Για πρώτη φορά μετά τα επεισόδια στον Εβρο τον Μάρτιο του 2020, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν απειλεί πάλι την Ελλάδα με το άνοιγμα των συνόρων και υπονοεί πως μπορεί να την «πνίξει» με πέντε εκατομμύρια πρόσφυγες,
ενώ παράλληλα δείχνει την έντονη δυσαρέσκειά του για τη συνεργασία των ΗΠΑ με την Ελλάδα! Εμπειροι αναλυτές εκτιμούν πως η δήλωση του προέδρου της Τουρκίας σημαίνει πως μέχρι τις προεδρικές εκλογές η Αγκυρα οποιαδήποτε στιγμή μπορεί να «απειλήσει» με το προσφυγικό για να αποκομίσει πολιτικό όφελος – τόσο στο εξωτερικό όσο και στο εσωτερικό. Προειδοποιούν δε πως χρειάζεται εγρήγορση και από την πλευρά της Ε.Ε., καθώς το διάστημα μέχρι το 2023 θα είναι κρίσιμο σε πολλά μέτωπα.
Ο κ. Ερντογάν την Πέμπτη αιφνιδίασε τους πάντες κατά τη διάρκεια της κοινής συνέντευξης Τύπου με τον πρωθυπουργό της Ουγγαρίας, Βίκτορ Ορμπαν, στην τουρκική πρωτεύουσα: «Είναι αχαριστία να λένε ότι “το προσφυγικό πρόβλημα πηγάζει από την Τουρκία”, ένα κράτος που σήμερα φιλοξενεί σχεδόν πέντε εκατομμύρια πρόσφυγες. Αν εμείς ανοίξουμε τα σύνορα, δεν μπορώ να ξέρω τι θα κάνει η Ελλάδα. Δεν μπορώ να ξέρω τι θα κάνει».
Πολιτικοί αναλυτές εκτιμούν πως η απειλή του Τούρκου προέδρου προς την Αθήνα δεν πρέπει να θεωρηθεί ως μια απλή επιθετική δήλωση. Θεωρούν πως πρώτος στόχος της τουρκικής κυβέρνησης είναι να αμαυρώσει την εικόνα της Ελλάδας στην Ε.Ε., με τον κ. Ερντογάν να δηλώνει πως «η Ελλάδα είναι η χώρα που σούβλισε τα φουσκωτά των προσφύγων στο Αιγαίο και τη Μεσόγειο και τους καταδίκασε σε θάνατο». Ομως, δημοσιογράφοι της γειτονικής χώρας που έχουν ασχοληθεί με το προσφυγικό ζήτημα, τονίζουν πως το επόμενο βήμα αυτής της προσπάθειας της Τουρκίας μπορεί να είναι ένα νέο προσφυγικό κύμα προς τα ελληνικά νησιά, κάτι που θα μπορούσε να δυσκολέψει ιδιαίτερα τις δυνάμεις της ελληνικής ακτοφυλακής, όπως και της FRONTEX και που θα μπορούσε να προκαλέσει και «λάθη», τα οποία μπορεί να εκμεταλλευθεί η Τουρκία. Τονίζουν πάντως πως οι δηλώσεις Ερντογάν έχουν στόχο και την εσωτερική πολιτική σκηνή, καθώς το πιθανό άνοιγμα των συνόρων δεν θα δυσαρεστούσε καθόλου τα χαμηλά κοινωνικά στρώματα της Τουρκίας, αφού στις περισσότερες δημοσκοπήσεις δείχνουν τη δυσαρέσκειά τους για την παρουσία των προσφύγων στη χώρα τους.
Η οικονομική δυσπραγία στην Τουρκία, η οποία εντείνεται τους τελευταίους μήνες, με τον βασικό μισθό να έχει μειωθεί στα 250 ευρώ από τα 450 ευρώ που ήταν το 2017, προκαλεί την οργή των Τούρκων για τους πρόσφυγες, καθώς οι «ξένοι» εργάζονται και για πιο φθηνά μεροκάματα, με αποτέλεσμα να έχει αυξηθεί η ανεργία. Στις περιοχές της κεντρικής και νοτιοανατολικής Τουρκίας, αυτή η δυσαρέσκεια εκφράζεται για πολλά χρόνια και η απειλή του κ. Ερντογάν για το άνοιγμα των συνόρων ικανοποιεί το κοινό αίσθημα. Σημαντικό δεδομένο, που χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή, είναι πως σύμφωνα με την πρόσφατη δήλωση του Τούρκου προέδρου οι εκλογές στην Τουρκία θα διεξαχθούν τον Ιούνιο του 2023 και έχουν υπάρξει αναλύσεις πως στο ενδιάμεσο διάστημα υπάρχει σοβαρή πιθανότητα ο κ. Ερντογάν να κάνει πραγματικότητα την απειλή του να ανοίξει τα σύνορα. Ως αντίλογος στην πιθανότητα αυτή παρουσιάζεται το επιχείρημα πως αν η Αγκυρα ανοίξει τα σύνορά της, αυτό θα ήταν μια ανορθολογική πολιτική, καθώς θα χάσει τα κονδύλια της Ε.Ε. για το προσφυγικό, ενώ θα υπάρχει και η πιθανότητα επιβολής κυρώσεων από τις Βρυξέλλες. Ωστόσο, η τουρκική κυβέρνηση ακολουθεί τη δική της πορεία και σε άλλους τομείς. Κατά την άποψη της πλειονότητας των οικονομικών αναλυτών, ασκεί ανορθολογική πολιτική και στην οικονομία. Ενώ ο επίσημος πληθωρισμός έχει φτάσει στο 19,85% και ο πραγματικός στο 40%, η κεντρική τράπεζα της Τουρκίας μειώνει τα επιτόκια –σήμερα βρίσκονται στο 16%– και αναμένονται νέες μειώσεις, με αποτέλεσμα να συνεχίζεται η υποτίμηση της τουρκικής λίρας έναντι του ευρώ και του δολαρίου. Στον τουρκικό Τύπο υπάρχουν αναφορές πως ο κ. Ερντογάν αντικαθιστά τους κεντρικούς τραπεζίτες και τους ζητάει να μειώσουν τα επιτόκια, σε αντίθεση με όλες τις συστάσεις των οικονομολόγων.
