Ποιές οι ι αντιλήψεις και οι απόψεις για τους Ρομά τους περασμένους αιώνες; Πώς ξεκίνησε η μετανάστευσή τους σε όλη την Ευρώπη;
Σε άρθρο μας στις 3/11/2016, είχαμε αναφερθεί, σε αδρές γραμμές στους Ρομά. Από πού κατάγονται, πώς ήρθαν στην Ελλάδα και την υπόλοιπη Ευρώπη και μερικά ακόμα στοιχεία γι’ αυτούς.
Το ενδιαφέρον των αναγνωστών του protothema. gr ήταν πολύ μεγάλο – ευχαριστούμε θερμά για μία ακόμα φορά – και αποφασίσαμε να γράψουμε ένα άρθρο με περισσότερα στοιχεία για την ιστορία των Ρομά.
Άλλωστε αυτή η φυλή, βρίσκεται σχεδόν καθημερινά στο προσκήνιο, συνήθως όμως για παραβατικές συμπεριφορές. Κάτι που, όπως θα δούμε, δεν είναι τωρινό φαινόμενο αλλά, μάλλον διαχρονικό, δυστυχώς…
Η καταγωγή των Ρομά
Κατά το παρελθόν, υπήρχε η θεωρία ότι οι Ρομά είχαν περίεργη καταγωγή. Τις πρώτες ομάδες που έφτασαν στην Κεντρική και Δυτική Ευρώπη τον 15ο και 16ο αιώνα, τις αποκαλούσαν «Βοημούς», «Γύφτους» και «Σαρακηνούς».
Παράλληλα, άρχισαν να κυκλοφορούν οι πιο παράδοξες θεωρίες με την καταγωγή τους. Θεωρούνταν απόγονοι του Νώε ή του γιου του Χαμ, είτε των ιερέων της αιγυπτιακής θεάς Ίσιδας, είτε ακόμα και ότι ήταν οι επιζώντες από το βυθισμένο βασίλειο της Ατλαντίδας. Το γεγονός ότι οι Ρομά δεν αποτέλεσαν ποτέ ένα έθνος συνδεδεμένο με κοινή γραπτή παράδοση, επέτεινε το μυστήριο αυτό.
Η απάντηση στο ερώτημα από πού έρχονται τελικά οι Ρομά, προέκυψε από τη μελέτη της γλώσσας τους (ρομανί). Ήδη από τον 18ο αιώνα, ερευνητές όπως ο Άγγλος William Marsden, βρήκαν τη συγγένεια που υπάρχει ανάμεσα στη γλώσσα αυτή και ινδικές διαλέκτους, όπως οι γλωσσικές μορφές Χίντι και Παντζαμπί.
Ο Donald Kenrick, στο βιβλίο του «Τσιγγάνοι: από τις Ινδίες στη Μεσόγειο», γράφει ότι οι Ρομά μετανάστευσαν από την Ινδία προς τη Δύση, μέσα από την Περσία όπου τέλεσαν μεικτούς γάμους και συγχρωτίστηκαν με τους Πέρσες, δημιουργώντας ένα λαό που ονομάστηκε dom ή rom. Αργότερα πολλοί από αυτούς μετανάστευσαν στην Ευρώπη. Απόγονοί τους, είναι οι σύγχρονοι Ρομά. Ο σάχης της Περσίας Αρδασίρ, που βασίλεψε από το 224 ως το 241, κατέκτησε τη βόρεια Ινδία, την περιοχή του σημερινού Πακιστάν και την ενσωμάτωσε στο κράτος του.
Έτσι, πολλοί Ινδοί πήγαν στην Περσία, περνώντας από τη Μέση Ανατολή, για να εργαστούν. Υπήρχαν αγρότες, βοσκοί, μισθοφόροι, μουσικοί, ακόμα και έμποροι και λογιστές!
