Αντιμέτωπη με την αυξανόμενη τουρκική προκλητικότητα η ελληνική διπλωματία αναζητά «κόκκινες γραμμές»
που να επιτρέπουν την επίδειξη αποφασιστικότητας και ταυτόχρονα ανοίγουν δρόμο διαπραγμάτευσης.
Με το Oruc Reis να έχει επιστρέψει στις θαλάσσιες περιοχές που η Ελλάδα παραδοσιακά θεωρεί ότι ανήκουν στα όρια της ελληνικής υφαλοκρηπίδας, η ελληνική διπλωματία προσπαθεί να δει ποια μπορεί να είναι τα πραγματικά όρια μιας «κόκκινης γραμμής απέναντι στις τουρκικές προκλήσεις.
Δηλαδή, να προσδιορίσει ποιο είναι το όριο ως προς τις τουρκικές κινήσεις όπου η Ελλάδα θα πρέπει να απαντήσει με τη δική της κλιμάκωση και όξυνση. Είναι ουσιαστικά η αναζήτηση της διαχωριστικής γραμμής ανάμεσα στην ενδοτικότητα και τη λογική μια γενικόλογης διαρκούς ετοιμότητας που τελικά δεν αποτρέπει την Τουρκία αλλά και διαμορφώνει μια εικόνα απλώς «διαφιλονικούμενης ζώνης» και όχι αμφισβήτησης κυριαρχικών δικαιωμάτων.
6 ν.μ., 12ν.μ., χωρικά ύδατα, υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ
Για να δούμε αυτά τα θέματα χρειάζεται να ξεκαθαρίσουμε μερικές βασικές έννοιες.
Όταν μιλάμε για χωρικά ύδατα μιλάμε για τη θαλάσσια έκταση στην οποία μια χώρα ασκεί πλήρη κυριαρχία. Στην πραγματικότητα ως προς το βαθμό κυριαρχίας δεν έχει διαφορά από τη στεριά.
Με βάση το διεθνές δίκαιο μια χώρα έχει το δικαίωμα να επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα έως τα 12 ν.μ., εκτός φυσικά από περιοχές όπου οι αποστάσεις είναι μικρότερες όπου επιλέγεται η μέση γραμμή. Το δικαίωμα αυτό θεωρείται αυτονόητο και αναφαίρετο και υλοποιείται μονομερώς.
Η Ελλάδα μέχρι τώρα είχε χωρικά ύδατα στα 6 νμ. Πρόσφατα ανακοινώθηκε η επέκταση των χωρικών υδάτων στα 12 νμ στο Ιόνιο.
Όταν η Ελλάδα επικύρωσε το 1995 τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας (UNCLOS 1982), η Τουρκία απάντησε με ψήφισμα της Τουρκικής Εθνοσυνέλευσης το οποίο ουσιαστικά θεωρούσε casus belli τυχόν απόφαση της Ελλάδας για επέκταση των χωρικών της υδάτων στα 12 νμ στο Αιγαίο.
Έκτοτε, η πάγια θέση των ελληνικών κυβερνήσεων ήταν ότι παραμένει αναφαίρετο ελληνικό δικαίωμα η επέκταση των χωρικών υδάτων, χωρίς ωστόσο να λαμβάνονται πρωτοβουλίες ώστε αυτό να ανακηρυχθεί.
Η μόνη φορά που το ζήτημα αυτό τέθηκε σε τραπέζι διαπραγματεύσεων ήταν στις αρχές της δεκαετίας του 2000 στο πλαίσιο της συζήτησης για πιθανή υπογραφή συνυποσχετικού για προσφυγή στη Χάγη, όπου συζητήθηκε το ενδεχόμενο η Ελλάδα να συμφωνήσει σε επέκταση μικρότερη των 12 νμ ως ένα από τα ανταλλάγματα προς την Τουρκία για να συναινέσει στην προσφυγή στη Χάγη για το θέμα της υφαλοκρηπίδας.
