Από το Βιετνάμ έως τις ΗΠΑ οι κεντρικές τράπεζες συντονίζονται στη μάχη κατά του πληθωρισμού.
Πλήθος κεντρικών τραπεζών από όλο τον κόσμο προχώρησε σε τσουνάμι αυξήσεων επιτοκίων την περασμένη εβδομάδα, σε μια παγκόσμια μάχη κατά του πληθωρισμού που προκαλεί κύματα σοκ στις χρηματοπιστωτικές αγορές και στην οικονομία, με τους επενδυτές να προετοιμάζονται για ένα περιβάλλον όπου η ανάπτυξη θα είναι σπάνια και η πίστωση όλο και πιο δυσεύρετη και ακριβή.
Μια «τέλεια καταιγίδα» μέτρων τόνωσης κατά τη διάρκεια της πανδημίας, η ισχυρή ζήτηση για αγαθά, το γεωπολιτικό χάος και οι αναταραχές της αλυσίδας εφοδιασμού έχουν οδηγήσει σε άνοδο των τιμών παγκοσμίως.
Από τη Μογγολία, το Βιετνάμ, τη Νότιο Αφρική, την Ευρώπη έως και τις ΗΠΑ, οι κεντρικές τράπεζες αύξησαν τα επιτόκια και τα κόστη δανεισμού την περασμένη εβδομάδα, κάνοντας πιο ξεκάθαρο από ποτέ στην τρέχουσα κρίση, ότι ο πληθωρισμός –τον οποίο είχαν λανθασμένα χαρακτηρίσει «προσωρινό φαινόμενο» ένα χρόνο πριν– είναι η μεγαλύτερη ανησυχία τους και θα κάνουν τα πάντα για να τον τιθασεύσουν, όποιο και αν είναι το κόστος στην ανάπτυξη και συνεπώς στην οικονομία. Oπως μάλιστα εκτιμούν οι αναλυτές, η συγχρονισμένη και αστραπιαία αύξηση των επιτοκίων διεθνώς της περασμένης εβδομάδας είναι απίθανο να σηματοδοτήσει το τέλος της «εκστρατείας» των κεντρικών τραπεζών κατά του πληθωρισμού, παρόλο που διατρέχουν τον ολοένα και αυξανόμενο κίνδυνο να οδηγήσουν τις οικονομίες τους σε ύφεση. Η Ιζαμπελ Σνάμπελ, το μέλος της εκτελεστικής επιτροπής της ΕΚΤ, δήλωσε μάλιστα ότι εάν σταματήσει η σύσφιγξη λόγω ύφεσης, η ΕΚΤ θα έχανε την αξιοπιστία της στη μάχη κατά του πληθωρισμού.
Οι μεγαλύτερες κινήσεις την εβδομάδα που πέρασε περιλάμβαναν τη σουηδική Riksbank, η οποία εξέπληξε με άνοδο 100 μονάδων βάσης, ενώ η Federal Reserve αύξησε το επιτόκιο αναφοράς κατά 75 μονάδες βάσης για τρίτη συνεχόμενη συνεδρίαση και στο εύρος του 3,00%-3,25%, και έθεσε την κορυφή στο 4,60% το 2023. Η Ινδονησία ήταν επίσης πιο επιθετική από ό,τι αναμενόταν (+ 50 μ.β.) και το Βιετνάμ έκανε μια σπάνια κίνηση με αύξηση κατά 100 μ.β., ενώ η Ελβετία τερμάτισε το πείραμα της Ευρώπης με τα αρνητικά επιτόκια και προχώρησε στη μεγαλύτερη αύξηση στην ιστορία της, από το -0,25% στο +0,5%. Η Τράπεζα της Αγγλίας αύξησε το βασικό της επιτόκιο κατά μισή ποσοστιαία μονάδα περαιτέρω και στο υψηλότερο επίπεδο των τελευταίων 14 ετών, στο 2,25%.