Στο διάστημα από το 241 ως το 272, ο Σαπούρ Α’, προσέλαβε εργάτες από την Καμπούλ για να εργαστούν στο φράγμα του Σούστερ.
Μεταξύ 420 και 438, ο Μπάχραμ Γουρ, σάχης της Περσίας, έφερε μουσικούς και χορευτές από την Ινδία στην Περσία. Οι Άραβες, μετά την κατάκτηση της Περσίας, έφτασαν στην Ινδία. Τους κατοίκους της χώρας, τους ονόμασαν «Zott». Αυτό έγινε γύρω στο 642. Σύντομα, οι Άραβες έφεραν ένα μεγάλο αριθμό Ινδών στη Μέση Ανατολή και τους εγκατέστησαν, με τη βία, στη βαλτώδη περιοχή στις όχθες του Τίγρη δίνοντάς τους πολλά βουβάλια.
Οι Zott, εξεγέρθηκαν εναντίον των Αράβων, ωστόσο μετά από 14 χρόνια σχετικής ανεξαρτησίας ηττήθηκαν από τους Άραβες και 27.000 αιχμαλωτίστηκαν.
Αφού για τρεις μέρες τους περιέφεραν στους δρόμους της Βαγδάτης, κάτω από τις ιαχές ενός πλήθους Αράβων που παραληρούσε, τους εγκατέστησαν σε δύο πόλεις στα βορειοανατολικά ,τη Χαϊνεκίν και την Αϊνζαρβό (834).
Η Αϊνζαρβό (Αϊντάμπ), βρισκόταν στα σύνορα της αραβικής και της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Οι Zott, λόγω της στρατιωτικής τους εμπειρίας, υποχρεώθηκαν από τους Άραβες να βοηθήσουν στην υπεράσπιση των εδαφών τους από τους Βυζαντινούς.
Όμως το 855, οι Βυζαντινοί κατέλαβαν την Αϊνζαρβό και οι Ζοtt είτε σκοτώθηκαν και τα γυναικόπαιδα έγιναν σκλάβοι, είτε οδηγήθηκαν μαζί με τις γυναίκες, τα παιδιά αλλά και τα ζώα τους, στην ηπειρωτική Ελλάδα.
Ο Κωνσταντίνος Μπίρης, στο έργο του «Οι Τσιγγάνοι(Ρωμ και Γύφτοι)» πάντως, αναφέρει ότι οι Ρομ («γύφτοι» όπως γράφει), εμφανίζονται στη Λαμία, πριν τα μέσα του 9ου αιώνα!
Πρόσφατα, έχει διατυπωθεί η άποψη, ότι πολλοί Ρατζπούτ στρατιώτες, έφυγαν με τις γυναίκες τους από την Ινδία τον 11ο αιώνα, στη διάρκεια των εισβολών του Μαχμούτ Γαζναβί ή όταν, αργότερα ο ηγεμόνας των Ρατζπούτ ηττήθηκε από τους μουσουλμάνους του Μωχάμετ Γουρ (1192). Οι Ρατζπούτ, πριν ηττηθούν, ήταν μια ισχυρότατη κάστα της Ινδίας. Ορισμένοι συγγραφείς, όπως ο Β. Β. Ρίσι, εικάζουν ότι μέρος του στρατού των ηττημένων Ρατζπούτ, μαζί με τους ακολούθους τους, μετανάστευσαν προς τη Δύση και έφτασαν στην Ευρώπη όπου ενώθηκαν με άλλους Ινδούς. Ο Kenrick, διατυπώνει την άποψη ότι η πλειοψηφία των προγόνων των σημερινών Ρομά της Ευρώπης, προς την Περσία, αρχικά, μετακινήθηκε, τμηματικά, από το 250 ως το 650 περίπου.
