Αναφερόμαστε στο 1750 – 1850. Μετά τον διαφωτισμό. Ο Γκόγια άνηκε στον ρομαντισμό, γι 'αυτό θα βοηθούσε να λέγαμε πρώτα και δυο λόγια για τον ρομαντισμό.
Ρομαντισμός στην τέχνη ορίζεται σαν όχι αισθητικό φαινόμενο ενός τρόπου και χρόνου, αλλά κατάσταση της ανθρώπινης συνείδησης όπως εκδηλώνεται στην τέχνη. Ήταν μια αντίδραση στην κούραση και την απογοήτευση από τη λογική του διαφωτισμού, που οδήγησε στο παρά τη λογική, το οποίο την εποχή εκείνη συνδέεται με το λαϊκό, το πρωτόγονο, το αφελές, το ονειρικό, το μαγικό, το φανταστικό. Ο φόβος, η φυγή, το ανέφικτο, από όπου απορρέει το αίσθημα της απογοήτευσης και της τραγωδίας. Η επανάσταση, η ανατροπή, ο πόλεμος, ο θάνατος. Τάση στην αισθητική του άσχημου, για να αναδειχθεί το υψηλό αίσθημα. Αντίθεση προς τους αρχαίους κλασικούς κανόνες, απόρριψη της τεχνολογίας και του υλισμού. «Προάγγελος, ο φιλόσοφος Ζαν Ζακ Ρουσσώ που δίδασκε ότι οι άνθρωποι γεννιούνται καλοί από τη φύση τους και διαφθείρονται από την κρατούσα εκκλησία, την κακή παιδεία και τις κρατούσες οικονομικές σχέσεις κι ότι ο μόνος δρόμος για να βελτιωθούν είναι να αφεθούν ελεύθεροι. Και ότι οι κρίσεις μας πρέπει να θεμελιώνονται περισσότερο στις αξιώσεις του συναισθήματος και λιγότερο στη λογική.»
Με τα προαναφερόμενα, ο ρομαντισμός είναι μια κατάσταση της ανθρώπινης συνείδησης που εκδηλώνεται και με τη τέχνη, όπως και με τη φιλοσοφία, την αρχιτεκτονική, τη λογοτεχνία και το θέατρο, τη μουσική. Είναι η συνείδηση και η έκφραση της στάθμης του κατακτημένου πολιτισμού όπως εξελίσσεται σε ένα χρονολογικό και ιστορικό υπόβαθρο, επηρεαζόμενη από τα πριν και επηρεάζοντας για το μετά.
Τρείς θεωρούνται οι πρίγκιπες του ευρωπαϊκού ρομαντισμού:
Ο Γκόγια που συνεχίζει τη παράδοση της ισπανικής ζωγραφικής που είχε καμφθεί από τον Βελάσκεθ, ο τοπιογράφος Τέρνερ με τα πατροπαράδοτα θέματα του κλασικισμού ανανεωμένα όμως με το ρομαντικό πάθος του, και ο φιλέλληνας Ντελακρουά.
ΦΡΑΓΚΙΣΚΟ ΓΚΟΓΙΑ
Γεννήθηκε 30/3/1746 σε ένα μικρό χωριό κοντά στη Σαραγκόζα της Ισπανίας. Συμμετείχε σε αναμετρήσεις συμμοριών ώσπου μετά από μια τέτοια αναμέτρηση και το φόνο 3 νέων, πήγε στη Μαδρίτη το 1765. Και εκεί τα ίδια. Φθάνει Ιταλία 24 χρονών. Εκεί συνεχίζει τις καλλιτεχνικές του σπουδές με τον Τιέπολο που είχε ξεκινήσει στη Σαραγκόζα με δάσκαλο του τον φημισμένο Χοσέ Λουθάν.
Γίνεται διάσημος ως ζωγράφος της Αυλής της Ισπανίας με νωπογραφίες με θέματα καθημερινής ζωής και σατιρικά έργα χαρακτικής.
