Με διάφορες χώρες να εξετάζουν στρατηγικές επανεκκίνησης της οικονομικής και κοινωνικής ζωής νέες αντιπαραθέσεις προκύπτουν.
Στην εβδομάδα που διανύουμε στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες μπορείς επιτέλους να κουρευτείς, αλλά το πόσο θα περιμένεις για να επισκεφτείς ένα εστιατόριο ποικίλει ανάλογα με τη χώρα. Στις περισσότερες μπορείς να επισκεφτείς ένα βιβλιοπωλείο, όμως αρκετά άλλα καταστήματα παραμένουν κλειστά. Τα σχολεία ανοίγουν με αρκετά διαφορετικούς ρυθμούς, αν και οι μάσκες σε κλειστούς δημόσιους χώρους και μέσα μαζικής μεταφοράς θα αποτελούν για ένα διάστημα στοιχείο της ευρωπαϊκής καθημερινότητας.
Σε άλλες χώρες, όπως η Μεγάλη Βρετανία η συζήτηση για τους όρους σταδιακής επανεκκίνησης ακόμη συνεχίζεται, ενώ στις ΗΠΑ έχουμε τη μεγάλη αντιπαράθεση, με τον Ντόναλντ Τραμπ να δέχεται κριτική για την επιμονή του να υπάρξει σχετικά γρήγορη άρση των περιοριστικών μέτρων.
Δείτε επίσης: Ιταλία και Γαλλία ρίχνουν πολλά λεφτά για να σώσουν τουλάχιστον τον εσωτερικό τουρισμό
Την ίδια ώρα ανοιχτά παραμένουν ζητήματα που αφορούν τα ταξίδια, με τις περισσότερες χώρες να διατηρούν περιορισμούς, ή την επανεκκίνηση της τουριστικής βιομηχανίας.
Και βέβαια υπάρχει η ανοιχτή συζήτηση πάνω στο ποιο είναι το σχέδιο για μετά την όποια τωρινή χαλάρωση και κυρίως το ενδεχόμενο ενός νέου κύματος.
Πάνω σε όλα αυτά εμφανίζονται και πλήθος κοινωνικές και πολιτικές αντιπαραθέσεις.
Η οικονομία πάνω από όλα;
Τόσο στις ΗΠΑ όσο και στη Μεγάλη Βρετανία η μεγάλη αντιπαράθεση αφορά το εάν πρέπει να προκριθεί η επανεκκίνηση της οικονομίας και ο περιορισμός των επιπτώσεων της οικονομικής κρίσης ή εάν πρέπει να προκριθεί η συνέχιση των περιοριστικών μέτρων για να σωθούν ζωές.
Και στις δύο χώρες εντοπίζουμε δύο ανάλογα φαινόμενα. Ένα υψηλότερο ποσοστό θυμάτων σε ανθρώπους ηλικίας κάτω των 65, οι οποίοι προέρχονταν από σχετικά φτωχότερα κοινωνικά στρώματα και μειονότητες (μαύροι και ισπανόφωνοι στις ΗΠΑ, μαύροι και ασιατικής καταγωγής στη Μεγάλη Βρετανία).
Η αυξημένη θνησιμότητα σε τέτοιες κατηγορίες δεν έχει να κάνει μόνο με αυξημένη συχνότητα υποκείμενων προβλημάτων υγείας (ιδίως στις ΗΠΑ αυτό έχει να κάνει και με την μη πρόσβαση εκατομμυρίων ανθρώπων σε υπηρεσίες υγείας), αλλά και με το γεγονός ότι αυτές οι κοινωνικές κατηγορίες είναι πολύ πιο πιθανό να ζουν σε χειρότερες συνθήκες και το κυριότερο να ανήκουν σε κατηγορίες εργαζομένων «πρώτης γραμμής», στις εφοδιαστικές αλυσίδες, στην καθαριότητα, στις μεταφορές, στις υπηρεσίες φροντίδας και άρα να εκτίθενται πολύ περισσότερο στον κίνδυνο να νοσήσουν.
