Μπορεί κανείς να επιμείνει στον θεμελιώδη ρόλο της οικογενείας και της εντοπιότητος για την κοινωνία μας, αλλά οφείλει να αναδείξει επίσης
το βάρος της συναισθηματικής τους εμβιώσεως και να την αντιπαραβάλει με τη θέση του εθνικού κράτους στη συνείδησή μας, όταν επί παραδείγματι θεωρούμε αυτονόητο να κάνουμε ευνοϊκές εξαιρέσεις για το άτομό μας, οπότε στην πράξη αρνούμαστε την ισότητα με τους άλλους, παρά όσα πολιτικώς ορθά διακηρύσσουμε. Ισως πρέπει να φωτισθούν καλύτερα οι αδιάκοπες προστριβές της κοινωνίας μας με το κράτος, τα διακόσια περιπετειώδη χρόνια που πέρασαν από το Εικοσιένα.
Ελεύθερο έθνος και κράτος ανεξάρτητο τα νεώτερα χρόνια συνυπάρχουν. Το μεν κράτος καλύπτει με τη νομοθετική και τη διοικητική του λειτουργία άμεσες ανάγκες της κοινωνίας, ενώ το έθνος στερεώνει πολιτισμικά την εσωτερική ενότητα του κράτους. Το πρώτο ενεργεί βάσει της λογικής του αιτίου και του αποτελέσματος· το άλλο τροφοδοτεί και τροφοδοτείται από την κοινωνία με συναισθήματα. Εν προκειμένω βαραίνει η εκδήλωση των συναισθημάτων και όχι ο λόγος που τα προκάλεσε. Εξ ου και στην εκδήλωση των συναισθημάτων του, το υποκείμενο συχνά παύει να αντιδρά με διαύγεια στο τραυματικό ή στο εκπληκτικό γεγονός, υπό την επήρεια της εντάσεώς των.
Το συναίσθημα μας πνίγει, μας ενθουσιάζει, μας αναστατώνει ατομικά ή συλλογικά. Η καρδιά καθορίζει τις αντιδράσεις μας, αυτή ενεργοποιεί τις επιθυμίες, τις ελλείψεις, τις συμπάθειες, τα συμφέροντα· αυτή μας μαλακώνει, μας πληγώνει, μας αγγίζει με την ανώτερη εκείνη μορφή συγκινήσεως που μπορεί να προκαλεί. Στην κοινωνική μας ζωή οι ανάγκες και οι προσδοκίες διέρχονται από συναισθήματα τα οποία μονοπωλεί αδιαπραγμάτευτα το δίδυμο πατρίδα και οικογένεια, για να μην προσθέσω τη θρησκεία ως ομολογία πίστεως σε ορισμένο νόημα του υπάρχειν, πίστεως εντεταγμένης, μαζί με τη γλώσσα, στην κατηγορία των άυλων αγαθών και των συμβολισμών ενός έθνους.
Η πατρίδα και η οικογένεια είναι και για τους Ελληνες πανίσχυρες κοιτίδες συναισθήματος ως δεσμοί εντοπιότητος και αίματος. Χρόνος τής μιας είναι η σταθερή παραμονή του ανθρώπου σε σημείο της γης· της άλλης η αδιάσπαστη συνέχεια. Και οι δύο αποτελούν προνεωτερικούς συντελεστές κοινωνικής ενότητος προηγουμένους του εθνικού κράτους και συγχρόνως καταστατικούς παράγοντες μερικότητος στη σφαίρα του πολιτισμού. Οσο επικρατεί στον πολιτισμό η παράδοση του παρελθόντος τόσο εκείνος κλειδώνεται στα τελετουργικά· όσο ο πολιτισμός προσβλέπει αναγεννητικά σε αξίες τόσο καλλιεργεί την ψυχική άνοιξη και την καθολικότητα.
