Ο Μακρόν είναι ο πρώτος Γάλλος πρόεδρος μετά την οικονομική κρίση του 2008, που κερδίζει δεύτερη θητεία.
Ο Μακρόν είναι ο πρώτος Γάλλος πρόεδρος μετά την οικονομική κρίση του 2008, που κερδίζει δεύτερη θητεία. Ούτε ο Ολάντ ούτε ο Σαρκοζί κατάφεραν κάτι ανάλογο.
Φαίνεται πως η επανεκλογή του οφείλεται σε τέσσερις κυρίως λόγους.
Πρώτον στην ικανοποίηση από το κυβερνητικό του έργο. Πάνω από το 40% της κοινής γνώμης αξιολογούσε θετικά την προεδρία του (Politico 31/03). Ποσοστό υψηλότερο από εκείνο που συγκέντρωναν οι δύο προκάτοχοί του όταν διεκδικούσαν δεύτερη θητεία. Η βελτίωση της οικονομίας και η αποτελεσματική διαχείριση της πανδημίας έπαιξαν ρόλο. Στις συνθήκες αυτές ήταν πολύ δύσκολο να συγκροτηθεί ένα ισχυρό αντι-κυβερνητικό ρεύμα που θα τον εκτόπιζε από την προεδρία.
Δεύτερον, υπήρξε υπό μία έννοια πολιτικά τυχερός. Η έξαρση του πληθωρισμού συνέβη εν μέσω προεκλογικής περιόδου. Συνεπώς, οι επιπτώσεις δεν ήταν χρονικά εφικτό να γίνουν αισθητές σε βαθμό τέτοιο που να φθείρουν καθοριστικά την υποψηφιότητά του πριν την κάλπη.
Τρίτον, ο Μακρόν παρέμεινε κυρίαρχος στον ευρύτερο «μεσαίο» χώρο. Αφενός γιατί διατήρησε το προφίλ του μετριοπαθούς κεντρώου. Αφετέρου γιατί δεν είχε ανταγωνισμό. Σοσιαλιστές και Ρεπουμπλικάνοι (πρώην γκωλικοί) υποχώρησαν σε μονοψήφια νούμερα.
Τέταρτον, επωφελήθηκε από την «αρνητική» ψήφο. Η αντι-Λεπέν τάση αποδείχθηκε ισχυρότερη από την αντι-Μακρόν. Το 42% των ψηφοφόρων του Mελανσόν ψήφισαν τον νυν πρόεδρο έναντι 17% που επέλεξαν Λεπέν (Ipsos 23/04). Παρότι η βασική διάκριση στον πρώτο γύρο ήταν μεταξύ κεντρώων και λαϊκιστών (ή ευρύτερα ευρωπαϊστών κι ευρωσκεπτικιστών), στο δεύτερο γύρο οι περισσότεροι υποστηρικτές του Μελανσόν επηρεάστηκαν από την παραδοσιακή διάκριση αριστερά-δεξιά. Συνεπώς στήριξαν τον κεντρώο που αντιπαθούσαν λιγότερο για να «σταματήσει» την ακροδεξιά που αντιπαθούσαν περισσότερο. Εξέλιξη άλλωστε που διευκολύνεται παραδοσιακά από την «προσωποποίηση» της γαλλικής πολιτικής και το πλειοψηφικό σύστημα εκλογής σε δύο γύρους. Στην πράξη η δεύτερη κάλπη μοιάζει με άτυπο δημοψήφισμα ανάμεσα σε δύο πρόσωπα.
Σημαίνουν τα παραπάνω κάτι για την ελληνική περίπτωση; Ενδεχομένως.
Η ικανοποίηση από το κυβερνητικό έργο στην επανεκλογή μιας κυβέρνησης παίζει ρόλο και στην Ελλάδα, όπως και παντού στη Δύση. Στην πολιτική άλλωστε οι εκλογές, πρωτίστως χάνονται από τις κυβερνήσεις και δευτερευόντως κερδίζονται από τις αντιπολιτεύσεις. Από τη σκοπιά αυτή, οι θετικές γνώμες για την κυβέρνηση Μητσοτάκη, αν και μειώνονται, παραμένουν διπλάσιες από εκείνες για την αντιπολίτευση (Μetron 03/22). Στις συνθήκες αυτές είναι πολύ δύσκολο, παρά την υπαρκτή δυσαρέσκεια, να αναπτυχθεί ένα ισχυρό αντι-κυβερνητικό ρεύμα αντίστοιχο του αντι-μνημονιακού μεταξύ 2010-15 ή του αντι-ΣΥΡΙΖΑ μεταξύ 2015-19. Για την ώρα τουλάχιστον. Το αίτημα για πρόωρες εκλογές άλλωστε παραμένει μειοψηφικό.
