Σφοδρή αντίδραση των εκπαιδευτικών, οι οποίοι κήρυξαν αποχή από τη διαδικασία. Ποιες είναι οι συνέπειες παράβασης της νομοθεσίας.
Υποχρεωτική καθίσταται πλέον η αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου και των εκπαιδευτικών στην Ελλάδα. Αυτό ορίζει απόφαση της υπουργού Παιδείας Νίκης Κεραμέως, η οποία κοινοποιήθηκε στα σχολεία, προκαλώντας τις αντιδράσεις των συνδικαλιστών. Με την αξιολόγηση η ηγεσία του υπουργείου στοχεύει στην αποτίμηση του εκπαιδευτικού έργου, την ίδια στιγμή που ΟΛΜΕ και ΔΟΕ επιχειρούν, για πολιτικούς λόγους, να στήσουν για μία ακόμη φορά –συνέβη πέρυσι– χαρακώματα κατά της αξιολόγησης, κηρύσσοντας αποχή από τις διαδικασίες της. Ωστόσο, οι νομικές υπηρεσίες των ομοσπονδιών έχουν επισημάνει τις συνέπειες παράβασης της νομοθεσίας για τους εκπαιδευτικούς, αλλά και νομολογία που δίνει επιχειρήματα στις ομοσπονδίες.
Συγκεκριμένα, το άρθρο 56 του νόμου 4823/2021 ορίζει ότι «η παράλειψη στελέχους της εκπαίδευσης, εκπαιδευτικού ή μέλους Ειδικού Εκπαιδευτικού Προσωπικού (ΕΕΠ) και Ειδικού Βοηθητικού Προσωπικού (ΕΒΠ) να λάβει μέρος, να διευκολύνει ή να προβεί, ατομικώς ή συλλογικώς, ως μέλος του συλλόγου διδασκόντων ή ομάδων δράσεων σχολικών μονάδων και λοιπών εκπαιδευτικών ή υποστηρικτικών δομών, σε επιβαλλόμενη ή απλώς προβλεπόμενη από τον νόμο άσκηση αρμοδιότητας ή ενέργεια που αφορά τον προγραμματισμό, την αυτοαξιολόγηση ή εσωτερική και εξωτερική αξιολόγηση του έργου των σχολικών μονάδων και των ως άνω δομών ή σε οποιοδήποτε στάδιο της αξιολογικής διαδικασίας στελέχους της εκπαίδευσης ή εκπαιδευτικού και ιδίως η παραβίαση οιασδήποτε από τις υποχρεώσεις τους, όπως αυτές καθορίζονται στα άρθρα του νόμου 4547/2018 και του παρόντος περί αξιολόγησης των στελεχών της εκπαίδευσης, των εκπαιδευτικών, συνιστά ειδικό πειθαρχικό παράπτωμα, το οποίο τιμωρείται με τις πειθαρχικές ποινές του άρθρου 109 του Δημοσιοϋπαλληλικού Κώδικα». Οι ποινές είναι πρόστιμο ίσο με τον μισθό ενός μηνός, πάγωμα μισθολογικής εξέλιξης, καθαίρεση στελεχών και αποκλεισμός από θέσεις στελεχών για οκτώ χρόνια.
Από την άλλη, από τους οδηγούς αξιολόγησης που έχει στείλει το Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής (ΙΕΠ) στα σχολεία καταδεικνύεται ότι το βάρος δίνεται στο εκπαιδευτικό έργο, και δη στην τηλεκπαίδευση εν μέσω πανδημίας. Πώς οργανώθηκε και λειτούργησε η τηλεκπαίδευση; Ποια ήταν τα προβλήματα στο σχολείο και πώς αντιμετωπίστηκαν; Πώς επιχειρήθηκε να διασφαλιστεί η ενεργός συμμετοχή των μαθητών; Πρόκειται για ορισμένα από τα ερωτήματα στα οποία το ΙΕΠ ζητάει από τα σχολεία να απαντήσουν.
Την ίδια στιγμή, η αξιολόγηση των εκπαιδευτικών θεωρείται πολύ… light. Ενδεικτικά, κάθε εκπαιδευτικός θα αξιολογείται ατομικά σε 4βαθμη κλίμακα και θα χαρακτηρίζεται ως μη ικανοποιητικός, ικανοποιητικός, πολύ καλός, εξαιρετικός. Οι εκπαιδευτικοί που θα κρίνονται ως μη ικανοποιητικοί και ικανοποιητικοί θα οδηγούνται σε επιμόρφωση. «Γιατί να αντιδράσει κάποιος σε αυτά;», δήλωσε στην «Κ» έμπειρος συνδικαλιστής, εννοώντας ότι δεν υπάρχει ουσιαστικά «ποινή» για τους εκπαιδευτικούς που θα κριθούν μη ικανοποιητικοί. Το μόνο είναι πως θα υστερούν στη μοριοδότηση για διοικητικές θέσεις. Ο ίδιος πρόσθεσε πως δεν προβλέπεται ποσόστωση ανώτατης κατανομής των εκπαιδευτικών ανά αξιολογική κατηγορία. «Ολοι θα μπορούν να κριθούν πολύ καλοί ή εξαιρετικοί, δεν υπάρχει όριο» δήλωσε ο συνδικαλιστής, που έχει μακρά θητεία στις τάξεις του ΠΑΣΟΚ και θεωρεί τις ρυθμίσεις «απόλυτα εφαρμόσιμες».