Απώλεια ψηφοφόρων
Εμπειροι δημοσκόποι τονίζουν πως η κυβερνητική συμμαχία AKP-MHP κάθε μήνα χάνει ποσοστά και μπορεί να κάνει αιφνιδιαστικές και απρόβλεπτες κινήσεις με στόχο το πολιτικό όφελος.
Μέσα σε αυτό το κλίμα υπήρξε και η αιφνιδιαστική αντίδραση της Αγκυρας για τη στρατιωτική συνεργασία της Ελλάδας με τις ΗΠΑ. Μετά τη σύνοδο του G-20 στη Ρώμη, ο κ. Ερντογάν είχε αναφέρει πως εξέφρασε τη δυσαρέσκειά του για τις εξελίξεις στον λιμένα της Αλεξανδρούπολης, με τις δυνάμεις των ΗΠΑ να βρίσκονται εκεί. Την Τετάρτη πάντως ο υπουργός Αμυνας της Τουρκίας Χουλουσί Ακάρ υποβάθμισε το ζήτημα και είπε πως η παρουσία των ΗΠΑ στην Αλεξανδρούπολη θεωρείται ως άσκηση και δεν προκαλεί ανησυχία. Ομως, ο κ. Ερντογάν αποκάλυψε πως η τουρκική κυβέρνηση ενοχλείται από την έντονη παρουσία των ΗΠΑ στην Ελλάδα και υποστηρίζει πως η Ουάσιγκτον «επέλεξε λάθος πλευρά». Πάντως η Ελλάδα, οι ΗΠΑ και η Τουρκία είναι χώρες-μέλη του ΝΑΤΟ, δηλαδή θεωρητικά στην ίδια «πλευρά».
«Το θέμα της Αλεξανδρούπολης δεν είναι μόνο μια βάση. Η ίδια η Ελλάδα έχει γίνει πλέον βάση της Αμερικής. Αυτή τη στιγμή δεν μπορώ να μετρήσω τον αριθμό των αμερικανικών βάσεων εντός της Ελλάδας. Τόσες πολλές αμερικανικές βάσεις υπάρχουν στην Ελλάδα. Η Αλεξανδρούπολη είναι μια μικρή περιοχή μέσα σ’ αυτά. Γιατί συμβαίνουν όλα αυτά τώρα; Γιατί γίνονται; Οταν ρωτάμε τον Μπάιντεν και τους αρμόδιους φορείς για αυτό το θέμα, στις συναντήσεις μας με τον υπουργό Αμυνας και τον υπουργό Εξωτερικών, μου δίνουν διφορούμενες απαντήσεις. Δεν συμπεριφέρονται με ειλικρίνεια και ο γείτονας που επέλεξαν για τον εαυτό τους είναι ο λάθος γείτονας», δήλωσε χαρακτηριστικά ο Τούρκος πρόεδρος.
Αυτό που ενοχλεί ιδιαίτερα είναι πως ενώ η κυβέρνηση Μπάιντεν έχει ξεκινήσει μια ιδιαίτερη συνεργασία με την κυβέρνηση Μητσοτάκη, αντιθέτως εφαρμόζει κυρώσεις στην Τουρκία για το ζήτημα των S-400, δεν παραδίδει τα F-35, τη βγάζει εκτός από το πρόγραμμα συμπαραγωγής του συγκεκριμένου αεροσκάφους και την υποχρεώνει να ξεκινήσει συζητήσεις για την πιθανότητα αγοράς των F-16. Μέσα σε αυτό το κλίμα συνεχίζεται και η δίκη της τουρκικής κρατικής τράπεζας Halkbank, με την κατηγορία ξεπλύματος «μαύρου χρήματος» του Ιράν.