Πολλοί από τους περιηγητές στην Ελλάδα του 19ου αιώνος περιγράφουν γάμους με τις προετοιμασίες, την τελετή και το ξεφάντωμα που ακολουθεί (βλ. τους τόμους Γ1, σελ. 238-244 και Γ2, σελ. 252-3, 392-98, 447-8, των «Ξένων ταξιδιωτών στην Ελλάδα» του Κ. Σιμόπουλου). Τους εντυπωσιάζει η μεταφυσική σχεδόν λαμπρότητα των τρόπων, οι συμβολισμοί και οι παραστάσεις των οποίων δηλώνουν το πεπρωμένο των νεονύμφων, καθώς μεταβαίνουν επισήμως από τη συνθήκη του προστατευόμενου στη συνθήκη – πεπρωμένο του προστάτη και απλώνουν ακόμη περισσότερο το σόι. Κυριαρχεί βέβαια το πρότυπο της ευρείας οικογενείας του εθνικού κράτους, ιδίως των αστικών του κέντρων. Στην πρώτη περίπτωση όλοι παρεμβαίνουν στη ζωή όλων· τουναντίον ο περιορισμός της οικογενείας στον πυρήνα των γονέων και των παιδιών την προφυλάσσει από τις επεμβάσεις των συγγενών, χωρίς ωστόσο να απεμπολούνται τα αντανακλαστικά του σογιού, αφού η συγγένεια εξακολουθεί να υπολογίζεται.
Στην καινούργια ζωή οι ρόλοι του ζεύγους είναι εκ παραδόσεως ορισμένοι, ενώ δεσπόζει η απαγόρευση οι ψυχικές εντάσεις και συγκρούσεις να ιδωθούν στην προοπτική μιας αλλαγής των όρων που τις ενθαρρύνουν. Ο προνεωτερικός γάμος συνιστά συμφωνία οικογενειών και συμφερόντων, απέχει πολύ από συμβίωση αγάπης. Ο άνδρας είναι αρχηγός, προστάτης και στήριγμα· η γυναίκα είναι ρητώς κατώτερη, φροντίζει το νοικοκυριό και υπακούει τυφλά στους ορισμούς του κυρίου της. Τούτη η ιεραρχία διατηρεί την οικογενειακή συνοχή. Ως μητέρα πάλι η γυναίκα μεγαλώνει τα παιδιά, ενώ μακροπρόθεσμα προβάλλει επάνω τους την υποταγή και τη στέρησή της σαν υπέρβαση, οπότε συνηθέστατα αφήνει ισχυρό αποτύπωμα στην εικόνα του παιδιού για τον εαυτό του, το οποίο όχι σπάνια χρησιμοποιεί σαν μέσον της δικής της αυτοβεβαιώσεως, μεταμορφούμενη εντός του σε ιδεώδες Εγώ. Το υπονοεί παραδειγματικά το δημοτικό τραγούδι του Κίτσου.
Σε συνθήκες ελλείψεως κεντρικής εξουσίας, η ευρύτερη οικογένεια αναλαμβάνει ρόλο πολιτικού στηρίγματος της κοινωνικής τάξεως. Το περιγράφει ευθύβολα ο Τζων Πετρόπουλος (πρβλ. «Πολιτική και συγκρότηση κράτους στο ελληνικό βασίλειο», σελ. 72 επ., ΜΙΕΤ), προκειμένου να παρουσιάσει τον σχηματισμό των πολιτικών κομμάτων στην Ελλάδα κατά την επαναστατική περίοδο. Διότι αυτό που ονομάζουμε «συντηρητικό» συνδέεται με την πολιτική παράδοση του προνεωτερικού τοπικισμού και του σογιού, ενώ το «προοδευτικό» αναφέρεται κυρίως στις ανάγκες του εθνικού κράτους, χωρίς τα πράγματα να είναι τόσο απλά όσο τα ονόματα.
Οι δεσμοί συγγενείας και εντοπιότητος είναι προνεωτερικά αδιάλυτοι και πανίσχυροι. Η ευρεία οικογένεια αποτελεί εν πολλοίς μέχρι σήμερα την εδραία οικονομικοπολιτική μονάδα της ελληνικής κοινωνίας. Στους δεσμούς με τους αδελφούς, εξαδέλφους, κουνιάδους, συμπεθέρους, κουμπάρους, μπατζανάκηδες, το ομαδικό συμφέρον συμπίπτει με το ατομικό, καθώς το δεύτερο απορροφάται από το πρώτο και συνάμα υπηρετεί τους οικογενειακούς ανταγωνισμούς για την εξουσία, που υπό το κρατικό σύστημα αποκτούν πολιτικές προεκτάσεις. Κατά την περίοδο της επαναστάσεως το συμφέρον της πατριάς ως ομάδος συγγενών εξ αίματος ή εξ αγχιστείας, ετίθετο υπεράνω του έθνους, εννοίας ομιχλώδους για τους πολεμιστές, αφού ξεπερνούσε τα χειροπιαστά δεδομένα της εντοπιότητος και της συγγενείας.