Δύο εβδομάδες νωρίτερα η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα προχώρησε στη μεγαλύτερη αύξηση των επιτοκίων από τον Ιανουάριο του 1999 και τη «γέννηση» του ευρώ, αυξάνοντας τα τρία βασικά επιτόκια της ΕΚΤ κατά 75 μονάδες βάσης, φέρνοντας το επιτόκιο καταθέσεων στο 0,75%, το επιτόκιο των πράξεων κύριας αναχρηματοδότησης στο 1,25% –το υψηλότερο επίπεδο από το 2011– καθώς και τα επιτόκια της διευκόλυνσης οριακής χρηματοδότησης στο 1,50%. Σε δύο εβδομάδες περίπου από σήμερα, και κατά τη συνεδρίαση του Οκτωβρίου εκτιμάται ευρέως πως θα προχωρήσει σε νέα μεγάλη αύξηση κατά 50 μ.β. ή 75 μ.β., ενώ όπως δηλώνουν ανοιχτά αξιωματούχοι της και δήλωσε ρητά και η πρόεδρος της ΕΚΤ Κριστίν Λαγκάρντ πρόσφατα, οι αυξήσεις θα συνεχιστούν. Και όλα αυτά τη στιγμή που αυτόν τον μήνα η Παγκόσμια Τράπεζα έκρουσε τον κώδωνα του κινδύνου προειδοποιώντας πως οι αυξήσεις των επιτοκίων από τις κεντρικές τράπεζες σε όλο τον κόσμο θα μπορούσαν να προκαλέσουν παγκόσμια ύφεση το 2023.
Ο κίνδυνος από τη σύσφιγξη της νομισματικής πολιτικής
Σύμφωνα με αναλυτές, το σημερινό σκηνικό θυμίζει έντονα τις μαύρες μέρες του 2010 όταν η επιβολή λιτότητας σε χώρες της Ευρωζώνης οδήγησε την περιοχή σε ύφεση. Τότε ήταν η δημοσιονομική πολιτική, τώρα η νομισματική.
«Είναι ξεκάθαρο ότι ένας από τους μοχλούς της ύφεσης εκείνης της περιόδου, που ήταν ισχυρότερη από ό,τι περίμεναν όλοι, ήταν το γεγονός ότι όλοι υποτιμήσαμε το μέγεθος των δημοσιονομικών πολλαπλασιαστών. Και αυτό συνέβη επειδή στις αρχές της δεκαετίας του 2010 οι συνθήκες ήταν ώριμες για μεγαλύτερο από τον συνηθισμένο αντίκτυπο της δημοσιονομικής σύσφιγξης στη δραστηριότητα. Και, μεταξύ αυτών των συνθηκών, το γεγονός ότι όλες οι χώρες εφάρμοσαν τη σύσφιγξη ταυτόχρονα ήταν σημαντικό», όπως σχολιάζουν οι αναλυτές της Bank of America. «Εχοντας αυτό κατά νουν και μετά τις ταυτόχρονες και επιθετικές αυξήσεις επιτοκίων των τελευταίων εβδομάδων παγκοσμίως, αναρωτιόμαστε αν βλέπουμε κάτι παρόμοιο με το 2010 αυτή τη στιγμή στην περίπτωση της νομισματικής πολιτικής».
Κάτι ανάλογο επισήμανε και ο πρώην επικεφαλής οικονομολόγος του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου Μορίς Ομπστφελντ σε άρθρο του στο Peterson Institute for International Economics. Εάν ο πληθωρισμός είναι, τουλάχιστον εν μέρει, παγκόσμιο φαινόμενο χάρη στην παγκοσμιοποίηση και εάν κάθε κεντρική τράπεζα δεν λάβει δεόντως υπόψη τις ενέργειες των υπολοίπων κεντρικών τραπεζών, τότε υπάρχει σημαντικός κίνδυνος να καταλήξουν όλες συλλογικά να κάνουν πάρα πολλά. «Οι ασυντόνιστες νομισματικές πολιτικές κινδυνεύουν να προκαλέσουν ιστορική ύφεση στην παγκόσμια οικονομία», όπως τονίζει.