Φαίνεται ότι από την Αντιόχεια, Ρομά κατευθύνθηκαν προς την Κωνσταντινούπολη. ‘Όπως αναφέραμε και στο προηγούμενο άρθρο, υπήρξε μια σύγχυση με τους αιρετικούς Μελχισεδικίτες. Ο συγγραφέας και ερευνητής Γ. Σούλης, ο οποίος συνέλεξε τις πρώτες αναφορές για τους Ρομά στην Κωνσταντινούπολη, γράφει ότι ονομάζονταν «Αθίγγανοι». Ο όρος αυτός, σήμαινε τον σχισματικό, τον οπαδό ενός αιρετικού δόγματος.
Γύρω στο 1050, υπάρχουν αναφορές για αστρολόγους, χαρτορίχτρες, ακροβάτες, γητευτές φιδιών, εκπαιδευτές αρκούδων και χειρουργούς κτηνίατρους, που προέρχονταν από τους Ρομά. Αργότερα, υπάρχουν πληροφορίες για τους λεγόμενους «Romiti», που εργάζονταν ως υποδηματοποιοί στην ηπειρωτική Ελλάδα.
Πάντως, ήδη από την εποχή εκείνη, το βασικό επάγγελμα των Ρομά, ήταν αυτό του σιδερά. Το φυσερό που χρησιμοποιούσαν στην εργασία τους, ήταν πρωτοποριακό για την Ευρώπη.
Αυτή φαίνεται ότι ήταν η πορεία των Ρομά, των περισσότερων τουλάχιστον, από την Ινδία ως την Κωνσταντινούπολη, ως τις αρχές της προηγούμενης χιλιετίας.
Ένα άλλο μέρος των Ρομά, πιθανότατα μέσω Αιθιοπίας και Αιγύπτου, έφτασε από την Ινδία στην Ευρώπη, μέσω θαλάσσης. Όλα αυτά τα γεγονότα, όπως γράψαμε και στο προηγούμενο άρθρο, έγιναν σε διαφορετικές εποχές.
Οι Ρομά στην Ευρώπη - Η αντιμετώπισή τους
Η κατάκτηση μεγάλου μέρους της Μικράς Ασίας από τους Οθωμανούς, είχε σαν αποτέλεσμα την πρώτη μεγάλη φυγή των Ρομά προς τα δυτικά. Οι Οθωμανοί εξαπέλυσαν διωγμό εναντίον τους και οι Ρομά, απλώθηκαν αρχικά στο Αιγαίο και τον Βόσπορο και στη συνέχεια, ζήτησαν καταφύγιο στη Θράκη, στη Μοισία, στη Βλαχία και στο κράτος των Σέρβων.
Όταν όμως ο Ορχάν και οι διάδοχοί του κατακτούν τμήματα της Θράκης, από το 1356 ως το 1369, ξεκινούν οι διωγμοί των Ρομά κι από εκεί. Νέους διωγμούς, εξαπολύει εναντίον τους ο Βαγιαζήτ, μετά τη νίκη του επί του Σιγισμόνδου στη μάχη της Νικόπολης της Πλεύνας (1396), αναγκάζοντάς τους να καταφύγουν στη Ρουμανία και την Ουγγαρία.
Είχε προηγηθεί ο μεταδοτικός λοιμός που απλώθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1347 και ονομάστηκε «Μαύρος θάνατος» και ο οποίος οδήγησε πολλούς Ρομά στην Ευρώπη.
Ο Σιγισμόνδος, στον οποίο αναφερθήκαμε παραπάνω, ως βασιλιάς της Ουγγαρίας και της Κροατίας, ήταν ο μόνος (ή από τους λίγους…) ηγεμόνας, που έδειξε ευνοϊκή διάθεση απέναντι στους Ρομά, καθώς τους δέχτηκε στη χώρα του και με γράμματα προστασίας που τους έδωσε, διευκόλυνε την προώθησή τους προς τη Δυτική Ευρώπη.
