το Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, το οποίο εμφανίστηκε σαν από μηχανής θεός. Αντί να δημιουργήσει ένα νέο campus, αποφασίστηκε να χρησιμοποιηθούν ιστορικά βιομηχανικά κτίρια, που μαζί με άλλα διατηρητέα, αποτέλεσαν το κτιριακό πλέγμα του πανεπιστημίου, εντάσσοντας την πανεπιστημιακή κοινότητα στις λειτουργίες της πόλης. Λίγα χρόνια αργότερα ανέλαβε δήμαρχος της πόλης ο Δημήτρης Πιτσιώρης, ο οποίος επίσης σεβάστηκε το όραμα της διάσωσης των ιστορικών κτιρίων» σημειώνει ο καθηγητής.
Νέες χρήσεις
Ετσι, στο εμβληματικό κτίριο της Καπναποθήκης Παπαστράτου, στην παραλία του Βόλου στεγάστηκε η πρυτανεία του Πανεπιστημίου. Ακολούθησαν η διάσωση και η εισαγωγή νέων χρήσεων στο συγκρότημα της υφαντουργίας Μουρτζούκου, στην πρώην μεταλλοβιομηχανία Παπαρρήγα, στο καπνεργοστάσιο και στις καπναποθήκες Ματσάγγου, στο πλινθοκεραμοποιείο Τσαλαπάτα, στο Κτίριο Σπήρερ, στην Παλιά Ηλεκτρική, στην Κίτρινη Αποθήκη, στο «Μέγαρο Τσικρίκη», στο αρχοντικό Καβούρα κ.ά. Ωστόσο, πέρα από τη βιομηχανική αρχιτεκτονική κληρονομιά που διεσώθη, παραμένουν στην πόλη 162 εγκαταλελειμμένα κτίρια, σύμφωνα με καταγραφή του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας. Από αυτά το 10% κρίθηκε ως ετοιμόρροπο ενώ πάνω από τα μισά εμφανίζουν σημαντικές φθορές.
Το πρόβλημα της δομικής τρωτότητας
Πέρα από το ζήτημα της αποκατάστασης, ανακατασκευής ή κατεδάφισης ερειπωμένων κτιρίων, ο πρόεδρος του ΤΕΕ κ. Γιώργος Στασινός βάζει στο τραπέζι το ζήτημα του ελέγχου δομικής τρωτότητας όλων των δημοσίων κτιρίων, ο οποίος έχει ολοκληρωθεί μόνο στο 25%.
Εχουν ωστόσο ελεγχθεί οι σχολικές μονάδες που κατασκευάστηκαν έως το 1959, περίοδο κατά την οποία δεν υπήρχε αντισεισμικός κανονισμός. Ωστόσο, όπως αναφέρει ο κ. Στασινός, είναι αναγκαίο να γίνουν άμεσα έλεγχοι σε σχολεία, νοσοκομεία και χώρους συνάθροισης κοινού που κατασκευάστηκαν έως το 1985, χρονιά που αρχίζει να εφαρμόζεται αντισεισμικός κανονισμός.
Για τα ιδιωτικά κτίρια θεωρεί ότι η λύση του αναγκαίου ελέγχου μπορεί να έρθει μέσα από την ηλεκτρονική Ταυτότητα Κτιρίου, η οποία ακόμη δεν λειτουργεί, ενώ για τις δημόσιες υποδομές προτείνει τη δημιουργία Ηλεκτρονικού Μητρώου για την καταγραφή και τον προγραμματισμό της συντήρησής τους.
Προβλήματα λόγω πολυϊδιοκτησίας και γραφειοκρατίας
Οπως επισημαίνει στο «Βήμα» ο δήμαρχος Αθηναίων κ. Κώστας Μπακογιάννης, υπάρχουν και άλλα ζητήματα που δημιουργούν προβλήματα, με πρώτο την πολυϊδιοκτησία. Είναι χαρακτηριστικό ότι, σε καταγραφή του 2012, στην υποβαθμισμένη περιοχή του Γερανίου, δίπλα στην Ομόνοια, µόνο σε ένα οικοδομικό τετράγωνο ο αριθμός των ιδιοκτητών έφτανε τους 596. «Το δεύτερο ζήτημα αφορά τι κάνουμε με όσα είναι αγνώστου ιδιοκτήτη, αλλά και με τα εγκαταλειμμένα ακίνητα του Δημοσίου ή του ευρύτερου δημόσιου φορέα, τα οποία βρίσκονται σε άθλια κατάσταση. Χρειάζεται γενναίο πρόγραμμα που θα μας επιτρέψει να προχωρήσουμε» αναφέρει ο κ. Μπακογιάννης. Είναι χαρακτηριστικό ότι σε φορείς κοινωνικής ασφάλισης ανήκουν 1.226 κτίρια σε όλη την Ελλάδα εκ των οποίων μόνο στο κέντρο της Αθήνας έχουν καταγραφεί 256, στην πλειονότητά τους κενά και αναξιοποίητα.
Και ο αριθμός αυξάνεται κατακόρυφα εάν προστεθούν άλλα ακίνητα του Δημοσίου αλλά και τα «λιμνάζοντα κληροδοτήματα», δηλαδή οι περιουσίες ιδιωτών που πέρασαν σε ιδρύματα και δημόσιους οργανισμούς. Ενα ακόμη εμπόδιο, σύμφωνα με τον δήμαρχο Αθηναίων, είναι η γραφειοκρατικά δύσκολη διαδικασία επέμβασης στα κτίρια, όπως και η απουσία οικονομικών κινήτρων. «Το σημερινό μοντέλο δεν λειτουργεί, πρέπει να επισπευσθούν οι διαδικασίες. Υπάρχει ευρεία συναίνεση για το πού πρέπει να πάμε» τονίζει ο κ. Μπακογιάννης. Σήμερα το project του Δήμου Αθηναίων για την κατεδάφιση 13 εγκαταλελειμμένων επικίνδυνων μη διατηρητέων κτιρίων ολοκληρώνεται, ενώ έως το τέλος του έτους θα προκηρυχθεί νέα εργολαβία που θα συμπληρώσει τον κατάλογο των προς κατεδάφιση κτιρίων.