Η υφαλοκρηπίδα και η ΑΟΖ δεν αποτελούν μορφές κυριαρχίας αλλά κυριαρχικά δικαιώματα. Δεν ακυρώνουν το χαρακτήρα των υπερκείμενων θαλασσίων εκτάσεων ως διεθνών υδάτων, αλλά κατοχυρώνουν το δικαίωμα εκμετάλλευσης του υπεδάφους (υφαλοκρηπίδα) ή του υπεδάφους και των υπερκείμενων υδάτων (ΑΟΖ). Η Σύμβαση του ΟΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας ορίζει την έκταση και της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ με τον ίδιο τρόπο: 200 νμ από τις ακτές ή μέση γραμμή όπου οι αποστάσεις είναι μικρότερες, ενώ αναγνωρίζει στα νησιά αυτοτελή υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ. Είναι ειδικά το τελευταίο στοιχείο που δεν αναγνωρίζει η Τουρκία που επιμένει ότι η υφαλοκρηπίδα ορίζεται με βάση τις ηπειρωτικές αρχές και άρα π.χ. θεωρεί ότι δεν προκύπτει ανάλογη ελληνική υφαλοκρηπίδα με βάση την Κρήτη ή τα Δωδεκάνησα.
Η διαφορά υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ δεν αφορά μόνο τα πεδία εκμετάλλευσης αλλά και τον τρόπο ανακήρυξης. Η ΑΟΖ προϋποθέτει συγκεκριμένη πράξη οριοθέτησης, ενώ η υφαλοκρηπίδα θεωρείται δικαίωμα εξ υπαρχής. Βέβαια στην πράξη συνήθως οι χώρες προχωρούν και σε διαδικασία χάραξης και της υφαλοκρηπίδας και αμοιβαίας οριοθέτησης με τις γειτονικές. Η Ελλάδα το έχει κάνει για υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ στο Ιόνιο με την Ιταλία και εν μέρει στην Ανατολική Μεσόγειο με την Αίγυπτο.
Τώρα σε αντίθεση με τα χωρικά ύδατα στα ζητήματα υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ η γενικά τάση, τουλάχιστον με βάση τις διαφορές που έχουν φτάσει ενώπιον διεθνών δικαιοδοτικών οργάνων, είναι περισσότερο προς το συμβιβασμό παρά προς την «κατά γράμμα» τήρηση του διεθνούς δικαίου.
Τι συμβαίνει με τις τουρκικές αμφισβητήσεις
Η Ελλάδα θεωρεί ότι η μόνη διαφορά που έχει με την Τουρκία είναι αυτή που αφορά την υφαλοκρηπίδα και έχει προτείνει τη συμπεφωνημένη προσφυγή στο Δικαστήριο της Χάγης (που αποφαίνεται για τέτοιες διαφορές μόνο όταν προσφεύγουν από κοινού τα εμπλεκόμενα μέρη).
Ταυτόχρονα, η ελληνική εξωτερική πολιτική στηρίζεται διαχρονικά στη θέση ότι εφόσον η υφαλοκρηπίδα είναι δικαίωμα εξ υπαρχής, τότε κάθε πρωτοβουλία της Τουρκίας για έρευνες για υδρογονάνθρακες εντός των ορίων της δυνητικής ελληνικής υφαλοκρηπίδας αποτελεί αμφισβήτηση ελληνικού κυριαρχικού δικαιώματος.
Ουσιαστικά, η ελληνική διπλωματία παραδέχεται ότι μια τελική απόφαση της Χάγης μπορεί να μην αποδίδει το σύνολο της δυνητικής ελληνικής υφαλοκρηπίδας στην Ελλάδα και να μην ακολουθήσει το «γράμμα» του διεθνούς δικαίου. Όμως, επιμένει ότι μέχρι τότε δεν μπορούν να γίνουν ανεκτές τουρκικές μονομερείς ενέργειες.