Το είδαμε στους δύο εμφυλίους πολέμους και σε περιστατικές συμπεριφορές οπλαρχηγών πρώτης γραμμής, όπως ο Βαρνακιώτης, ο Ανδρούτσος ή ο Καραϊσκάκης είτε στην ανατίναξη από τον Μιαούλη της φρεγάτας «Ελλάς» και της κορβέτας «Υδρα» εν ονόματι του αντικαποδιστριακού αγώνος. Τον ατομικισμό έθρεφε η εικόνα τους ως ηγητόρων, το αίσθημα της τιμής που είχε διαβρωθεί από το πάθος. Το βαθύ εγωκεντρικό της παραδόσιμης μερικότητος υπερίσχυε ολοσχερώς του εν γένει καθολικού της εθνικής κοινότητος. Χρειάσθηκε ένας ιστορικός συμβιβασμός για να ενστερνισθούμε την εθνική ιδέα, κυρίως έργο του Κοραή, ο οποίος επεξεργάσθηκε μία ταυτότητα με άξονα τον αρχαιοελληνικό πολιτισμό και τη διαχρονικότητα της γλώσσας. Καλούσε τους Νεοέλληνες να στραφούν στο παρελθόν για να φανούν άξιοι του μεγαλείου του, η επαφή με το παρόν να μη συνεπάγεται απώλεια της ρίζας και να συνδυάζεται από αίσθημα πλατύτερης αλληλεγγύης. Αυτό το αίσθημα δημιουργεί χώρο στη συνείδηση για το εθνικό κράτος, που με τη σειρά του το υποστασιοποιεί σε πολιτική συνοχή μεταξύ γνωστών και αγνώστων. Αλλο ζήτημα εάν στο παρελθόν προσετέθη αδιαφοροποίητα το Βυζάντιο, ενώ το παρόν έμεινε μονοπώλιο της Ευρώπης, οπότε τα διαιρετικά μας αντανακλαστικά αναπτερώθηκαν στην καινοφανή πολωτική αντιπαράθεση του εκσυγχρονιστικού προοδευτισμού και του παραδοσιακού συντηρητισμού.
Από τα χρόνια της εθνεγερσίας η ευρύτερη οικογένεια προεκτείνεται σε πολιτικό κόμμα. Θα ακολουθήσουν κατά πόδας η λογική του, ενεργού ακόμα, πελατειακού συστήματος και ατέρμονες, σοβαρές έως εμφύλιες, διενέξεις με ιδεολογική αμφίεση, καθώς οι μονομάχοι επεδίωκαν αρχαϊκά ολοκληρωτική συντριβή του αντιπάλου αντί συνθέσεων με αμοιβαίες υποχωρήσεις. Αυτό υπηρετούσε ανέκαθεν η παροχή «διευκολύνσεων» σε ημετέρους, από το πρώτο κιόλας δάνειο τη ανεξαρτησίας, με αποτέλεσμα τη μόνιμη δημοσιονομική μας κρίση.
Τα δίκτυα των πολιτικών σχέσεων μετέτρεψαν βαθμηδόν τους οικογενειακούς δεσμούς σε πολιτική πατρωνεία, η οποία είχε την επιτηδειότητα να εκμαυλίζει εξίσου παραδοσιακές και νεόκοπες συσσωματώσεις. Τι χρειάζεται η κρατική, η κοινοτική είτε η κομματική οργάνωση όταν ηγεμονεύει το σύστημα των συγγενειών; Το σόι και ο συμπατριωτισμός επιτίθενται στους κοινωνικούς ρόλους και η δοσοληψία επιβάλλεται στο περί δικαίου αίσθημα. Η νεωτερική δημοκρατία προϋποθέτει αρχές και κριτική ενέργεια στο πνεύμα του γενικού συμφέροντος αλλά κινδυνεύει από ιδεοληψίες ψυχικής καταγωγής και προελεύσεως, οι οποίες θωπεύουν μεταξύ άλλων και τη μειωμένη αυτοεκτίμηση πολλών.