Το 1799, ως ζωγράφος της αυλής του Καρόλου Δ΄, φιλοτεχνεί τα πιο σημαντικά του πορτρέτα: «Δον Μανουέλ Οσόριο Μανρίκε ντε Ζουνίγκα» και το «Η οικογένεια του Καρόλου Δ΄» (1800).
Τα πορτρέτα του σαρκαστικά και κριτικά, γεμάτα αντιθέσεις και αλληγορίες. Στο «Δον Μάνουελ» απεικονίζει το τετράχρονο παιδί του κόμη της Αλτιμαρας με αλαβάστρινο πρόσωπο, εύθραυστο, αθώο και τρυφερό μες στα κατακόκκινα ενδύματα του να κάνουν ακόμα πιο έντονη την ευάλωτη φύση του. Στα χέρια του κρατά το σκοινάκι που έχει δεμένο από το πόδι ένα πουλί: Ένα αθώο παιδί να έχει αιχμαλωτίσει την ελευθερία. Στο ράμφος του πουλιού υπάρχει η επαγγελματική κάρτα του ίδιου του Γκόγια. Μοιάζει σαν μια προέκταση της φυλάκισης του πουλιού η επαγγελματική του κάρτα που αυτό παραπέμπει σε παραπέρα σκέψεις για το πόσο ελεύθερος ένοιωθε σε εκείνο το περιβάλλον. Ίσως ο Γκόγια με αυτό το τρόπο να ήθελε να δείξει τη δική του αιχμαλωσία από τους προστάτες του. Και πιο πίσω στο σκοτεινό φόντο, τρείς γάτες , που τότε συμβόλιζαν το κακό στην Ισπανία, έτοιμες να ορμήσουν στο δεμένο πουλάκι, κάνουν πιο ένοχο το σκηνικό του έργου, που έρχεται σε μιαν ακόμη αντίθεση με την αθωότητα του μικρού παιδιού. Είναι ένα έργο που μπορεί να θεωρηθεί προάγγελος των μετέπειτα θεμάτων του.
«Η οικογένεια του Καρόλου Δ΄»: μια «συγκαλυμμένη καρικατούρα». Ο Γκόγια δεν κολακεύει τα μοντέλα του. Μοιάζει σαν να μην τον ενδιαφέρουν οι τίτλοι και η δύναμη που φέρουν. Ο βασιλιάς ξεχωρίζει για την κενότητα στο βλέμμα του, περισσότερο από τα άλλα πρόσωπα του πίνακα. Αν και με κάποια συναγωνίζονται. Η βασίλισσα με υπεροπτικό ύφος στο κέντρο του πίνακα, μοιάζει αφοσιωμένη στη λαγνεία της και ματαιόδοξη μες στα χρυσοποίκιλτα ενδύματα και τα βαριά της κοσμήματα. Όλοι μοιάζουν ρηχοί χαρακτήρες και δούλοι του υλισμού.
Μετά την εισβολή του Ναπολέοντα στη χώρα του το 1808, ο Γκόγια ένοιωσε βαθιά απογοήτευση από την ήττα του ατίθασου Ισπανικού λαού, έπειτα από τις τόσες φονικές μάχες. Οι στρατηγοί της Ισπανίας διεφθαρμένοι από τις δικές τους περίεργες προσωπικές φιλοδοξίες, ανάξιοι να υπερασπιστούν τη πατρίδα τους, και ο στρατός τους να διαλύεται. Σε αυτά τα γεγονότα, αν και ήδη κουφός ο Γκόγια, τα σκιτσάρει εκ του φυσικού σε πρόχειρα σχέδια. Αυτό θα είναι και το υλικό του από τις «Συμφορές του πολέμου» όπως ονομάστηκαν.
Καθοριστικό σημείο στη ζωγραφική του Γκόγια και στον χαρακτήρα του. Αυτός ο πόλεμος τον έκανε μελαγχολικό και ήλπιζε με αυτά του τα σκληρά και αληθινά σχέδια να αφυπνίσει την κοινή λογική του κόσμου. Δεν έγινε βέβαια.
