Ο τέως βουλευτής Δωδεκανήσου Δημήτρης Γάκης, σε συνέντευξή του στο Αιγαίο TV δήλωσε:
Για την Προοδευτική Συμμαχία και τη σχέση της με τη ριζοσπαστική Αριστερά:
Το ΠΑΣΟΚ ρίζωσε σε μια περίοδο όπου οι συνθήκες ήταν κατάλληλες γι’ αυτό. Είχε βέβαια και έναν μεγάλο ηγέτη, που συνετέλεσε στο να το καταφέρει. Υπάρχουν ακόμη άνθρωποι, που εμπνέονται από ιδέες εκείνης της εποχής. Το διαπιστώσαμε στην πρόσφατη εκδήλωση παρουσίασης του βιβλίου του πρώην νομάρχη και βουλευτή του ΠΑΣΟΚ Γιάννη Παρασκευά με τίτλο «Τληπόλεμος Ροδίων αρχηγέτης», όπου πρώην στελέχη του ΠΑΣΟΚ εκφράστηκαν με πάθος για τα επιτεύγματα και την ιδεολογία εκείνης της περιόδου. Είναι, πάντως, όπως και να έχει,θέματα που έχουν ενδιαφέρον και για μας τους αριστερούς.
Οι κεντρώες δυνάμεις ήταν, άλλωστε, παραδοσιακά στη Χώρα μας η μεγάλη δύναμη που καθόριζε τα πράγματα και αργότερα, ο σοσιαλιστικός χώρος, που εκπροσωπούνταν από το ΠΑΣΟΚ, πήρε αυτή τη θέση. Μια σύγχρονη Αριστερά δεν πρέπει να είναι ξεκομμένη από αυτές τις δυνάμεις. Πρέπει λοιπόν να υπάρξει μια όσμωση της ριζοσπαστικής Αριστεράς με τις σοσιαλιστικές δυνάμεις και τον προοδευτικό Δημοκρατικό χώρο, που είναι μεγάλος. Σε όλες τις συγκεντρώσεις που έγιναν, και εδώ στα Δωδεκάνησα, ήταν πολύ δυναμική η συμμετοχή και η διάθεση του κόσμου να στηρίξει αυτήν την προσπάθεια.
Μια πανελλαδική προσπάθεια-εξόρμηση έχει στόχο να συσπειρωθούν αυτές οι δυνάμεις και να εγγραφούν νέα μέλη, έτσι ώστε να υπάρξει μια αντιστοίχιση των οργανωμένων δυνάμεων του ΣΥΡΙΖΑ με την κοινωνική του απεύθυνση. Θα γίνει πιθανόν λίγο πριν το Συνέδριο. Κυρίως, η προσέγγιση δεν πρέπει να παραμείνει στο επίπεδο των ατόμων αλλά κυρίως πρέπει να γίνει σε επίπεδο πολιτικής, ιδεολογίας και στρατηγικής.
Για το προσφυγικό-μεταναστευτικό:
Το προσφυγικό είναι ένα μεγάλο πρόβλημα και αποτελεί επιπολαιότητα να λέει κανείς ότι ανακάλυψε τη λύση. Η αντιμετώπισή του πρέπει να κινείται σε δύο επίπεδα. Αφενός, αντιμετώπιση του ζητήματος μέχρι την είσοδο των προσφύγων-μεταναστών και αφετέρου απάντηση στο τι κάνουμε αφού μπουν και μετά. Το πρώτο έχει να κάνει με την καλύτερη φύλαξη των συνόρων. Αποδεικνύεται, ΔΥΣΤΥΧΩΣ, ότι η φύλαξη των θαλάσσιων συνόρων είναι μια ιδιαίτερα δύσκολη υπόθεση. Όταν το λέγαμε τότε, πολλοί – ανάμεσά τους και τοπικοί παράγοντες – μας λοιδορούσαν ότι δεν θέλουμε να φυλάμε τα σύνορα. Σήμερα όμως οι ροές έχουν τριπλασιαστεί, πράγμα που αποδεικνύει ότι τα σύνορα φυλάσσονται πλημμελώς σε σχέση με ό, τι συνέβαινε επί κυβερνήσεως ΣΥΡΙΖΑ.
Από την άλλη διαφωνούμε με τις κλειστές δομές, γιατί αυτό σημαίνει ότι έχεις φυλακισμένους ανθρώπους που δεν ξέρουν αν θα πρέπει να φύγουν ή όχι. Είναι όχι μόνο αντι–ανθρωπιστικό αλλά αντίθετο με το διεθνές δίκαιο κάτι τέτοιο. Το πρόβλημα είναιτεράστιο και γι’ αυτό η «εργαλειοποίησή» του από τον Ερντογάν είναι το μεγάλο του όπλο με το οποίο απειλεί όχι μόνο την Ελλάδα αλλά και όλη την Ευρώπη. Το πρόβλημα είναι ότι η Ε.Ε. δεν είναι συνεπής στην αποτελεσματική διαχείριση του προσφυγικού. Με μια κοντόφθαλμη οπτική, προσπαθεί να δημιουργήσει φραγμούς, μέχρι να φτάσει το πρόβλημα στην πόρτα της. Εφόσον τα σύνορα της Χώρας μας με τους βόρειους γείτονες έχουν κλείσει, όποιος εισέλθει εγκλωβίζεται εδώ, ή θα ακολουθήσει τους παράνομους και πανάκριβουςδρόμους εκμεταλλεύονται και ελέγχουν οι διακινητές. Πρέπει λοιπόν να βρεθεί ένας τρόπος να ισορροπήσει το όλο πρόβλημα. Όλοι έχουν καταλάβει ότι η αντιμετώπιση του προσφυγικού από την παρούσα κυβέρνηση (με την κατάργηση του Υπουργείου Μεταναστευτικής Πολιτικής, που τώρα επανιδρύει) ήταν εξαρχής λάθος. Τα λάθη όμως στην πολιτική κοστίζουν. Και αυτό φαίνεται από την εικόνα που βλέπουμε στα τρία μεγάλα ελληνικά νησιά, Χίο, Σάμο, Λέσβο. Είναι χαρακτηριστικό ότι το hot spot στην Κω πέρυσι τέτοια εποχή φιλοξενούσε γύρω στα 780 άτομα και φέτος είναι 3.800. Η αύξηση του αριθμού εισόδου είναι τεράστια και αντιμετωπίζεται με τις ήδη υπάρχουσες δομές. Δεν μπορείς να δαιμονοποιείς το πρόβλημα. Κάποια στιγμή την πολιτική εκμετάλλευση θα την βρεις μπροστά σου, όπως συμβαίνει τώρα.