Αυτό εξειδικεύεται στην υφαλοκρηπίδα που θα μπορούσε να προσδιοριστεί με βάση το νησιωτικό σύμπλεγμα του Καστελόριζου. Η Τουρκία υποστηρίζει ότι δεν μπορούν μικρά νησιά πολύ κοντά στις τουρκικές ακτές να ακυρώνουν το γεγονός ότι υπάρχει ο όγκος της ηπειρωτικής Τουρκίας που «βλέπει» στην Ανατολική Μεσόγειο και να αφαιρούν από τη δυνητική τουρκική υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ μεγάλες εκτάσεις. Η ελληνική διπλωματία εμμέσως έχει παραδεχτεί ότι όντως το δικαστήριο της Χάγης μπορεί και να ελάμβανε υπόψη εν μέρει τουλάχιστον τους τουρκικούς ισχυρισμούς.
Η μετατόπιση της «κόκκινης γραμμής»
Σε αυτό το πεδίο είναι που γίνεται προσπάθεια να οριστεί η «κόκκινη γραμμή» για την ελληνική πλευρά. Ας μην ξεχνάμε ότι η υφαλοκρηπίδα που βρίσκεται πέραν των χωρικών υδάτων καλύπτεται από διεθνή ύδατα και δεν μπορούν να μπουν φραγμοί στην παρουσία πλοίων, συμπεριλαμβανομένων των πολεμικών.
Ήδη από τη δεκαετία του 1970 είχε προσδιοριστεί ως όριο η πραγματοποίηση «σεισμικών ερευνών» προς αναζήτηση υδρογονανθράκων μια που αυτό σήμαινε ευθεία διεκδίκηση της υφαλοκρηπίδα και όχι απλώς πλεύση στα υπερκείμενα ύδατα.
Αυτό έγινε το 1976 όταν το τουρκικό ερευνητικό σκάφος «Χόρα» μπήκε στα όρια της ελληνικής υφαλοκρηπίδας στο Αιγαίο και ο Ανδρέας Παπανδρέου (που τότε ήταν στην αντιπολίτευση) είχε πει το περίφημο «Βυθίσατε το Χόρα». Πιο μεγάλη ήταν η ένταση το 1987, όταν η Τουρκία ανακοίνωσε την αποστολή του ερευνητικού σκάφους Σισμίκ (όπως είχε μετονομαστεί το Χόρα) και η κυβέρνηση του Αντρέα Παπανδρέου προχώρησε σε κινητοποίηση των ενόπλων δυνάμεων στο μέγιστο βαθμό, μέχρις ότου υπάρξει πολιτική εκτόνωση.
Το πρόβλημα με την υφαλοκρηπίδα προέκυψε ξανά όταν άνοιξε ο κύκλος των αντιπαραθέσεων γύρω από τα κοιτάσματα υδρογονανθράκων όχι στο Αιγαίο αλλά στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο. Σε αυτή τη φάση η κόκκινη γραμμή προσδιορίστηκε στην επιτυχή πραγματοποίηση σεισμικών ερευνών, δηλαδή πόντιση καλωδίων και κίνηση με όρους που να επιτρέπουν τη συλλογή δεδομένων. Αυτή με τη σειρά του οδήγησε και σε μια πρακτική εμπλοκής του Πολεμικού Ναυτικού με τη μορφή της στενής παρακολούθησης του εκάστοτε ερευνητικού σκάφους μπει στην υφαλοκρηπίδα (συνοδευόμενο και αυτό από πολεμικά πλοία) και «παρενόχλησης» της έρευνας.
Αυτό έγινε τον Οκτώβριο του 2018 με τη ελληνική φρεγάτα «Νικηφόρος Φωκάς» στα ανατολικά όρια της ελληνικής υφαλοκρηπίδας όταν είχε κινηθεί το τουρκικό ερευνητικό σκάφος Barbaros. Και αυτό με τον έναν ή τον άλλο τρόπο γίνεται όποτε το Oruc Reis εισέρχεται στα όρια της ελληνικής υφαλοκρηπίδας.