Την ίδια «στάση ανοχής», κράτησε απέναντί τους και ο πάπας Ιωάννης 23ος. «Η διαγωγή όμως των ανθρώπων αυτών ήταν τέτοια, που δεν άργησε να κινήσει πρώτα την αντιπάθεια και τις επιθέσεις των κατοίκων εναντίον τους, πολύ σύντομα δε και διωγμούς από μέρους των κρατών της Ευρώπης» (Κώστας Μπίρης, «Οι Τσιγγάνοι. (Ρωμ και Γύφτοι»), Εκδ. 1954).
Οι διωγμοί των Ρομά στην Ευρώπη
Η αρχή έγινε στη Γαλλία στις αρχές του 16ου αιώνα στα χρόνια του Φραγκίσκου Α’ και συνεχίστηκε στις γειτονικές χώρες. Το 1561, η Σύνοδος της Ορλεάνης, διέταξε τους έπαρχους «να εξοντώσουν όλους τους τσιγγάνους με φωτιά και με σίδερο».
Στην Ισπανία, στις αρχές του 16ου αιώνα, εκδόθηκε το Διάταγμα της Μεντίνα ντελ Κάμπο, που όριζε ότι «όποιος πιαστεί για αγυρτεία θα ανήκει σε όλη του τη ζωή ως δούλος σ’ εκείνον που τον έπιασε». Το Διάταγμα, ανανεώθηκε το 1523, ενώ το 1539, ο Κάρολος Ε’, με νέο Διάταγμα, καταδίκασε όλους τους Ρομά σε εξορία και όρισε ότι όσοι δεν φύγουν από τη χώρα σε 60 ημέρες, θα ριχτούν στα «κάτεργα» (γαλέρες) για 6 χρόνια. Ακολούθησαν νέοι διωγμοί εναντίον τους, φυλακίσεις και ξυλοδαρμοί. Το 1620, καταδικάστηκαν σε θάνατο 4 Ρομά, που ομολόγησαν ότι σκότωσαν και έφαγαν (!) έναν ομοεθνή τους και ένα Φραγκισκανό μοναχό.
Το 1568, ο δούκας της Τέρα Νόβα, διοικητής του Μιλάνου, τους έδιωξε, από τα όρια της Λομβαρδίας, ενώ ο πάπας Πίος Ε’, τους έδιωξε από την επικράτειά του. Το 1514 και το 1532, έγιναν διωγμοί εναντίον των τσιγγάνων της Γενεύης.
Το 1531, ο Ερρίκος Η’ της Αγγλίας, διέταξε να φύγουν όλοι οι Ρομά από τη χώρα του. Στάθηκε όμως αδύνατο να γίνει κάτι τέτοιο, καθώς ο λαός απέφευγε να τους καταδώσει στις αρχές, γιατί φοβόταν τη μαγική τους δύναμη. Το 1563, η αυτοκράτειρα Ελισάβετ, με νέο διάταγμα, επέβαλε στους Ρομά να φύγουν από την Αγγλία, ορίζοντας την ποινή του θανάτου για όσους δεν συμμορφώνονταν. Στα τέλη του 17ου και τις αρχές του 18ου αιώνα, οι Άγγλοι, προκειμένου να πετύχουν την καταδίκη τους σε θάνατο, τους κατηγορούσαν «ως μάγους, ως αιρετικούς, ως τυμβωρύχους και ως ενόχους φανταστικών εγκλημάτων, ως δολοφόνους και ως αιμοπότας. Όταν δε στην πραγματικότητα δεν υπήρχαν θύματα, τους κατηγορούσαν ότι έτρωγαν τα πτώματα μετά το έγκλημά τους» (Κ. Μπίρης, «Οι Τσιγγάνοι. (Ρωμ και Γύφτοι»), 1954).
Το 1557 και το 1560, η Δίαιτα (Εθνοσυνέλευση) της Πολωνίας εξόρισε τους Ρομά από τη Βοημία και την Πολωνία. Έτσι, αυτοί κατέφυγαν στην Ουγγαρία και τις γειτονικές χώρες που κατείχε η Οθωμανική αυτοκρατορία.