Για τον εκλογικό νόμο:
Αρχή μας είναι ότι θα πρέπει να σεβόμαστε τη θέληση του Ελληνικού λαού. Στη συνέχεια όμως, θα πρέπει οι ίδιοι οι αντιπρόσωποι να ασχοληθούν με την αναζήτηση συγκλίσεων σε προγράμματα και πολιτικές, έτσι ώστε να δημιουργηθεί μια κυβέρνηση που θα έχει την εμπιστοσύνη της Ελληνικής Βουλής. Άρα ο εκλογικός νόμος πρέπει να είναι η απλή αναλογική, για να μπορεί να εκπροσωπείται η λαϊκή βούληση. Αλλά από εκεί και μετά αυτό δεν θα πρέπει να αποτελεί ανασταλτικό παράγοντα στη δημιουργία συνεργασιών και σύνθεσης απόψεων, που θα δώσει λύσεις στην Κυβέρνηση της Χώρας. Την περίοδο ’12-’16, κυβερνήσεις πολυκομματικές δημιούργησαν μια κουλτούρα συνεργασιών. Το εκλογικό σύστημα, αντίθετα, που εισηγείται η σημερινή κυβέρνηση είναι ένας εκτρωματικός εκλογικός νόμος και περιλαμβάνει μιαδιάταξη η οποία είναι εξωφρενική και όλοι συμφωνούν σε αυτό: Την άρνηση να δώσει το εκλογικό bonus σε συνασπισμό κομμάτων. Αυτό είναι ένα πλήγμα όχι μόνο στη δημιουργία συμμαχικών αλλά και εν γένει ισχυρών και σταθερώνκυβερνήσεων. Το πόσο αντιδημοκρατικό είναι το μέτρο αυτό μπορεί να φανεί αν αναλογιστούμε ότι ένα κόμμα με 30% μπορεί να σχηματίσει κυβέρνηση, κόντρα σε ένα συνεργαζόμενο συνασπισμό κομμάτων, που συγκεντρώνει το 60%. Είναι αντισυνταγματικό μέτρο και θα εκπέσει.
Για την Παιδεία:
Στο θέμα των κολλεγίων, ο ΣΥΡΙΖΑ κατέθεσε πρόταση αντισυνταγματικότητας και ζήτησε ονομαστική ψηφοφορία. Η πολιτική της κυβέρνησης είναι μια τεράστια προσβολή προς τη διαδικασία της Εκπαίδευσης συνολικά. Γιατί αφενός, ισχυρίζεται ότι θα επαναφέρει τη βάση του «10» και από την άλλη, δίνει τη δυνατότητα στα ιδιωτικά κολλέγια, τα οποία δεν έχουν καμιά διαδικασία επιλογής των σπουδαστών τους, να μπορούν οι απόφοιτοί τους να διορίζονται ως εκπαιδευτικοί. Αυτό δεν αφορά μόνο τις επαγγελματικές τάξεις/ακαδημαϊκή κοινότητα που θίγονται (εκπαιδευτικοί-φοιτητές). Αφορά όλες τις ελληνικές οικογένειες, όλους εκείνους που με κόπους και θυσίες μόρφωσαν τα παιδιά τους και πληροφορούνται τώρα ότι θα μπορούσαν να έχουν έναν ισότιμο τίτλο σπουδών μέσα από ιδιωτικά κολλέγια. Είναι κατάργηση από την πίσω πόρτα του «άρθρου 16», γιατί η ΝΔ έχει βάλει σκοπό της να δώσει τη δυνατότητα να σπουδάσουν όσοι έχουν την οικονομικήδυνατότητα και να την στερήσει από τους πιο αδύναμους οικονομικά. Τόσο η ΕΕ όσο και το ΔΙΚΑΤΣΑ έχουν χαρακτηρίσει παράνομη αυτήν τη διαδικασία και η υπουργός δεν μιλάει για να υπερασπιστεί την τροπολογία που καταθέτει στη Βουλή.Γνωρίζω ότι δεν είναι εύκολο να διαφοροποιείται ένας βουλευτής από την πολιτική που υλοποιεί η Κυβέρνησή του. Είναι κατανοητό, γιατί πρέπει να σταθμίζει κάθε φορά ποιο είναι το μείζον και ποιο το έλασσον. Πιστεύω στ’ αλήθεια, ότι κανένας πανεπιστημιακός, δεν θα συμφωνούσε με μια τέτοια διάταξη.