Εδώ και περισσότερα από τρία χρόνια, η Ιρις Μαυράκη έχει αφιερωθεί στην αναζήτηση χαμένων αρχείων, την καταγραφή προφορικών μαρτυριών και την ανάδειξη
εγκαταλελειμμένων κτιρίων, σε μια προσπάθεια να αποκαταστήσει τις μνήμες του «χτικιού». Τα αποτελέσματα της έρευνάς της παρουσιάζονται στην έκθεση «Για την Ανάσα μου».
ΕΝΑ ΞΕΧΑΣΜΕΝΟ κεφάλαιο της νεότερης ιστορίας της Ρόδου, σημαδεμένο από το στίγμα της φυματίωσης ανασύρει στο φως μέσα από την έρευνά της μία Ροδίτισσα μουσικός που ζει και εργάζεται στην Αγγλία. Εδώ και περισσότερα από τρία χρόνια, η Ιρις Μαυράκη έχει αφιερωθεί στην αναζήτηση χαμένων αρχείων, την καταγραφή προφορικών μαρτυριών και την ανάδειξη εγκαταλελειμμένων κτιρίων, σε μια προσπάθεια να αποκαταστήσει τις μνήμες του «χτικιού». Από τις 24 Απριλίου έως τις 5 Μαΐου, η έκθεσή της «Για την Ανάσα μου» στο Μουσείο της Νεοελληνικής Τέχνης του Δήμου Ρόδου με φωτογραφίες από το Σανατόριο της Ελεούσας, θα ταξιδέψει τους επισκέπτες της σε ιστορίες που «γεννήθηκαν» μέσα στα ψυχρά δωμάτιά του, από το 1947 έως το 1970.
«Ως ερμηνεύτρια αυτό που πάντα με συγκλόνιζε ήταν η ανάσα μας: όταν μιλάμε, όταν τραγουδάμε, όταν μια ασθένεια επηρεάσει τη σημαντικότερη λειτουργία της ζωής μας, την αναπνοή μας, το οξυγόνο μας. Είναι η πρώτη λειτουργία μας όταν ερχόμαστε στη ζωή και η τελευταία όταν φεύγουμε από αυτήν», λέει η κ. Μαυράκη, καθώς εξηγεί πώς κατέληξε να επιλέξει τον τίτλο της έκθεσης.
ΕΝΑΣ «ΜΥΣΤΗΡΙΩΔΗΣ» ΘΑΝΑΤΟΣ
Η ίδια, αν και τα τελευταία δέκα χρόνια ζει στην Αγγλία, έχει «αφήσει» την καρδιά και το μυαλό της στο νησί, εκεί όπου πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της. Την περίοδο της πανδημίας, έχοντας απομονωθεί στο διαμέρισμά της, άρχισε να κάνει σκέψεις γύρω από τον «μυστηριώδη» θάνατο του παππού της για τον οποίο δεν ήθελε κανείς να συζητά στο σπίτι της, στη Ρόδο.

«Φαίνεται ότι ο παππούς πέθανε από φυματίωση» λέει και ανατρέχει στην περίοδο, όταν ξεκινούσε την έρευνά της. «Εχω μια ιδιαίτερη ευαισθησία σε ό,τι αφορά το “στίγμα” και την “περιθωριοποίηση” μεμονωμένων ανθρώπων ή ομάδων. Το βιβλίο της Βικτώριας Χίσλοπ “Το Νησί” μού θύμισε πως στο δικό μου νησί υπήρχε κάποτε ένα σανατόριο για τους φυματικούς. Από τη μία, τα ιταλικά κτίρια του Καμποκιάρο που έχουν όλα αφεθεί στη τύχη τους, ανάμεσά τους και το σανατόριο που λειτούργησε από το 1947 έως το 1970 μέσα στο παλιό Ιταλικό Σχολείο, και από την άλλη ένα κεφάλαιο άγνωστο για αυτό το μέρος, καλυμμένο από το στίγμα της φυματίωσης, σχεδόν αποσιωπημένο. Αυτά θέλησα να ξεδιπλώσω», αφηγείται η ίδια.
Νομίζω ότι άγγιξα ιστορίες βαθιά θαμμένες. Μια γνωστή μου αντέδρασε κλαίγοντας. Πέρασε περίπου ένας χρόνος για να αποφασίσει να μοιραστεί μαζί μου φωτογραφίες που βγήκαν από ένα σκονισμένο άλμπουμ.
Η πρόσβαση στις μαρτυρίες δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Η απόσταση δυσχέραινε την έρευνά της, η οποία χρειάστηκε να βασιστεί σε δεκάδες τηλεφωνικές επικοινωνίες και σε αναρίθμητες ώρες αναζήτησης στο διαδίκτυο. Επιπλέον, έπρεπε να αντιμετωπίσει το κλείσιμο του τηλεφώνου, καθώς από την άλλη πλευρά της γραμμής η φωνή ήταν συχνά επιφυλακτική.