Το Εικοσιένα όλες οι οικογενειακές φατρίες εκπροσωπούσαν μεγάλα τοπικά συμφέροντα: Αίφνης οι Μαυρομιχαλαίοι στη Μάνη, οι Δεληγιανναίοι στη Γορτυνία, οι Λόντοι στην Αχαΐα, οι Ζαΐμηδες στα Καλάβρυτα, οι Κουντουριώτες στην Υδρα. Δεμένος με αίμα, ο τοπικισμός εμπόδιζε την εθνική ιδέα και ο αδιάλλακτος ατομικισμός του εκδηλώθηκε ως αίσθημα μερικότητος με την έκρηξη της επαναστάσεως. Το αίσθημα τούτο έφερνε μαζί του ένα ιδεατό Εγώ ως Υπερεγώ, με αποτέλεσμα η φιλοδοξία να συνδυάζεται με την αστάθεια και να διαπλάθει κοινωνικούς ανθρώπους αλλά επιρρεπείς συγχρόνως στη ραδιουργία, άπληστους και εγκρατείς, δουλοπρεπείς και φιλόπονους, φιλύποπτους και καλόκαρδους – βαθιά αντιφατικούς. Μπορεί τα πολιτεύματα των Εθνοσυνελεύσεων να υποχρέωσαν τον τοπικισμό να ανασχηματισθεί στα κόμματα, κι εκεί όμως η εντοπιότης υπερίσχυε συναισθηματικά του ελλόγου δέοντος, ώστε οι επιχώριες υποδομές του να χρωματίζουν τα κίνητρα ιδιοτελώς και να υποδαυλίζουν τις διχόνοιες. Επομένως η διοίκηση ήταν πρακτικώς αδύνατον να λειτουργήσει εκτός του κοινοτικού μικροσχήματος και παραδιδόταν στο ήθος του. Μιλούμε για κράτος κατ’ ευφημισμόν, όπου τη θέση της ορθολογικής συγκροτήσεως κατελάμβαναν συναισθηματικοί δεσμοί οι οποίοι παρέλυαν την όποια κεντρική εξουσία. Υπό τέτοιους όρους η επιλογή ενός συγκεντρωτικού συστήματος ήταν εύκολο να λάβει απολυταρχική τροπή, ενώ η απελευθέρωση από τις επιτόπιες ολιγαρχίες, χωρίς μεταβολή των νοοτροπιών, αποτελούσε διαβρωτική ψευδαίσθηση.
Την οργανική ενσωμάτωση του εθνοτικού στο εθνικό στόχευσε ο Κ. Παπαρρηγόπουλος, εδραιώνοντας με το έργο του τη δυνατότητα αυτής της υπερβάσεως. Εισηγήθηκε μία διαχρονική ενότητα, όπου το παρελθόν μετέχει στην κυοφορία του μέλλοντος μέσω της ζωντανής μνήμης του πολιτισμού. Ανέδειξε σε καταστατικά στοιχεία του ελληνισμού τον χώρο με τη γλώσσα και τη χριστιανική θρησκεία, για να θέσει στις συνειδήσεις την εθνότητα υπεράνω συγγενείας και εντοπιότητος, εν επιγνώσει ότι θα εξακολουθούν να επηρεάζουν τις ψυχές σε μικρό ή μεγαλύτερο βαθμό. Διεμόρφωσε έτσι την αντίληψη της ιστορικής συνοχής, ανεξαρτήτως ασυνεχειών και ρηγματώσεων, βασιζόμενος στην πολιτισμική συνέχεια του χρόνου, στην οποία και εμπιστεύθηκε τη νοηματοδοσία των γεγονότων και της ετερογονίας τους. Μ’ αυτό τον τρόπο η ιδιοπροσωπία του ελληνισμού αποκτούσε πνευματική εμβέλεια η οποία επέτρεπε τη μετάβαση από την κλεισούρα της παραδοσιακής κοινότητος στη συνθήκη μιας νέας κοινωνικότητος, όπου το εθνικό κράτος ενώνοντας απορροφά τον διαιρετικό ηθοεθιμικό παράγοντα. Χωρίς την υπερβατική δύναμη του εθνικού, το ουσιαστικό προβάδισμα του κράτους επί της χωρικής κοινότητος θα ήταν ανέφικτο, το τοπικό θα μεταμφιεζόταν σε εθνικό και το κράτος θα καταντούσε όργανο της εκάστοτε κυβερνώσης φατρίας. Το επιρρωνύουν οι δραματικές εξελίξεις του δευτέρου εμφυλίου πολέμου, όταν οι ρουμελιώτες μισθοφόροι της κυβερνήσεως Κουντουριώτη επέλασαν στην Πελοπόννησο, σαν εξ ουρανού σύμμαχοι του Ιμπραήμ, την ώρα που ο Αιγύπτιος είχε αρχίσει να καταστέλλει εκεί την επανάσταση, ο δε Κολοκοτρώνης με άλλους σημαντικούς προκρίτους φυλακίζονταν.