Το 1565, ο Μουσταφά πασάς της Βοσνίας, τους υποχρέωσε σε καταναγκαστικά έργα. Να φτιάχνουν «μπάλες» για τα κανόνια και να πελεκούν άλλες, τεράστιες, από σκληρή πέτρα. Εκτοπίσεις τσιγγάνων στην Πολωνία και τη Βοημία, έγιναν επίσης το 1578 και το 1582.
Στην Ουγγαρία, έζησαν περισσότερο ελεύθεροι, όπως και στη Μολδαβία και τη Βλαχία ως τον 17ο αιώνα περίπου, οπότε το κράτος ανακήρυξε τους Ρομά δούλους και τους πουλούσε σε ιδιώτες (κράτος – δουλέμπορος θα λέγαμε!).
Στη Ρωσία, οι Ρομά εμφανίστηκαν τον 15ο αιώνα και δεν σημειώθηκε κανένας διωγμός εναντίον τους, παρά μόνο στην περιοχή της Αγίας Πετρούπολης, όπου δεν τους επιτρεπόταν να πλησιάζουν.
Στη Ρουμανία, υπήρχαν δύο κατηγορίες Ρομά. Σ’ αυτούς που ζούσαν ως δούλοι και στους ανυπόταχτους, τους Νετότσους, που «εξακολουθούσαν να γυρίζουν ημιάγριοι και ελεύθεροι, ζώντας από κλεψιές και από αγυρτεία».(Κ. Μπίρης, «Οι Τσιγγάνοι.( Ρωμ και Γύφτοι»), 1954).
Με όσα γράφει ο Κ. Μπίρης για την εμφάνιση των Ρομά στην Ευρώπη, συμφωνεί ο Χιώτης λόγιος και γιατρός, Αλέξανδρος Πασπάτης (1814 - 1891), ο οποίος από το 1840 ζούσε στην Κωνσταντινούπολη.
Στο έργο του «Μελέτη περί των Ατσίγγανων και της Γλώσσης Αυτών» (1857, περιοδικό «Πανδώρα», επανέκδοση 1995 εκδόσεις «Εκάτη»), γράφει χαρακτηριστικά: «Οι Ατσίγγανοι, τρεις χιλιάδες περίπου τον αριθμόν, εμφάνησαν κατά πρώτον εις την Ευρώπην περί το 1417 Σωτ. Έτος, επί της βασιλείας του Σιγισμόνδου, αυτοκράτορος Ρωμαίων και βασιλέως Ουγγαρίας. Κατώκησαν κατ’ αρχάς την Μολδαβίαν και εκείθεν διεσπάρησαν εις Βλαχίαν, Τρανσυλβανίαν και Ουγγαρίαν».
Για τους απάνθρωπους και απαράδεκτους διωγμούς σε βάρος τους, γράφει χαρακτηριστικά:
«Προ τριών περίπου εκατονταετηρίδων (σημ. γύρω στο 1530 γράφει ο Κ. Μπίρης), εφάνησαν εις την Αγγλίαν όπου ανηλεέστατα κατεδιώχθησαν από τους Άγγλους. Πάμπολλοι απηγχονίσθησαν ως μάγοι και σατανικοί γόητες, οι δ’ επιζήσαντες ολίγοι εκρύβησαν εις κρύπτας και σπήλια και εξήρχοντο μόνον τη νύκτα προς αναζήτησιν τροφής».
Το τέλος των διωγμών των Ρομά
Από τα μέσα του 18ου αιώνα, τα πράγματα άρχισαν να αλλάζουν. Πρώτη η αυτοκράτειρα της Αυστροουγγαρίας Τεράζα, από το 1768 ως το 1773 και ύστερα ο αυτοκράτορας Ιωσήφ Β’ το 1782, προσπάθησαν να εκπολιτίσουν τους Ρομά και να τους μονιμοποιήσουν ως κατοίκους της χώρας. Το 1791,έκαναν το ίδιο και οι Πολωνοί, ενώ ως τα τέλη του 18ου αιώνα, οι διωγμοί των Ρομά σταμάτησαν σε όλη τη Δυτική Ευρώπη.