Βεβαίως, οι εκπαιδευτικές ομοσπονδίες αντιδρούν στην αξιολόγηση, όπως συνέβη και κατά το προηγούμενο σχολικό έτος. «Το υπουργείο Παιδείας και η κυβέρνηση με τυφλή εμμονή, δίχως να λαμβάνουν υπόψη το 95% των εκπαιδευτικών οι οποίοι ακύρωσαν με τη συμμετοχή τους στην απεργία – αποχή που κήρυξε το Δ.Σ. της ΔΟΕ την απόπειρα επιβολής της υπουργικής απόφασης για την εσωτερική και εξωτερική αξιολόγηση των σχολικών μονάδων ως προς το εκπαιδευτικό τους έργο τον Φεβρουάριο του 2021, προχώρησαν στην ψήφιση του ν. 4823/21 (σε συνέχεια και ολοκλήρωση του καταδικασμένου από την εκπαιδευτική κοινότητα ν.4692/2020) και (προ ημερών) στην έκδοση της σχετικής υπουργικής απόφασης» λέει η ΔΟΕ. Ανάλογη είναι η θέση της ΟΛΜΕ.
Στο ίδιο πλαίσιο χθες, ο τομεάρχης Παιδείας του ΣΥΡΙΖΑ και πρώην υπουργός Παιδείας Νίκος Φίλης δήλωσε ότι «ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ στηρίζει απερίφραστα τον αγώνα των εκπαιδευτικών για ένα ποιοτικό, συμπεριληπτικό, δημόσιο και δωρεάν σχολείο για όλα τα παιδιά και δεσμεύεται ότι θα καταργήσει τις διατάξεις των νόμων 4692/2020 και 4823/2021, αποκαθιστώντας άμεσα τους απεργούς εκπαιδευτικούς σε περίπτωση που η κυβέρνηση και το υπουργείο Παιδείας προχωρήσουν σε οποιαδήποτε αντισυνταγματική κύρωση σε βάρος τους».
Οι ομοσπονδίες ανεβάζουν τους τόνους
«Αντιδραστική αξιολόγηση». Αυτός είναι ο όρος που χρησιμοποιεί η Διδασκαλική Ομοσπονδία Ελλάδος (ΔΟΕ) όχι μόνο κατά του νόμου της νυν ηγεσίας του υπουργείου Παιδείας, αλλά και των προηγουμένων. Οι αντιδράσεις των συνδικαλιστών αποδίδονται σε πολιτικούς λόγους αλλά και στην αντίληψη ότι όποια αξιολόγηση υποκρύπτει την πρόθεση των κυβερνώντων να προχωρήσουν σε απολύσεις.
Χαρακτηριστικά η ΔΟΕ αναφέρει ότι «κοινό χαρακτηριστικό όλων αυτών των ψευδεπίγραφων, αντιεκπαιδευτικών νομοθετημάτων (σ.σ. της νυν κυβέρνησης) είναι η συνέχεια αντίστοιχων προσπαθειών όλων των προηγούμενων κυβερνήσεων για την επιβολή της αντιδραστικής αξιολόγησης».
Από την άλλη, οι νομικοί σύμβουλοι των ομοσπονδιών αναδεικνύουν τις πτυχές του νόμου 4823/21 για την άρνηση – αποχή από τη διαδικασία της αυτοαξιολόγησης, λέγοντας όμως πως «σε περίπτωση που η Διοίκηση παρά ταύτα παρανόμως προχωρήσει σε εφαρμογή των προβλεπόμενων στο άρθρο 56 του ν. 4823/2021 υπηρεσιακών και πειθαρχικών συνεπειών, εις βάρος απεργών εκπαιδευτικών, πέραν της συνδικαλιστικής αντιμετώπισης του θέματος είναι δυνατή η προσφυγή στη Δικαιοσύνη, όπως εξάλλου έγινε και στο παρελθόν στην αντίστοιχη περίπτωση του ν. 4489/2017, που ανωτέρω εκτέθηκε», όπως αναφέρει έκθεση της Μαρίας Μαγδαληνής Τσίπρα, νομικής συμβούλου της ΔΟΕ.