Το κράτος στην υπηρεσία επιμέρους συμφερόντων εμποδίζει λειτουργικά τον εκσυγχρονισμό του τόπου. Εάν το έθνος γίνεται νοητό και εκτός νεωτερικότητος, το νεωτερικό κράτος χωρίς ενεργό έθνος φαντάζει αδιανόητο. Η νεωτερικότης εισάγει ενιαίο χρόνο στο πάτριο έδαφος, που χάρη στα έργα, τις προσδοκίες και τα αισθήματα των ανθρώπων μεταμορφώνει τον κλειστό τόπο της βιοτής σε λειμώνα νοήματος. Εν αντιθέσει προς τη φυσική υπόσταση του χώρου, η οποία υποβάλλει τη στατικότητα στο ήθος των κατοίκων, η εθνική ιδέα αναπτύσσεται όταν παίρνουμε πνευματικά απόσταση από το περιβάλλον και το σκεπτόμαστε όχι μόνο με όρους συνοχής αλλά και μεταβολής, οπότε στην εκλογίκευση τού αλλιώς οι τρεις διαστάσεις του χρόνου συνυφαίνουν τις επιμέρους ανάγκες με εκείνες του όλου. Για την ακρίβεια γενέθλιος τόπος του εθνικού ήταν ένας τρόπος υπάρξεως, μία διαγωγή με απόκλιση από τη φύση – ο πολιτισμός. Μπορεί το αρχαίο άστυ να κατέρρευσε στην αδυναμία του να ξεπεράσει την εγγενή μερικότητα καταστατικών του στοιχείων, όπως η φυλή, αλλά ο πολιτισμός τον οποίο οικοδόμησε σαν ιδιαίτερο πνεύμα ζωής οδήγησε στο εθνικό κράτος και ενδεχομένως να αναγγέλλει κάτι άλλο.
Εάν μας ενδιαφέρει να υπερβούμε σε εθνικό ορίζοντα τα προνεωτερικά κοιτάσματα της συγγενείας και της εντοπιότητος χωρίς να τα καταπνίγουμε, ας έχουμε πάντα κατά νου τη σταθερά μιας διαρκούς και παραγωγικής συμπράξεως της πολιτείας με τον πολιτισμό και τις αξίες του ως παιδεία πρωτίστως και όχι ως εκπαίδευση. Σ’ αυτή την περίπτωση το βέλτιστο της κοινωνικής συγκροτήσεως δεν το επιτυγχάνει ο μηχανικός έλεγχος των δεδομένων της ασφαλείας και της επιβιώσεως αλλά η ζήτηση του νοήματος της ίδιας μας της ζωής. Εν προκειμένω σημαντικό δεν είναι τόσο να ξέρουμε ποια είναι όντως η πραγματικότητα, όσο πώς την αντιλαμβάνονται οι άνθρωποι με προνεωτερική ψυχή, ποια μυστικά που κρύβει εννοούν να ανακαλύπτουν. Στα κλειστά συστήματα της οικογενείας και τοπικισμού τα νομίσματα προσδιορίζουν τα πράγματα καθώς διαμορφώνουν εικόνα εαυτού εξιδανικεύοντας με φαντασιακές προβολές τη μερικότητά τους.
Σ’ αυτή τη διάθεση το αντικείμενο του προβληματισμού και της ανησυχίας εξανεμίζεται, ενώ το κενό του καλύπτουν στοιχεία γενικής φύσεως, τα οποία οι ενδιαφερόμενοι επιμένουν να συσχετίζουν, για να συμπεράνουν σκοτεινά συμφέροντα ή φθονερές ενέργειες του Πονηρού. Ετσι, σημαντικό μέρος μιας κοινωνίας με τέτοιο ιστορικό βρίσκει τη λογική της στο παράλογο και πορεύεται με σταθερά το αναιτιολόγητο, του οποίου παρακλάδι είναι το θαύμα, εναντίον της σκέψεως, της θελήσεως και της πράξεως.
* Ο κ. Στέλιος Ράμφος είναι συγγραφέας.