Στη Ρουμανία, ο Αλέξανδρος Γκίκας το 1837, ελευθερώνει όλους τους Ρομά που ανήκουν στην ιδιοκτησία του Δημοσίου ως δούλοι και τους εγκαθιστά στα χωριά των βογιάρων (αριστοκρατών), υποχρεώνοντας τους τελευταίους να τους αναγνωρίσουν ως χωρικούς και να τους δώσουν χωράφια για καλλιέργεια. Το 1855, ο Γρηγόριος Γκίκας, κατάργησε γενικά τη δουλεία των Ρομά.
Έτσι, στο τέλος του 19ου αιώνα, ο Κ. Μπίρης, γράφει ότι στην Ευρώπη, ζούσαν περίπου 780.000 Ρομά. Κάνει μάλιστα και αναφορά στο πόσοι ζούσαν σε κάθε χώρα: Ελλάδα 10.000, Τουρκία 67.000, Βουλγαρία 50.000, Σερβία 34.000, Βοσνία – Ερζεγοβίνη 18.000, Μαυροβούνιο 1.000, Ρουμανία 250.000, Αυστρία 16.000, Ουγγαρία 150.000, Ρωσία 58.000, Πολωνία 15.000, Δανία και Ολλανδία 6.000, Γερμανία 2.000, Ιταλία 32.000, Ισπανία 40.000, Γαλλία 2.000, Αγγλία 12.000, υπόλοιπη Ευρώπη 17.000.
Μερικά ακόμα στοιχεία για τους Ρομά στην Ελλάδα
Όπως είδαμε, Ρομά στην Ελλάδα εμφανίστηκαν ήδη πριν το 1.000 π.Χ. (Λαμία, περίπου 865). Ο Μάζαρις (βυζαντινός συγγραφέας, αγνώστου ονόματος), στο έργο του «Επιδημία Μάζαρι εν Άδου», που γράφτηκε γύρω στο 1415, ανάμεσα στους ξένους πάροικους της Πελοποννήσου, αναφέρει και ορισμένους «Αιγύπτιους». Ο Παπαρρηγόπουλος, μεταφράζει τη λέξη «Αιγύπτιοι» ως «Αθίγγανοι». Ο Παύλος Καρολίδης, χαρακτηρίζει εσφαλμένη την άποψη του Παπαρρηγόπουλου και γράφει ότι «ο ενταύθα μνημονευόμενος λαός (οι Αιγύπτιοι του Μάζαρι) είναι οι γερμανιστί Ziguener…Παρ’ ημίν το σύνηθες όνομα της φυλής ταύτης είναι Γύφτος (εκ του Αιγύπτιος) και Κατσίβελος».
Ο Simonis Simonis (Σίμων Συμεώνις) κάνει λόγο για ύπαρξη τσιγγάνων στην Κύπρο (Simonis Simonis, «Itinerarium ad Terram Sanctam» A. D. 1322). Κάποιοι όμως αμφισβητούν αυτό το γεγονός και πιστεύουν ότι πρόκειται για τους τσιγγάνους της Κρήτης. Την παρουσία τους στο Ηράκλειο, βεβαιώνει ο Σεμπάστιαν Φραγκ το 1541. Στο τέλος του 15ου αιώνα, ο Άρνολντ φον Χαρφ, κάνει μνεία για εγκατάσταση τσιγγάνων στον Ζυγό της Μάνης. Κατά το τέλος του 15ου αιώνα, ο Γερμανός προσκυνητής των Αγίων Τόπων Άρνολντ φον Χαρφ, περνώντας από τη Μεθώνη, σημειώνει ότι εκεί κατοικούσαν περίπου 300 οικογένειες «πτωχοί, γυμνοί άνθρωποι σε καλαμοσκέπαστα καλύβια που ονομάζονται Suyginer, αυτοί που εμείς τους λέμε εθνικούς Αιγυπτίους».