Στο ίδιο πλαίσιο η ΟΛΜΕ, σε ενημερωτικό προς τους καθηγητές, σημειώνει: «Συνεχίζουµε τον αγώνα, συµµετέχουµε µαζικά στην απεργία – αποχή, σπάµε τον αυταρχισµό και την τροµοκρατία του υπουργείου Παιδείας. Η απεργία – αποχή ως µορφή απεργίας έχει κριθεί στα δικαστήρια ως απόλυτα νόµιµη και συνταγµατικά κατοχυρωµένη (Δ. Εφ. Πειραιώς 486/1995, Δ. Εφ. Αθηνών 4843/2014, Μ. Π. Αθηνών 2395/2014, Δ. Εφ. Αθηνών 559/2020). Η ΟΛΜΕ έχει τηρήσει όλες τις προβλεπόµενες νοµικές διαδικασίες που εξασφαλίζουν τη νοµιµότητα της απεργίας – αποχής, καταθέτοντας σχετικό εξώδικο, µέσω νοµικού, στην Προεδρία της Κυβέρνησης και στα υπουργεία Παιδείας, Εσωτερικών και Οικονοµικών. Ακόµα και το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους, αναγνωρίζοντας τη λευκή απεργία ως νόµιµη µορφή απεργιακής κινητοποίησης, εξέδωσε την υπ’ αριθµόν 2038978/4420/0022/14-06-1990 εγκύκλιό του, στην οποία αναφέρεται: “1. Σύµφωνα µε τη νοµολογία (8384/79 και 8272/89 αποφάσεις του Εφετείου Αθηνών και 920/1983 του Μονοµελούς Πρωτοδικείου Αθηνών), η µείωση της απόδοσης των εργαζοµένων (ποσοτική ή ποιοτική) ή η επιβράδυνση του ρυθµού της εργασίας –λευκή απεργία– αποτελεί µορφή απεργίας. Συνεπώς η αποχή των εκπαιδευτικών από ορισµένα καθήκοντά τους συνεπάγεται ποσοτική µείωση της απόδοσής τους, η οποία κατά τα ανωτέρω αποτελεί µορφή απεργίας, τη λευκή απεργία (βλ. σχετικώς και ΔΙΚΠΡ/Φ9/2741/7072/3.9.86 και ΔΙΚΠΡ/Φ9/241/11026/23.10.85 έγγραφα του υπουργείου Προεδρίας Κυβερνήσεως)”». Μάλιστα η ΟΛΜΕ προσθέτει ότι «µε τη διάταξη του άρθρου 36 παρ. 2 ν. 4489/2017 είχε αντιστοίχως προβλεφθεί στον υπόλοιπο δηµόσιο τοµέα ότι η συµµετοχή στη διαδικασία αξιολόγησης αποτελεί προϋπόθεση για την επιλογή υπαλλήλου σε διαδικασίες κρίσεων και τοποθέτησης προϊσταµένων. Η ως άνω διάταξη καταργήθηκε µεταγενεστέρως, αφού µε την υπ’ αρ. 559/2020 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών κρίθηκε ότι η συµµετοχή υπαλλήλου σε νοµίµως προκηρυχθείσα απεργία δεν κωλύει τη συµµετοχή του σε διαδικασίες επιλογής προϊσταµένων».
Βέβαια, όταν επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ περί τα 600 στελέχη του δημόσιου τομέα δήλωσαν άρνηση – αποχή από τη διαδικασία της αυτοαξιολόγησης με βάση τις θέσεις της ΑΔΕΔΥ, βρέθηκαν εκτός και έχουν προσφύγει στη διοικητική Δικαιοσύνη.