Η Ιρις Μαυράκη, μουσικός και συγγραφέας, ανασύρει στο φως μέσα από την έρευνά της ένα ξεχασμένο κεφάλαιο της νεότερης ιστορίας της Ρόδου, σημαδεμένο από το στίγμα της φυματίωσης.
ΚΛΕΙΣΤΕΣ ΠΟΡΤΕΣ
«Εκανα αναρτήσεις σε σελίδες στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης στη Ρόδο και ευρύτερα στα Δωδεκάνησα, αλλά αρχικά λίγοι ανταποκρίνονταν. Νομίζω ότι άγγιξα ιστορίες βαθιά θαμμένες. Μια γνωστή μου αντέδρασε κλαίγοντας. Πέρασε περίπου ένας χρόνος για να αποφασίσει να μοιραστεί μαζί μου φωτογραφίες που βγήκαν από ένα σκονισμένο άλμπουμ», λέει η κ. Μαυράκη.
Παράλληλα, η έρευνα συνεχιζόταν κατά τις επισκέψεις της στην Ελλάδα. Στο τμήμα των Γενικών Αρχείων του Κράτους στη Ρόδο, κατάφερε να βρει κάποια λίγα αρχεία. Στο αντίστοιχο τμήμα στην Αθήνα δεν βρήκε τίποτα, ενώ εργαζόμενοι σε διάφορες υπηρεσίες του νησιού δήλωναν άγνοια.

«Οι περισσότεροι δεν ήξεραν και με παρέπεμπαν από τη μία υπηρεσία στην άλλη. Μέχρι στιγμής τα επίσημα έγγραφα δεν έχουν βρεθεί. Με πολύ διάβασμα μέσα από τα ψηφιοποιημένα αρχεία εφημερίδων της Δημόσιας Κεντρικής Βιβλιοθήκης Ρόδου, όπου δεν υπάρχει η δυνατότητα με τον τίτλο να βρεθεί αυτό που αναζητά κάποιος, έπρεπε να ψάχνω φύλλο φύλλο από το 1947 έως το1970 σε πολλές τοπικές εφημερίδες, σχεδόν στα τυφλά. Φίλοι με βοήθησαν στέλνοντας αποκόμματα από παλιές εφημερίδες. Υπήρξαν, όμως, πολλές δυσκολίες και κλειστές πόρτες», τονίζει η κ. Μαυράκη.

ΜΙΚΡΟΚΟΣΜΟΣ
Το βιβλίο της για το Σανατόριο της Ελεούσας «Το χτικιό» που κυκλοφόρησε το περασμένο καλοκαίρι, φιλοξένησε μερικές από τις πιο δυνατές ιστορίες που τής αφηγήθηκαν συγγενείς των φυματικών, ενώ η έκθεση μνήμης στη Ρόδο αποτελεί τη συνέχιση της προσπάθειάς της να αναδείξει αυτό το κομμάτι της ιστορίας που θεωρεί πως δεν πρέπει να μένει άλλο στο σκοτάδι.
Ηταν τα ειδύλλια και οι γάμοι μεταξύ ασθενών και νοσοκόμων. Εφευγαν από νησιά ολόκληρες οικογένειες όταν κάποιος δικός τους αρρώσταινε και έβρισκαν δουλειά μέσα στο σανατόριο. Μαρτυρίες πως όταν κάποιος πέθαινε και δεν ήθελαν να φανερωθεί το όνομά του, τότε μόνη συνοδεία ώς το νεκροταφείο στο δάσος, ήταν ένας ιερέας και δύο υπάλληλοι.
«Διάβαζα σχόλια και άρθρα για το “χωριό του θανάτου”. Ομως, συζητώντας με κατοίκους από τα γύρω χωριά διαπίστωσα ότι μπορεί να υπήρχε ο φόβος, αλλά υπήρχε και μια σχέση καθημερινής επαφής. Πολλοί εργάζονταν στο ίδρυμα και πουλούσαν γάλα, αυγά, λαχανικά, διάφορα προϊόντα. Υπήρχε ένας μικρόκοσμος μέσα στο Ιδρυμα, αλλά και γύρω από αυτό. Μου είχαν διηγηθεί πως πήγαινε φορητός κινηματογράφος εκεί και έκανε προβολές. Μπροστά κάθονταν οι εργαζόμενοι και πίσω οι ασθενείς. Πράγματι, βρήκα ένα σχετικό μικρό άρθρο σε εφημερίδα. Η εικόνα αυτή έμεινε πολύ έντονα στο μυαλό μου. Σαν να έβλεπα σκηνές από ταινία», περιγράφει η κ. Μαυράκη και αναφέρεται και σε κάποιες άλλες αφηγήσεις τις οποίες έχει ξεχωρίσει.