Με άλλα λόγια, εάν όλες αγνοήσουν τις επιπτώσεις που προκαλεί η πολιτική τους, θα καταλήξουν όλοι μεμονωμένα να κάνουν πάρα πολλά. Οι κεντρικοί τραπεζίτες μπορεί να αγνοούν την πιο άμεση και βέβαιη επίπτωση της παγκοσμιοποίησης για την άσκηση της νομισματικής πολιτικής: ότι πρέπει να λάβουν υπόψη τους τι κάνουν οι υπόλοιπες κεντρικές τράπεζες. Αυτό μπορεί εύκολα να έχει τεράστιο κόστος.
Θα πρέπει συνεπώς να λάβουν υπόψη τον τρόπο με τον οποίο οι δυναμικές ενέργειες άλλων κεντρικών τραπεζών είναι πιθανό να μειώσουν τις παγκόσμιες πληθωριστικές δυνάμεις που αντιμετωπίζουν από κοινού. Διαφορετικές οικονομίες θα χρειαστούν διαφορετικούς βαθμούς νομισματικής αυστηρότητας στο μέλλον. Εάν οι κεντρικές τράπεζες ακολουθήσουν συλλογικά μια πιο ήπια τροχιά σύσφιγξης, ωστόσο κοινοποιώντας με σαφήνεια τις συντονισμένες προθέσεις τους, θα αποφύγουν τις υπερβολικές θυσίες στην παραγωγή και στην απασχόληση πέρα από αυτό που απαιτείται για τη μείωση του πληθωρισμού.
Fed και ΕΚΤ σε αποστολή καταστολής του πληθωρισμού, όποιο κι αν είναι το κόστος
«Υψηλότερα για περισσότερο διάστημα» είναι το νέο μότο των κεντρικών τραπεζών, ειδικά της Fed και της ΕΚΤ, καθώς επικεντρώνονται στην αποκατάσταση της σταθερότητας των τιμών. Οπως σχολιάζουν οι αναλυτές, οι δύο μεγάλες κεντρικές τράπεζες «είναι σε αποστολή καταστολής του πληθωρισμού, όποιο και αν είναι το κόστος».
Σύμφωνα με τη Société Générale, απαιτούνται περισσότερες μεγάλες αυξήσεις επιτοκίων προκειμένου η Fed να φτάσει το επιτόκιο στο 4,4% αργότερα φέτος (επιπλέον 125 μονάδες βάσης σε αυξήσεις για φέτος) και στο 4,6% το 2023. Σε αυτό το πλαίσιο, οι οικονομολόγοι της αναμένουν νέα αύξηση των επιτοκίων κατά 75 μονάδες βάσης τον Νοέμβριο, ακολουθούμενη από αύξηση 50 μ.β. τον Δεκέμβριο και 25 μ.β. στις αρχές του 2023, με στόχο το τελικό επιτόκιο στο 4,5-4,75%. Η ανάπτυξη και η απασχόληση θα είναι τα θύματα αυτού του επιθετικού καθεστώτος επιτοκίων, με μια οικονομία που αμαυρώνεται από υποβαθμισμένη ανάπτυξη και αύξηση της ανεργίας.
Νέα αύξηση κατά 75 μ.β. τον Νοέμβριο βλέπει και η Goldman Sachs από τη Fed, ενώ θα ακολουθήσει αύξηση κατά 50 μ.β. τον Δεκέμβριο και 25 μ.β. τον Φεβρουάριο φέρνοντας το επιτόκιο στο εύρος του 4,5%-4,75%. Η πορεία των επιτοκίων το 2023 θα εξαρτηθεί κυρίως από δύο ζητήματα, όπως σημειώνει.
Το πρώτο είναι πόσο γρήγορα επιβραδύνονται η ανάπτυξη, οι προσλήψεις και ο πληθωρισμός. Το δεύτερο ζήτημα είναι εάν η Fed θα είναι πραγματικά ικανοποιημένη με αυτά τα επίπεδα επιτοκίων και πρόθυμη να επιβραδύνει ή να διακόψει τη σύσφιγξη, ενώ ο πληθωρισμός εξακολουθεί να είναι άβολα υψηλός.