Στην Αθήνα, τα λεγόμενα «Γύφτικα», βρίσκονταν στη βορειοδυτική πλευρά της πόλης, δεξιά κι αριστερά από τον δρόμο που ερχόταν από την Ελευσίνα και την Πελοπόννησο. Ο δρόμος αυτός, συνέχεια του οποίου έξω από το τείχος ήταν η Ιερά Οδός, υπάρχει στην Αθήνα (του 1954 τουλάχιστον, κατά τον Κ. Μπίρη) με 4 ονόματα στη σειρά: Ηφαίστου, Άστιγγος, Λεωκορίου και Τουρναβίτου. Στη θέση του τελευταίου «κομματιού», είχε το τείχος του Χασεκή την «Πόρτα του Μοριά ή Γύφτικη ή των Γύφτων».
Οι Ρομά, είχαν καταλάβει το ακραίο κομμάτι του δρόμου, γύρω από την εκκλησία των Αγίων Ασωμάτων. Κατά τον Κ. Μπίρη, εκεί ήταν «η πιο χαμηλή και η πιο περιφρονημένη άκρη της πόλεως, όπου έτρεχαν και λίμναζαν τα βρομονέρια όλων των δρόμων».
Όλοι οι Ρομά της προεπαναστατικής Αθήνας, ήταν μωαμεθανοί και έφυγαν αμέσως μετά την απελευθέρωση μαζί με τους Τούρκους κατοίκους της πόλης. Οι ντόπιοι σιδεράδες, ανέλαβαν και τις δικές τους δουλειές, ενώ στη συνοικία τους εγκαταστάθηκαν Εβραίοι που ακριβώς τότε (μετά την Επανάσταση του 1821 δηλαδή), φαίνεται ότι πρωτοεμφανίστηκαν στην Αθήνα.
Ο Παναγής Σκουζές άλλωστε, στα «Απομνημονεύματά» του, δεν αναφέρεται καθόλου σε Εβραίους. Γράφει όμως τα εξής: «Ήτον και 25 οικογένειες Τουρκόγυφτοι, σιδηρουργοί όλοι. Ομοίως ήτον 30 οικογένειες Αιθίοπες (εννοεί επίσης Ρομά), έκαμναν ψάθες και σκούπες βούρλινες»
Σε άλλο χειρόγραφό του διαβάζουμε: «Η τέταρτη (ενν. πόρτα), η Γύφτικη, προς μαΐσιρον (Βορειοδυτικά) εις την Σταχτοθήκην πλησίον. Ήταν και οι Γύφτοι σιδηρουργοί πλησίον».
Στη βιβλιογραφία που χρησιμοποιήσαμε, υπάρχουν πάρα πολλά στοιχεία για παραβατικές συμπεριφορές των Ρομά κατά το παρελθόν. Δεν θεωρούμε σκόπιμο να επεκταθούμε. Θα αναφέρουμε μόνο δύο περιστατικά, από το βιβλίο του Κ. Μπίρη.
Το Νοέμβριο του 1951, στην εκκλησία της Αγίας Δύναμης στην Αθήνα, μια Τσιγγάνα (όπως γράφει), ζήτησε από την εκκλησάρισσα (νεωκόρο), να τη φιλοξενήσει τη νύχτα στο κελί της. Η «αγαθή γερόντισσα» δέχτηκε. Ωστόσο, η «Τσιγγάνα», την χτύπησε με ένα μπουκάλι στο κεφάλι, με σκοπό να κλέψει τα αφιερώματα του ναού. Η εκκλησάρισσα ευτυχώς έζησε, η δε «Τσιγγάνα» παρέμεινε ασύλληπτη.