Η Ελένη Μιχελλή που γεννήθηκε στη Ρόδο το 1929 και μεγάλωσε στην Πάτμο, κατά τη διάρκεια της νοσηλείας της στο Σανατόριο της Ελεούσας στη Ρόδο, το 1952. Το 1951, έναν χρόνο μετά τη γέννηση του γιου της, αρρώστησε με φυματίωση και μεταφέρθηκε στο σανατόριο μακριά από το παιδί της. Νοσηλεύτηκε εκεί για τέσσερα χρόνια και αργότερα στο Σισμανόγλειο για περίπου έξι χρόνια. Κατάφερε να θεραπευτεί και να επιστρέψει στην Πάτμο. [Αρχείο: Ευθ. Χατζηκώστας – Ι. Μαυράκη]
«Ηταν τα ειδύλλια και οι γάμοι μεταξύ ασθενών και νοσοκόμων. Εφευγαν από νησιά ολόκληρες οικογένειες όταν κάποιος δικός τους αρρώσταινε και έβρισκαν δουλειά μέσα στο σανατόριο. Μαρτυρίες που έλεγαν πως όταν κάποιος πέθαινε αν ήταν από άλλα μέρη και δεν είχε συγγενείς ή δεν ήθελαν να φανερωθεί το όνομά του, τότε μόνη συνοδεία ώς το νεκροταφείο στο δάσος, ήταν ένας ιερέας και δύο υπάλληλοι. Ο διευθυντής ιατρός του σανατορίου Εμμανουήλ Κωσταρίδης ήταν η ψυχή του Ιδρύματος και πρόσωπο ιδιαίτερα αγαπητό που βοηθούσε κυρίως όσους είχαν και οικονομικές δυσκολίες. Στο σανατόριο πήγαιναν καλλιτέχνες κι έδιναν μικρές συναυλίες, ενώ ομογενείς έστελναν δωρεές από την Αυστραλία και την Αμερική. Διαπιστώνεται και η απέραντη φτώχεια και οι συνθήκες μετά τον πόλεμο, αλλά και πως το “χτικιό” θέριζε όσο ο κόσμος προσπαθούσε μετά την ενσωμάτωση της Δωδεκανήσου να σταθεί όρθιος».
ΤΕΚΜΗΡΙΑ
Η έκθεση που φιλοξενείται στη νέα πτέρυγα του Νεστορίδειου Μελάθρου, με δωρεάν είσοδο, περιλαμβάνει μερικά από τα βασικά αντικείμενα τα οποία διασώθηκαν, ως τεκμήρια μιας ολόκληρης εποχής.

Πτυελοδοχείο από τη συλλογή του Τ. Τριανταφύλλου: ένα από τα ελάχιστα αντικείμενα που διασώθηκαν από την περίοδο λειτουργίας του σανατορίου. [Αρχείο: Ι. Μαυράκη].
«Είναι ελάχιστα αυτά που σώθηκαν, δεν γνωρίζω γιατί και πώς. Ενας φίλος συλλέκτης βρήκε ένα παλιό τηλέφωνο, μια παλιά γραφομηχανή, σκεύη εμαγιέ, φάρμακα, σύριγγες γυάλινες. Κάποιοι μου έδωσαν έγγραφα ασθενών που βρέθηκαν πεταμένα σε ένα παλιό δημόσιο κτίριο και φωτογραφίες χωρίς ονόματα. Συγγενείς εργαζομένων ή ασθενών άρχισαν να μου στέλνουν φωτογραφίες. Μία κυρία μού έστειλε τη φωτογραφία από ένα “καρτούτσο”, δηλαδή ένα κανάτι, που το έχει κρατήσει μέχρι σήμερα. Οταν ήταν μικρή πήγαινε έξω από το Ιδρυμα και μ’ αυτό πούλαγε το γάλα, από τις αγελάδες που είχαν οι γονείς της. Ενα ζευγάρι μού έστειλε εικόνες απ’ τα κεντήματα που έκανε η γιαγιά του συζύγου όταν νοσηλεύτηκε εκεί», αναφέρει η κ. Μαυράκη.
Στα τέλη της δεκαετίες του ’60, σύμφωνα με την έρευνα της Ροδίτισσας μουσικού, σχεδιαζόταν να μεταφερθεί εκεί και ο μεγάλος Ελληνας μουσικοσυνθέτης Μίκης Θεοδωράκης.
Στο Σανατόριο της Ελεούσας νοσηλεύτηκαν και κάποιοι φυματικοί ασθενείς από το Ψυχιατρείο της Λέρου και της Θεσσαλονίκης, ενώ στα τέλη της δεκαετίες του ’60, σύμφωνα με την έρευνα της Ροδίτισσας μουσικού, σχεδιαζόταν να μεταφερθεί εκεί και ο μεγάλος Ελληνας μουσικοσυνθέτης Μίκης Θεοδωράκης.