Σε ό,τι αφορά την ΕΚΤ, η Société Générale αναφέρει πως είναι και αυτή αποφασισμένη να τιθασεύσει τον πληθωρισμό και, παρά τις εμπροσθοβαρείς αυξήσεις στις οποίες έχει προχωρήσει, πιθανότατα θα συνεχίσει να αυξάνει τα επιτόκια έως το α΄ εξάμηνο του 2023. H γαλλική τράπεζα εκτιμά πως οι ακόμη επιδεινούμενες προοπτικές για τον πληθωρισμό θα αναγκάσουν την ΕΚΤ να συνεχίσει να αυξάνει τα επιτόκια πάνω από το ουδέτερο έδαφος το επόμενο έτος, ακόμη και ενόψει της αποδυνάμωσης ανάπτυξης.
«Αυξάνουμε έτσι τις προσδοκίες μας για τα επιτόκια σε δύο αυξήσεις κατά 50 μονάδες βάσης φέτος, με τρεις αυξήσεις κατά 25 μονάδες βάσης το 2023», όπως τονίζει. Οι αγορές αποτιμούν πλέον ότι το τελικό επιτόκιο καταθέσεων της ΕΚΤ θα διαμορφωθεί στο 2,5% μέχρι τον Ιούλιο του 2023, προβλέποντας περαιτέρω επιθετικές αυξήσεις.
Από την πλευρά της, η Capital Economics επικαιροποίησε τις εκτιμήσεις της και πλέον προβλέπει πως στα τέλη του 2022 το επιτόκιο της ΕΚΤ θα έχει αυξηθεί στο 2%, ενώ το τελικό επιτόκιο θα διαμορφωθεί στο 3% το 2023 παρόλο που η οικονομία της Ευρωζώνης θα εισέλθει σε ύφεση, και αυτό λόγω της ισχύος και του εύρους της πληθωριστικής πίεσης καθώς και της αποφασιστικότητας των υπευθύνων χάραξης πολιτικής να μειώσουν τον πληθωρισμό. Αυτό το επίπεδο θα είναι κοντά στο 3,25% του 2008, πριν από τη χρηματοπιστωτική κρίση, ενώ το ιστορικό υψηλό ήταν στο 3,75% το 2000-2001. «Αμφιβάλλουμε ότι μια ύφεση θα εμπόδιζε την ΕΚΤ», όπως σημειώνει ο οίκος. Δεδομένου ότι οποιαδήποτε ύφεση θα οφείλεται εν μέρει σε σοκ προσφοράς και όχι σε αδύναμη ζήτηση, είναι απίθανο να μειώσει σημαντικά τις πιέσεις στις τιμές.
Το μήνυμα
Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα μπορεί να χρειαστεί να αυξήσει τα επιτόκια σε επίπεδο που να περιορίζει την οικονομική ανάπτυξη προκειμένου να μειώσει τη ζήτηση και να καταπολεμήσει τον απαράδεκτα υψηλό πληθωρισμό», είπε σε ομιλία της την περασμένη εβδομάδα η πρόεδρος της ΕΚΤ, Κριστίν Λαγκάρντ.
Θα συνεχίσει
O Τζερόμ Πάουελ τόνισε πως η Fed είναι «αποφασισμένη» να μειώσει τον πληθωρισμό από τα υψηλότερα επίπεδα των τελευταίων τεσσάρων δεκαετιών και θα «συνεχίσει τις αυξήσεις μέχρι να τελειώσει η δουλειά», ακόμη και με τον κίνδυνο αύξησης της ανεργίας και επιβράδυνσης της ανάπτυξης.
Ο φόβος
«Ακριβώς όπως παρερμήνευσαν τους παράγοντες που προκάλεσαν τον πληθωρισμό το 2021, οι κεντρικές τράπεζες μπορεί τώρα να υποτιμούν την ταχύτητα με την οποία ο πληθωρισμός θα μπορούσε να υποχωρήσει καθώς οι οικονομίες τους επιβραδύνουν», ανέφερε ο Μορίς Ομπστφελντ, ανώτερος συνεργάτης στο Peterson Institute for International Economics και πρώην επικεφαλής οικονομολόγος του ΔΝΤ.