Οι συνεχείς ασθένειες του τον καταβάλλουν. Είχε ιλίγγους, τα αυτιά του βούιζαν. Το τελικό χτύπημα ήταν η απώλεια της ακοής του. Αυτό τον απομόνωσε περισσότερο. Αλλάζει και η τέχνη του.
Το 1823 αυτοεξορίζεται για να μείνει στο Μπορντό. Μεγάλος πια, ζωγραφίζει με θέματα από τη καθημερινή ζωή. Πεθαίνει εκεί το 1828.
Ο Γκόγια, κατά τον Γκαστόν, "ξεχωρίζει με το έργο του «για τον ρεαλισμό των αισθημάτων και οι εκφραστικές του καινοτομίες ανοίγουν δρόμο για τα ρεύματα του 19ου αιώνα. O Γκόγια απεικονίζει τη πραγματικότητα με ένα τρόπο που αναπλάθει τον κόσμο που ζει, και για αυτό τα έργα του αποκαλύπτουν περισσότερο την δική του εσωτερικότητα παρά των μοντέλων του». Το ίδιο και τα σύμβολα του, τα τέρατα του που εμφανίζονται σαν υπαρκτά όντα.
Ένα χαρακτικό του έργο που ξεχωρίζω από μια σειρά χαρακτικών του τα Los Caprichos είναι το «Ο ύπνος της λογικής παράγει τέρατα» που κρύβει και ταυτόχρονα φανερώνει φιλοσοφία απτή, καθημερινή, κεντράροντας στη ζωή και το έργο του.
Προσωπικά, μου είναι θαυμαστός για το έργο του σαν θέμα και χρωματική διαχείριση και η «Η 3η Μαΐου 1808», αλλά και όσα θέματα σχετικά καταδεικνύει με αγάπη και έγνοια όπως «Η αυλή με τους τρελούς».
Θέματα ασυνήθιστα και απόδοση έντονη. «Μια σπλαχνική κραυγή που ικετεύει για μια νέα αντίληψη των πραγμάτων». Με κάνει ομόψυχα δική του στο έργο του που ενδιαφέρεται όλο και πιο πολύ για τις άθλιες συνθήκες ζωής και τις δυστυχίες των καθημερινών ανθρώπων. Και κατά τον Ν. Μ. Μπράουν, ο Γκόγια «ενοποίησε μοναδικά στο έργο του την υποκουλτούρα και το υποσυνείδητο».
Από τη σειρά χαρακτικών του τα Los Caprichos ο Γκόγια είχε τυπώσει 300 αντίτυπα. Πούλησε τα 27 από αυτά. Το κοινό τα έβρισκε ως και επικίνδυνα.
Επίσης, κάτι πολύ σημαντικό είναι ότι γενικά στην τέχνη υπήρχαν πάντα έργα με θέμα τους τον πόλεμο όπου, από καταβολής της τέχνης, οι καλλιτέχνες τον παρουσίαζαν σαν κάτι το ηρωικό, το τιμημένο. Ο Γκόγια έζησε στην κατεχόμενη, από τους Γάλλους και τον Ναπολέοντα, Μαδρίτη και βρέθηκε σε πεδία μάχης. Είδε μίσος, εκτελέσεις, ασχήμια, αδικία, αίμα να ρέει, μαρτύρια. Καμία λεβεντιά, καμία τιμή, τίποτα το μεγαλειώδες. Αυτά ακριβώς αποτύπωσε και στα χαρακτικά του «Οι συμφορές του πολέμου». Τσεκούρια, όπλα, πρόσφυγες, αίμα, θάνατος, ουρλιαχτά, ακρωτηριασμένα νεκρά σώματα να κρέμονται από τα δέντρα. Η κτηνωδία των Γάλλων έναντι των Ισπανών αλλά και η ίδια κτηνωδία από την πλευρά και των Ισπανών έναντι των Γάλλων. Αυτή τη σειρά έργων του ο Γκόγια την έκρυψε γιατί θα τον έβαζε σε πολλούς κινδύνους η ύπαρξη της. Μετά από 35 χρ. από τον θάνατό του έγινε γνωστή.