«Υπήρξε το αίτημα του υπουργείου να διαμορφωθεί ο χώρος για να μεταφέρουν εκεί τον Μίκη Θεοδωράκη. Θεωρήθηκε ακατάλληλος χώρος και δεν προχώρησε η μεταφορά. Το 1969 ο Μίκης Θεοδωράκης βρέθηκε κρατούμενος από τη δικτατορία στις φυλακές Ωρωπού, οι οποίες είχαν μετατραπεί σε στρατόπεδο συγκέντρωσης αντιφρονούντων. Κατά την κράτησή του εκεί η υγεία του επιδεινώθηκε επικίνδυνα και η φυματίωση υποτροπίασε», αναφέρει η ίδια στο βιβλίο της.
ΤΟ ΞΕΧΑΣΜΕΝΟ ΚΟΙΜΗΤΗΡΙΟ
Ενα από τα βασικά σημεία της έρευνάς της ήταν να εντοπίσει τον χώρο ταφής των ανθρώπων που έφευγαν από τη ζωή κατά τη διάρκεια της νοσηλείας τους στο σανατόριο.
«Πολλοί έλεγαν ότι δεν υπήρχε κάτι τέτοιο, όμως ρωτώντας ανακάλυψα ότι υπήρχε ένα κοιμητήριο απομονωμένο μέσα στο δάσος. Σε συνεννόηση με την τοπική δημοτική κοινότητα Διμυλιάς Ελεούσας, τον Πολιτιστικό Σύλλογο Φουντουκλί, τον Ατρόμητο Διμυλιάς και άλλες ομάδες εθελοντών, οργανώθηκε ένας πρώτος καθαρισμός από τους θάμνους που είχαν φυτρώσει και έτσι αποκαλύφθηκαν τα μνήματα των λησμονημένων συνανθρώπων μας. Στις 24 Μαρτίου 2024, Παγκόσμια Ημέρα κατά της Φυματίωσης, έγινε για πρώτη φορά ένα τρισάγιο στο ξεχασμένο κοιμητήριο στη μνήμη τους, ανάμεσα στα δέντρα και τα πουλιά».

Το κοιμητήριο των λησμονημένων φυματικών στο δάσος της περιοχής. [Αρχείο Ι. Μαυράκη].
ΑΠΟ ΤΗ ΛΗΘΗ ΣΤΗ ΜΝΗΜΗ
Η προσπάθεια που κάνει σήμερα η κ. Μαυράκη είναι να αποκατασταθεί ο χώρος του κοιμητηρίου και να αναζητηθούν ονόματα φυματικών που ενδεχομένως να βρίσκονται εκεί. «Είμαι δημότης Ρόδου, μένω στην Αγγλία και θέλω να ακουστεί η φωνή μου για τα κτίρια, την ιστορία, τον πολιτισμό του τόπου μου. Τα κτίρια του Καμποκιάρο ανήκουν τα μισά στην ΕΤΑΔ και τα υπόλοιπα στο ΤΑΙΠΕΔ που σημαίνει ότι για να γίνει ένα μουσείο ή μόνιμος χώρος της έκθεσης πρέπει να υπάρξει ουσιαστικό ενδιαφέρον».
Η έκθεση μνήμης «Για την Ανάσα μου» αποτελεί έναν κρίκο, λέει η κ. Μαυράκη για τη μεταφορά της λήθης στη μνήμη. Και όχι μόνο. «Είναι η υπενθύμιση στην ίση μεταχείριση, στα ίδια δικαιώματα όλων των ανθρώπων, στην απάλειψη του αποκλεισμού και του στίγματος. Στην ελευθερία, στο δικαίωμα στον ήλιο και στον αέρα για όλους. Με σύμμαχο την επιστήμη και τον άνθρωπο».
