Για ένα χειμώνα (και) με ανοιχτά παράθυρα, μάσκες παντού, αποστάσεις, και επαφές με «λίστα» λίγων φίλων, σε χώρους χωρίς συγχρωτισμό μάς προετοιμάζουν οι ειδικοί επιστήμονες.
Η επικείμενη αλλαγή εποχής και ο περισσότερος χρόνος που θα περνάμε σε εσωτερικούς χώρους, αναμένεται να αυξήσει ακόμα περισσότερο τη μετάδοση του κορωνοϊού και ενδεχομένως να γιγαντώσει το δεύτερο κύμα, που από τώρα δείχνει ότι θα ξεπερνάει σε βαρύτητα το πρώτο.
Προς το παρόν και παρά τα μέτρα που έχουν ληφθεί, η κυκλοφορία του ιού στην κοινότητα δεν έχει περιοριστεί. Το επίκεντρο της επιδημίας στην Ελλάδα παραμένει η Αττική, στην οποία πλέον πλήττονται και ευαίσθητες δομές όπως έδειξε η εστία κρουσμάτων στο γηροκομείο του Αγίου Παντελεήμονα. Η χρήση μάσκας και σε ανοιχτούς χώρους, αλλά και ενδεχόμενη περαιτέρω μείωση του ωραρίου των καταστημάτων υγειονομικού ενδιαφέροντος ή ακόμα και μέτρα περιορισμού της κυκλοφορίας, βρέθηκαν στο τραπέζι των συζητήσεων των καθ’ ύλην αρμοδίων, που ωστόσο τονίζουν εμφατικά «ότι δεν έχει νόημα η λήψη μέτρων εάν αυτά δεν τηρούνται».
Περιγράφοντας τα σημεία «αιχμής» της επιδημιολογικής κατάστασης σήμερα, ο καθηγητής Μικροβιολογίας στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής και μέλος της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων του υπουργείου Υγείας Αλκιβιάδης Βατόπουλος, σημειώνει: «Εχουμε μία σαφή, σαφέστατη αύξηση των διασωληνωμένων που σαφώς ανησυχεί. Βλέπουμε συρροές σε ομάδες πληθυσμού όπου διασπείρεται εύκολα ο ιός λόγω του τρόπου διαβίωσης και είναι δύσκολη η ιχνηλάτηση (π.χ. μετανάστες). Εχουμε διασπορά του ιού σε ευαίσθητες δομές όπως γηροκομεία και νοσοκομεία. Και επιπλέον ζούμε “δύο Ελλάδες”. Την πρωινή, που όλοι φορούν μάσκες, και τη βραδινή που τα ίδια άτομα βγάζουν τη μάσκα για να διασκεδάσουν. Παράλληλα εντοπίζονται κρούσματα σε πολλές περιοχές ανά την Ελλάδα. Λίγα μεν αλλά υπάρχουν. Και αρκεί ένας γάμος ή μία κηδεία για να δούμε συρροές και τοπικές επιδημίες».
Αγώνας δρόμου
Οι φόβοι των ειδικών για την εξέλιξη της πανδημίας ενισχύονται από το γεγονός ότι οι «καλοκαιρινές ημέρες» τελειώνουν. «Η προσπάθειά μας εστιάζει στο να μειώσουμε τον αριθμό των ημερήσιων κρουσμάτων πριν φτάσουμε στον χειμώνα. Δεν είναι επιθυμητό να συνεχίσουμε έτσι, με έναν σταθερά υψηλό αριθμό νέων περιστατικών –άνω των 300 κάθε μέρα– και με σχετικά αυξητική τάση», επισημαίνει στην «Κ» ο αναπληρωτής καθηγητής Επιδημιολογίας του ΕΚΠΑ, μέλος της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων Δημήτρης Παρασκευής.
Οπως επισημαίνει, «ο μεγαλύτερος κίνδυνος από την έλευση του χειμώνα έγκειται στο γεγονός ότι περνάμε περισσότερο χρόνο σε κλειστούς χώρους, στους οποίους η πιθανότητα μετάδοσης του κορωνοϊού είναι έως και δέκα φορές υψηλότερη σε σχέση με τους εξωτερικούς χώρους».
Πώς μπορούμε να την αποφύγουμε; «Να μη συγχρωτιζόμαστε σε μεγάλες ομάδες, σε κλειστούς χώρους. Να γίνεται σωστός αερισμός των εσωτερικών χώρων. Οσο γίνεται περισσότερη ώρα τα παράθυρα ανοιχτά, γιατί με αυτόν τον τρόπο μειώνεται η συγκέντρωση του ιού στον χώρο. Και πάντα να τηρούμε πιστά αυτά που ήδη γνωρίζουμε ως μέτρα προστασίας από τον ιό. Δηλαδή τήρηση αποστάσεων και εάν αυτό δεν είναι εφικτό χρήση μάσκας».
Για ένα ιδιαίτερα δύσκολο υπόλοιπο φθινοπώρου και χειμώνα προετοιμάζουν και τα σκληρά δεδομένα της πανδημίας στη χώρα μας.