Από την άλλη πλευρά, η μάχη για τον «μεσαίο» χώρο στην Ελλάδα είναι έντονη. Ο Μακρόν μονοπωλεί τους κεντρώους ψηφοφόρους, ενώ ο Μητσοτάκης έχει ανταγωνισμό. Πρωτίστως από το ΠΑΣΟΚ και δευτερευόντως από τον ΣΥΡΙΖΑ. Παρ’όλα αυτά διατηρεί ακόμα το προβάδισμα. Οι διαρροές προς το ΠΑΣΟΚ άλλωστε έχουν κάπως μειωθεί. Ταυτόχρονα, η τάση για «αρνητική» ψήφο στην Ελλάδα έχει εν μέρει διαφοροποιηθεί. Bάσει της MRB, τον Δεκέμβριο 2021 στο ερώτημα «ποιο κόμμα θα σας ενοχλούσε εάν κερδίσει τις [επόμενες] εκλογές έστω και με μία ψήφο διαφορά», το 40,2% απαντά ο ΣΥΡΙΖΑ και το 39,8% η ΝΔ. Στο ίδιο ερώτημα τον Δεκέμβριο 2019, το 46,3% επέλεγε τον ΣΥΡΙΖΑ και το 35,5% την ΝΔ. Ωστόσο η «αρνητική» τάση δεν εκφράζεται με ενιαίο τρόπο και στις δύο εκδοχές. Το δείχνει άλλωστε η κατανομή στην πρόθεση ψήφου.
Παράλληλα, αν και στην Ελλάδα δεν στήνονται κάλπες σε δύο γύρους, την επόμενη φορά μάλλον θα υπάρξει, τρόπο τινά, εξαίρεση. Έχουν σχεδόν προεξοφληθεί διπλές εκλογές. Την πρώτη Κυριακή με απλή αναλογική και τη δεύτερη με ενισχυμένη. Ως εκ τούτου τη δεύτερη φορά κεντρικό ζητούμενο θα είναι ο σχηματισμός κυβέρνησης. Κάτι που αναμένεται να ευνοήσει το πρώτο κόμμα της πρώτης Κυριακής.
Ωστόσο οι συνθήκες προσφυγής στην δεύτερη κάλπη θα επηρεάσουν το πολιτικό κλίμα. Ο Ανδρουλάκης έχει ζητήσει πρωθυπουργό κοινής αποδοχής για να συμμετάσχει σε κυβέρνηση συνεργασίας. Κάτι το οποίο Μητσοτάκης και Τσίπρας απορρίπτουν. Συνεπώς η δεύτερη Κυριακή θα μοιάζει ταυτόχρονα και με ένα άτυπο δημοψήφισμα για το πρόσωπο του πρωθυπουργού – εν προκειμένω του Μητσοτάκη που προηγείται σήμερα στα γκάλοπ.
Ο πρωθυπουργός διαθέτει ισχυρό προσωπικό κεφάλαιο. Υπερέχει των αντιπάλων του σε όλους τους δημοσκοπικούς δείκτες. Όμως έως την άνοιξη του 2023 έχει μπροστά του «Συμπληγάδες»: πόλεμος, ενεργειακό, πληθωρισμός, πανδημία, καλοκαίρι (πιθανόν) με πυρκαγιές κι έναν ακόμα χειμώνα με αβεβαιότητες. Παρ’όλα αυτά, αν στη δεύτερη κάλπη, το εκλογικό σώμα αναζητήσει κυβέρνηση και πρωθυπουργό που να διαθέτει πολιτική ισχύ, ίσως να ευνοηθεί. Όπως αντιστοίχως ευνοήθηκε και ο Σαμαράς μεταξύ Μαϊου και Ιουνίου 2012. Η εξέλιξη αυτή παραδόξως ενδέχεται να διευκολυνθεί και από τον νέο εκλογικό νόμο του κλιμακωτού μπόνους. Αφού το πρώτο κόμμα χρειάζεται 40% για να λάβει το σύνολο των 50 εδρών, τότε στο δρόμο για τις δεύτερες κάλπες είναι πιθανό η κοινή γνώμη να κινηθεί με το βλέμμα στις δημοσκοπήσεις και την αριθμητική των εδρών.
Βεβαίως όλα αυτά μένει να αποδειχθούν. Κάθε κάλπη παράγει την δική της δυναμική. Όπως συνήθιζε να λέει ένας σπουδαίος προκάτοχος του Μακρόν, «ανάμεσα στην προεκλογική περίοδο και την μετεκλογική, μεσολαβεί ένα καθοριστικό γεγονός: οι εκλογές».
*Ο Πάνος Κολιαστάσης είναι διδάκτωρ Πολιτικής Επιστήμης στο Queen Mary University of London (QMUL), μεταδιδακτορικός ερευνητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και διδάσκων στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου. To βιβλίο του με τίτλο «Πρωθυπουργοί σε διαρκή εκλογική εκστρατεία: Κ. Σημίτης, Κ. Καραμανλής, Γ. Παπανδρέου» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Επίκεντρο.