Αναφέρουμε τέλος, ένα πρωτοφανές για τα ελληνικά χρονικά έγκλημα που έγινε πριν από 150 και πλέον χρόνια στην Εύβοια. Ο Γιάννης Βλαχογιάννης, άκουσε γι’ αυτό σε κάποια διάλεξη στον «Παρνασσό» το 1917. Αναζήτησε στοιχεία και βρήκε σχετική ανταπόκριση στην «Εφημερίδα του Λαού» της Λαμίας, της 22ας Ιουνίου 1864. Στις 29 Νοεμβρίου 1931, έγραψε επιφυλλίδα για το θέμα αυτό στην «Πρωία».
Συνοπτικά, αναφέρει τα εξής: Τον Ιούνιο του 1864, δικάστηκε στη Χαλκίδα ένας τσιγγάνος γιατί με κάποιον άλλο, άγνωστο, έστησαν καρτέρι στον δρόμο έξω από την Κύμη στη θέση Πλάτανος. Έπιασαν ένα νεαρό, τον έδεσαν σ’ ένα δέντρο, του άνοιξαν με μαχαίρι την κοιλιά και του πήραν το λεγόμενο «βασιλικό ξίγκι». Ο νεαρός ούρλιαζε από τους πόνους και σπαρταρούσε τόσο, ώστε τα πόδια του άνοιξαν λάκκο στο χώμα! Στη συνέχεια έφυγαν, αφήνοντάς τον ζωντανό. Τη μακάβρια λεία τους, την πήγαν σ’ ένα κεράδικο στη Χαλκίδα, ζητώντας να του φτιάξουν με το περιτόναιο μια λαμπάδα! Πίστευαν, ότι υπήρχε θησαυρός κρυμμένος στο κάστρο της Χαλκίδας και ότι θα μπορούσαν να τον βρουν, αν έψαχναν νύχτα, με το φως κεριού, φτιαγμένου από το περιτόναιο ανθρώπου.
Φρικιαστικό πραγματικά το έγκλημα αυτό, ο ένας από τους δράστες του οποίου συνελήφθη και καταδικάστηκε σε θάνατο. Ανεβαίνοντας στο ικρίωμα, στον Ανεμόμυλο της Χαλκίδας, γελούσε. Όταν τον ρώτησε απορημένος ο δήμιος γιατί γελά, του απάντησε ότι ανάμεσα σ’ αυτούς που είχαν συγκεντρωθεί για να δουν την εκτέλεσή του, είδε και τον συνεργό του τον οποίο όμως δεν αποκάλυψε ποτέ.
Οι Ρομά στην Ελλάδα σήμερα
Είναι γεγονός, ότι τα τελευταία χρόνια, έχουν γίνει προσπάθειες για ένταξη των Ρομά στο κοινωνικό σύνολο, έχουν διατεθεί πολλά χρήματα για την εκπαίδευσή τους και τη βελτίωση των συνθηκών της ζωής τους.
Με την έκδοση της Κοινοτικής Οδηγίας 2000/43/ΕΚ περί εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχείρισης προσώπων ασχέτως φυλετικής και εθνικής καταγωγής, ολοκληρώθηκαν οι δράσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς την κατεύθυνση αυτή.
Οι Ρομά στη χώρα μας σήμερα, υπολογίζεται ότι είναι περίπου 120.000 – 150.000 (υπολογισμοί της Πολιτείας). Βέβαια, σύμφωνα με τη Βικιπαίδεια στη Συνομοσπονδία των Ελλήνων Ρομά, είναι εγγεγραμμένα κάπου 300.000 μέλη!
Μάλλον, η χαώδης διαφορά των δύο αριθμών που αναφέραμε παραπάνω, είναι ένα ακόμα μυστήριο, από τα πάμπολλα που «δημιούργησαν» οι συμπαθείς Ρομά, με τον ερχομό τους και την εξάπλωσή τους στην Ευρώπη και τα οποία απασχόλησαν πολλούς και σπουδαίους επιστήμονες…