Τα στοιχεία
H COVID-19 τον Σεπτέμβριο στοίχισε τη ζωή σε 125 άτομα, αριθμός διπλάσιος του Αυγούστου (60) και ελαφρά μικρότερος από αυτόν που είχε καταγραφεί συνολικά κατά τους δύο πρώτους δύσκολους μήνες της πανδημίας στη χώρα μας (140 θάνατοι λόγω κορωνοϊού τους μήνες Μάρτιο και Απρίλιο). Στη θλιβερή κατάταξη των χωρών της Ε.Ε. με τους περισσότερους θανάτους λόγω COVID-19 τις τελευταίες 14 ημέρες η Ελλάδα είναι περίπου στο μέσον: Με 0,6 θανάτους ανά 100.000 πληθυσμού βρίσκεται στη 14η θέση. Σε ό,τι αφορά τον αριθμό των ημερήσιων κρουσμάτων βρίσκεται στην 22η θέση με 41,8 περιστατικά ανά 100.000 πληθυσμού. Το παράδοξο είναι ότι χώρες με τον ίδιο ή και μεγαλύτερο αριθμό κρουσμάτων έχουν πολύ λιγότερους θανάτους. Είναι ενδεικτικό, ότι η Σουηδία με 54,7 κρούσματα ανά 100.000 πληθυσμού τις τελευταίες 14 ημέρες, κατέγραψε 0,2 θανάτους ανά 100.000 πληθυσμού, η Αυστρία με 112 κρούσματα ανά 100.000 πληθυσμού, 0,5 θανάτους ανά 100.000 πληθυσμού, ενώ στην Ιρλανδία και τη Δανία (93 και 120 κρούσματα ανά 100.000 πληθυσμού αντίστοιχα), οι θάνατοι είναι 0,3 ανά 100.000 πληθυσμού.
Η εξήγηση είναι απλή και δεν σχετίζεται ούτε με τις υπηρεσίες υγείας, ούτε με τη νοσηρότητα του ελληνικού πληθυσμού, αλλά αφορά την εργαστηριακή επιτήρηση της νόσου (testing). Η Ελλάδα παρά την αύξηση του αριθμού των μοριακών τεστ που διενεργούνται σε σχέση με την πρώτη φάση της πανδημίας, παραμένει σε χαμηλές θέσεις σε σχέση με άλλες χώρες της Ευρώπης. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Ευρωπαϊκού Κέντρου Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων, την προηγούμενη εβδομάδα πραγματοποιήθηκαν 712 τεστ ανά 100.000 πληθυσμού, αριθμός που μας κατατάσσει στην 24η θέση μεταξύ των χωρών της Ε.Ε. και το Ηνωμένο Βασίλειο. Στις πρώτες θέσεις είναι η Δανία (6.003 τεστ ανά εκατομμύριο πληθυσμού), το Λουξεμβούργο (5.997) και η Μάλτα (3.327), ενώ περισσότερα από 2.000 τεστ ανά 100.000 πληθυσμού έκαναν την περασμένη εβδομάδα το Ηνωμένο Βασίλειο (2.715), η Κύπρος και το Βέλγιο. Από την ανάλυση των ίδιων στοιχείων προκύπτει ότι στην Ελλάδα τα περισσότερα τεστ σε αναλογία πληθυσμού διενεργήθηκαν τον Αύγουστο έως και τις αρχές Σεπτεμβρίου, όταν πολλοί πολίτες, επιστρέφοντας από τις καλοκαιρινές διακοπές, έσπευσαν να εξεταστούν πριν πάνε στην εργασία τους. Επιπλέον, στη χώρα μας σε μεγάλο ποσοστό οι έλεγχοι –όταν δεν αφορούν πολίτες που παρουσιάζουν συμπτώματα– εστιάζουν στις πύλες εισόδου και σε επιδημιολογικά επιβαρυμένες περιοχές.
Η ανοσία
Ευάλωτοι στο δεύτερο κύμα πανδημίας ενός ιού που δεν έχει αλλάξει χαρακτηριστικά και συνεχίζει να πλήττει σοβαρά τις πιο μεγάλες ηλικίες παραμένει η συντριπτική πλειονότητα των πολιτών. Η ανοσία έναντι του κορωνοϊού στη χώρα μας δεν ξεπερνάει, με βάση τις νεότερες εκτιμήσεις των επιστημόνων, τις 150.000 άτομα, ενώ σε αντίθεση με το τι παρατηρήθηκε τον Αύγουστο, όταν ο κορωνοϊός αφορούσε κατά κύριο λόγο 30άρηδες, η πανδημία μετατοπίζεται ξανά σε πιο μεγάλες ηλικίες που έχουν και υψηλότερες πιθανότητες να νοσήσουν σοβαρά. Ειδικότερα, κατά το πρώτο κύμα της πανδημίας, περισσότερα από έξι στα δέκα κρούσματα (62%) ήταν άτομα άνω των 40 ετών. Τέλη Μαΐου ο μέσος όρος ηλικίας των ατόμων που είχαν βρεθεί ύστερα από εργαστηριακό έλεγχο θετικοί στον κορωνοϊό ήταν τα 48 έτη. Σταδιακά η εικόνα αυτή άρχισε να αλλάζει, λόγω και της μεγαλύτερης έκθεσης στον ιό νέων ατόμων κατά τη διάρκεια των διακοπών τους. Η πλειονότητα των κρουσμάτων που εντοπίστηκαν τον Αύγουστο (55%) αφορούσε πλέον άτομα ηλικίας από 18 έως 39 έτη και το σχετικό ποσοστό στις μεγαλύτερες ηλικίες περιορίστηκε στο 38,7%. Τον Σεπτέμβριο η εικόνα αρχίζει ξανά να αλλάζει και πλέον περισσότερα από τα μισά νέα κρούσματα είναι ηλικίας άνω των 40 ετών.