Ωστόσο, είναι προφανές ότι στο βαθμό που η Ελλάδα έχει υποστηρίξει την ανάγκη διαλόγου για την υφαλοκρηπίδα και παραπομπής στη Χάγη, υπάρχουν όρια στο πώς μπορούν να υπάρξουν πιο αποφασιστικές απαντήσεις.
Η τρέχουσα συζήτηση για τα 6 νμ και τα 12νμ
Η τρέχουσα συζήτηση κυρίως πυροδοτήθηκε από τις δηλώσεις του υπουργού Επικρατείας κ. Γεραπετρίτη ότι «η “κόκκινη γραμμή” είναι η εθνική κυριαρχία, και όταν λέμε εθνική κυριαρχία εννοούμε αυτονοήτως τα εθνικά χωρικά ύδατα, τα οποία σήμερα είναι προσδιορισμένα στα έξι ναυτικά μίλια».
Η δήλωση αυτή θα μπορούσε να θεωρηθεί και μια μερική μετατόπιση ως προς το όριο μιας στρατιωτικής αντίδρασης από τις σεισμικές έρευνες στην έρευνα εντός ζώνης ελληνικής κυριαρχίας.
Αυτό προκάλεσε την αντίδραση ότι με αυτό τον τρόπο απεμπολεί το δικαίωμα για επέκταση των χωρικών υδάτων στα 12 νμ. Αυτή ήταν λίγο πολύ η κριτική ΚΙΝΑΛ και ΣΥΡΙΖΑ. Ωστόσο, και στην περίπτωση των αντιδράσεων αυτών είναι ότι και αυτές δείχνουν να αποδέχονται ότι το όριο της στρατιωτικής αντίδρασης είναι η έρευνα εντός έκτασης καθαρής κυριαρχίας και όχι στα όρια της υφαλοκρηπίδας όπως υποτίθεται ότι ήταν η «κόκκινη γραμμή» για δεκαετίες.
Βέβαια, αυτό που παραβλέπουν οι προτάσεις για επέκταση των χωρικών υδάτων είναι αυτό που κλήθηκαν να σταθμίσουν όλες οι κυβερνήσεις από το 1995 και μετά, δηλαδή τη ρητή τουρκική θέση ότι αυτό θα αποτελέσει casus belli.
Η δύσκολή διαπραγμάτευση και η τουρκική τακτική
Όλα αυτά αναδεικνύουν τα διλήμματα για την ελληνική διπλωματία. Η ελληνική πλευρά θέλει να επιμείνει στην εικόνα μιας χώρας που επιθυμεί το διάλογο, που δεν προχωρά σε προκλήσεις και που στην πραγματικότητα αποδέχεται ότι ειδικά στη συγκεκριμένη περιοχή τα κυριαρχικά δικαιώματα μένουν να προσδιοριστούν, απέναντι σε μια Τουρκία που κινείται μονομερώς και αυθαίρετα. Αυτό σημαίνει ένα μέτρο στο τι η ελληνική πλευρά θέλει να παρουσιάζει ως «αυτονόητο κυριαρχικό δικαίωμα» αλλά και μια ανάγκη σύνεσης ως προς το σε ποιο σημείο θα δοκιμάσει η ελληνική πλευρά να οξύνει. Από την άλλη με την Τουρκία να δοκιμάζει έρευνες αρκετά πιο κοντά στα ελληνικά χωρικά ύδατα, η διατύπωση μιας «κόκκινης γραμμής» που να σηματοδοτεί το «ως εδώ και μη παρέκει» προσπαθεί να δώσει και το στίγμα της αποφασιστικότητας. Ισορροπία πάνω σε λεπτή γραμμή επομένως, σε συνδυασμό με την μάλλον εμφανή απροθυμία του διεθνούς παράγοντα να παρέμβει πιο αποφασιστικά και σε ένα πολιτικό σκηνικό όπου οι πειρασμοί για ανέξοδη συνθηματολογία παραμένουν ενεργοί.