Δεν είναι τυχαίο ότι στις ΗΠΑ πέραν των γηροκομείων, που όπως και σε άλλες χώρες αποδείχτηκαν χώροι πολύ μεγάλης διασποράς και πολύ υψηλού ποσοστού θυμάτων, αποδείχτηκε ότι χώροι με μεγάλες συγκεντρώσεις κρουσμάτων ήταν και εργοστάσια στον κλάδο της επεξεργασίας κρέατος όπου οι συνθήκες μεγάλου συγχρωτισμού και η μη έγκαιρη λήψη μέτρων προφύλαξης οδήγησαν σε μεγάλο ποσοστό νόσησης. Στις ΗΠΑ έως και 10.000 επιβεβαιωμένα κρούσματα COVID-19 συνδέονται με τη βιομηχανία του κρέατος, μια βιομηχανία που σε μεγάλο βαθμό στηρίχτηκε στη μεταναστευτική εργασία για να μειώσει το κόστος παραγωγής της.
Με βάση αυτά τα παραδείγματα και στη Βρετανία αλλά και στις ΗΠΑ υπάρχουν μεγάλες αντιδράσεις από εργατικά συνδικάτα και άλλους μαζικούς φορείς που υποστηρίζουν ότι μια γρήγορη επανεκκίνηση της οικονομίας απλώς θα οδηγήσει σε αύξηση των κρουσμάτων και των θυμάτων και ισοδυναμεί με αντιμετώπιση των πιο ευάλωτων τμημάτων του εργατικού δυναμικού ως αναλώσιμων.
Το ερώτημα για τα μαζικά τεστ
Ένα άλλο σημείο αντιπαράθεσης είναι αυτό που αφορά τα μαζικά τεστ. Τόσο στις ΗΠΑ όσο και σε άλλες χώρες δεν είναι λίγοι εκείνοι που υποστηρίζουν ότι δεν έχει νόημα η επανεκκίνηση εάν δεν εξασφαλιστεί ένας μηχανισμός μαζικών τεστ, ώστε να μπορεί όχι μόνο να παρακολουθείται η επέκταση της πανδημίας αλλά και να μπορεί να δοκιμάζεται μια τακτική ελέγχου, εντοπισμού, ιχνηλάτησης επαφών και εφαρμογής μέτρων απομόνωσης των κρουσμάτων, ακόμη και τυχόν ασυμπτωματικών, ώστε να αποφεύγεται η μεγάλη εκ νέου διασπορά στην κοινότητα και η ανάγκη καταφυγής σε μέτρα καθολικού lockdown.
Χαρακτηριστικό είναι ένα σχέδιο ανθεκτικότητας στην πανδημία που έδωσε στη δημοσιότητα τον Απρίλιο το Κέντρο Ηθικής Edmond J. Safra του Πανεπιστημίου του Harvard σε συνεργασία με το Ίδρυμα Ροκφέλερ που ακριβώς είχε προτείνει να εξασφαλιστεί η δυνατότητα καθημερινού ελέγχου πολύ μεγάλου μέρους του πληθυσμού (έως και 6% την ημέρα) με σκοπό να υπάρχουν πρακτικές στοχευμένης απομόνωσης και όχι καθολικών lockdown. Για τους συντάκτες του σχεδίου είναι προτιμότερο να αναληφθεί τώρα το κόστος αυτής της στρατηγικής παρά να υπάρχει μια διαρκής αιμορραγία 100-350 δισεκατομμυρίων δολαρίων κάθε μήνα.
Όταν οι κοινωνίες δεν είναι έτοιμες να «βγουν από το σπίτι»
Παρότι οι κυβερνήσεις προσπαθούν να παρουσιάσουν ένα σχέδιο εξόδου από τον εγκλεισμό, δεν συναντούν παντού την ίδια αποδοχή. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η Βρετανία.