Διαδικασία με διαμορφωτικό χαρακτήρα
Η ηγεσία του υπουργείου Παιδείας τονίζει προς πάσα κατεύθυνση ότι επιτέλους πρέπει να υπάρξει αποτίμηση του έργου που παράγεται στα ελληνικά σχολεία. Και αυτό διότι μεταπολιτευτικά ουδέποτε υπήρξε αξιολόγηση/αποτίμηση του εκπαιδευτικού έργου, ούτε των εκπαιδευτικών. «Θεσπίσαμε ένα μηχανισμό ανατροφοδότησης του έργου των εκπαιδευτικών με στόχο την επαγγελματική τους ανάπτυξη, με στόχο τη διασφάλιση της βελτίωσης της ποιότητας παρεχόμενης εκπαίδευσης», λέει στην «Κ» υψηλόβαθμο στέλεχος του υπουργείου. Αλλωστε, όπως προσθέτει, ο χαρακτήρας της αξιολόγησης των εκπαιδευτικών είναι διαμορφωτικός. Η θετική αξιολόγηση θα αποτελέσει μοριοδοτούμενο κριτήριο για επιλογή τους σε θέση ευθύνης, ενώ στην περίπτωση της μη θετικής αξιολόγησης θα είναι υποχρεωτική η επιμόρφωση και δεν θα υπάρχει καμία μισθολογική επίπτωση, αναστολή ανέλιξης, ούτε προβλέπεται απόλυση. «Η αξιολόγηση (σε κεντρικό ή τοπικό επίπεδο) αποτελεί κοινή πρακτική στο 90% των ευρωπαϊκών χωρών, με εξαιρέσεις την Ελλάδα, την Τουρκία, την Ιρλανδία, τη Μάλτα και την Ισλανδία», αναφέρει το υπουργείο Παιδείας επικαλούμενο στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Παράλληλα, το υπουργείο δηλώνει ότι «για την αξιοπιστία και την αντικειμενικότητα της αξιολόγησης έχει θεσπίσει δικλίδες ασφαλείας που διαμορφώθηκαν έπειτα από διάλογο με την εκπαιδευτική κοινότητα». Χαρακτηριστικά, δεν θα είναι μόνο ένας αξιολογητής αλλά τρεις (διευθυντής σχολικής μονάδας, σύμβουλος Εκπαίδευσης Παιδαγωγικής Ευθύνης και σύμβουλος Εκπαίδευσης Επιστημονικής Ευθύνης/Ειδικότητας). Επίσης, θα υπάρχει τριμελής επιτροπή ενστάσεων.
Ως προς την αξιολόγηση στελεχών εκπαίδευσης, «σε αντίθεση με τους εκπαιδευτικούς, τα στελέχη είναι επιλεγμένοι εκπρόσωποι της εκπαιδευτικής κοινότητας και κατέχουν θέσεις ευθύνης. Επομένως, στόχος εδώ δεν είναι η ανατροφοδότηση και η επαγγελματική τους ανάπτυξη, αλλά η αξιολόγηση της αποτελεσματικότητάς τους ως προς την εκτέλεση των καθηκόντων τους. Για τον λόγο αυτό η θετική αξιολόγηση αποτελεί προϋπόθεση τόσο για την επιλογή τους σε θέση ευθύνης όσο και για τη συνέχιση της άσκησης των καθηκόντων τους», λέει το υπουργείο, εννοώντας ότι αρνητική αξιολόγηση θα σημαίνει ολοκλήρωση της θητείας ενός εκπαιδευτικού σε θέσεις διοίκησης.
Βέβαια, δεν είναι η πρώτη φορά που ψηφίζεται νομοθεσία για την αξιολόγηση στην εκπαίδευση. Ο νόμος 2525/1997 επί υπουργίας Γεράσιμου Αρσένη είχε θέσει για πρώτη φορά το θέμα της αυτοαξιολόγησης των σχολείων. Ακολούθησαν νόμοι το 2011 και το 2017. Ωστόσο, ενώ ο νόμος 4024/2011 προέβλεπε την έκδοση σχετικού Π.Δ. για την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών εντός προθεσμίας δύο μηνών από τη δημοσίευση του νόμου, η έκδοση πραγματοποιήθηκε, ύστερα από συνεχείς αναβολές, τον Νοέμβριο του 2013, δηλαδή έπειτα από δύο έτη. Η εφαρμογή του νόμου του 2011 «πάγωσε» από τον Φεβρουάριο του 2015, επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ, αλλά πρόλαβε να εφαρμοστεί στους εκπαιδευτικούς που στελέχωσαν τα Πρότυπα και Πειραματικά Σχολεία. Ο νόμος του 2017 θεωρήθηκε έκθεση ιδεών χωρίς να… σπάει αυγά, παρότι και τότε υπήρξαν συνδικαλιστικές αντιδράσεις.
Η έκθεση της Αρχής Διασφάλισης της Ποιότητας στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση (ΑΔΙΠΠΔΕ) το 2014 τόνιζε και τις ευθύνες των κυβερνήσεων που λόγω του φόβου του πολιτικού κόστους αρνούνταν να εμμείνουν στην αξιολόγηση. Ενδεικτικά, η ΑΔΙΠΠΔΕ εστίαζε και στην «αντίσταση που επέδειξαν οι κυβερνήσεις να προχωρήσουν σε μια αναγκαία εδώ και δεκαετίες αποτίμηση της ποιότητας του εκπαιδευτικού έργου και βελτίωσή του μέσω της επαγγελματικής ανάπτυξης των εκπαιδευτικών και όχι μέσω τιμωρητικών μέτρων».