Τα έργα του Γκόγια, όπως είναι φυσικό, δεν άρεσαν καθόλου στον βασιλιά Φρειδερίκο και εξαφανίστηκαν από προσώπου γης. Μέχρι το 1872 δεν είχαν εκτεθεί ποτέ στο κοινό.
Ο Γκόγια πεθαίνει μετά από ένα εγκεφαλικό, στις 16 Απρίλη του 1828, όταν ήταν 82 χρ. Μαθητές δεν είχε. Επηρέασε όμως πολλούς καλλιτέχνες και κοινωνικούς ρεαλιστές οι οποίοι πίστευαν ότι πρέπει να δείχνεται η αδικία και η ασχήμια της μέσα και από την τέχνη.
Ο Γκόγια είχε παντρευτεί το 1771 τη Χοσέφα Μπαγιέ Σουμπίας. Λέγεται πως μάλλον ήταν αναλφάβητη και πως είχε 20 εγκυμοσύνες, πολλές αποβολές και τελικά ένα γιο που κατάφερε να ενηλικιωθεί.
Η αξία του Γκόγια για μένα είναι η ανάγκη του να αποδώσει την αλήθεια της ζωής. Από πάντα οι καλλιτέχνες απεικόνιζαν την αριστοκρατία της κάθε εποχής, ηγεμόνες και πάπες, κατά εντολή του πατρώνου τους, ωραιοποιημένη σε ένα ψεύτικο και σαθρό μεγαλείο, χωρίς να την κρίνουν στο ελάχιστον για την αλαζονεία της, την απανθρωπιά της. Τους παρουσίαζαν μέσα σε ένα "φωτοστέφανο" λάμψης, μεγαλείου, αξιοσύνης και δύναμης βοηθώντας τους να αποσιωπήσουν και σκεπάσουν απεχθή εγκλήματα. Ο Γκόγια όμως παρουσίαζε την σαθρότητα αυτών των ανθρώπων. Δεν δεχόταν να είναι συνένοχος στο έγκλημα. Όπως το ίδιο αληθινός ήταν όταν παρουσίαζε τον πόλεμο.
Ας σημειωθεί, πως και ο Ελ Γκρέκο ( για τη βιογραφία του ΠΑΤΗΣΤΕ ΕΔΩ ) με την τέχνη του πάλεψε με την παπική εξουσία αφού το πορτρέτο που του είχε αναθέσει ο πάπας τον απογοήτευσε, προφανώς γιατί δεν απέδιδε το μεγαλείο που περίμενε. Λίγο έλειψε να τον κάψουν στην πυρά. (θα δείτε το συγκεκριμένο έργο στο τέλος της δημοσίευσης)
Συνυπογράφοντας τα παραπάνω, ο Πλάτωνας στο έργο του Πολιτεία, 603α , τονίζει την υποκρισία που κρύβουν τα έργα των καλλιτεχνών. Γράφει, πως «Η ζωγραφική, και η μιμητική τέχνη, μπορεί να μην έχει καμία σχέση με την αλήθεια». Ε! Λοιπόν, αυτή την αλήθεια ο Γκόγια δεν φοβόταν να την παρουσιάσει στα έργα του και ας μην είχαν αναγνώριση τότε.
Εδώ πρέπει να διευκρινίσουμε πως με τα παραπάνω δεν εννοούμε ότι η κακία είναι αποκλειστικό "προνόμιο" των ανθρώπων της όποιας εξουσίας. Εν δυνάμει είμαστε το ίδιο ευάλωτοι σε αυτήν, όλοι. Την διαφορά την κάνει η κατοχή απεριόριστης εξουσίας σε αυτούς, σε σχέση με την δύναμη των αισθημάτων ανωτερότητας και κατωτερότητα που τους διακατέχουν.
ΜΑΡΙΑ ΟΥΖΟΥΝΟΓΛΟΥ ΖΩΓΡΑΦΟΥ