Ο Βρετανός πρωθυπουργός, έχοντας ο ίδιος άμεση εμπειρία του κορονοϊού, προσπάθησε να παρουσιάσει ένα σχέδιο για σταδιακή έξοδο έχοντας στο νου του και το κόστος για την οικονομία. Όμως, σε αντίθεση με άλλες χώρες η κοινή γνώμη δείχνει να είναι μάλλον επιφυλακτική έως εχθρική σε αυτή την κατεύθυνση.
Ο λόγος είναι ότι παρότι η Βρετανία εφάρμοσε τελικά ένα σχετικά αυστηρό λοκντάουν, το γεγονός ότι αρχικά υπήρξε ταλάντευση ως προς την αντιμετώπιση εμπέδωσε στην κοινή γνώμη την αντίληψη ότι η κυβέρνηση αρχικά είχε μια στρατηγική που θα εξέθετε τον πληθυσμό σε κίνδυνο και αυτό τώρα γεννά μια σχεδόν πλειοψηφική υποστήριξη της συνέχισης των περιοριστικών μέτρων.
Το ανοιχτό ερώτημα για το δεύτερο κύμα
Όλα αυτά σχετίζονται και με την αγωνία για το εάν θα υπάρξει ή όχι ένα δεύτερο κύμα της πανδημίας μετά την όποια τωρινή χαλάρωση. Οι περισσότερες ενδείξεις, αλλά και η εμπειρία από προηγούμενες πανδημίες γρίπης συγκλίνουν στο ότι ο ιός θα είναι μαζί μας για αρκετό καιρό, την ώρα που το εμβόλιο θα πάρει κάποιο καιρό μέχρι να είναι έτοιμο.
Αυτό γεννά το ερώτημα εάν για τους επόμενους μήνες τα πράγματα θα είναι μια εναλλαγή ανάμεσα σε περιόδους χαλάρωσης και περιόδους νέων περιορισμών λιγότερο ή περισσότερο αυστηρών.
Την ίδια ώρα θα οξύνεται και η αντιπαράθεση για το πώς θα επιμεριστεί το κοινωνικό κόστος των μέτρων, τόσο της ύφεσης όσο και της εκτίναξης της ανεργίας, με όλα τα κοινωνικά αποδιαρθρωτικά αποτελέσματα που αυτή επιφέρει, την ίδια ώρα που ζητήματα όπως η ασφάλεια των εργαζομένων σε κλάδους πρώτης γραμμής διαρκώς θα επανέρχεται ως κομβικό επίδικο.
Η κρίση νομιμοποίησης και η αγωνία για την επόμενη μέρα
Οι περισσότερες κυβερνήσεις πήραν μέτρα πρωτόγνωρα ως προς την απόκλιση από την «κανονικότητα» με βασικό κριτήριο πέραν όλων των όλων και το φόβο για μια κατακλυσμιαία κρίση νομιμοποίησης σε περίπτωση που φαίνονταν ότι δεν παίρνουν επαρκή μέτρα.
Αυτό επέτρεψε μια σχετική σταθερότητα, απέτρεψε τον κίνδυνο προς το παρόν ο συνδυασμός υγειονομικής και κοινωνικής κρίσης να οδηγήσει και σε βαθιά πολιτική κρίση και σε πρώτη φάση κατοχύρωσε τον ηγετικό ρόλο πολιτικών όπως ο Εμανουέλ Μακρόν, η Άνγκελα Μέρκελ ή ο Κυριάκος Μητσοτάκης (όπως και δοκίμασε την εικόνα του Μπορίς Τζόνσον και υπονόμευσε την εικόνα του Ντόναλντ Τραμπ).
Ωστόσο στην επόμενη μέρα και με την υπαρκτή αβεβαιότητα και για την εξέλιξη της πανδημίας και για τις επιπτώσεις από την οικονομική κρίση, αυτή η ικανότητα πολιτικής ηγεσίας θα δοκιμαστεί σκληρά.