Πέρα από τη διαπιστωμένη – λόγω επίσημων στοιχείων – αδυναμία περιορισμού των νέων κρουσμάτων και των θανάτων, παρά τα lockdown
(που επίσης δεν έχουν ενιαία μορφή και δεν εφαρμόζονται με παρόμοιο τρόπο), η εικόνα που έρχεται από το μέτωπο των εμβολιασμών είναι εξαιρετικά ανησυχητική.
Το Ηνωμένο Βασίλειο δεν αποτελεί πλέον μέλος της «ευρωπαϊκής οικογένειας» και, κατά συνέπεια, το χάος που επικρατεί εκεί αναφορικά με τη διαχείριση της υγειονομικής κρίσης δεν μπορεί να «χρεωθεί» στην ΕΕ. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ούτε ότι οι «27» εφαρμόζουν ενιαία πολιτική ούτε, πολύ περισσότερο, ότι η κατάσταση στις τάξεις τους είναι καλή.
Πέρα από τη διαπιστωμένη – λόγω επίσημων στοιχείων – αδυναμία περιορισμού των νέων κρουσμάτων και των θανάτων, παρά τα lockdown (που επίσης δεν έχουν ενιαία μορφή και δεν εφαρμόζονται με παρόμοιο τρόπο), η εικόνα που έρχεται από το μέτωπο των εμβολιασμών είναι εξαιρετικά ανησυχητική.
Αναμφίβολα, σημαντικό μερίδιο ευθύνης έχει η Κομισιόν, η οποία απέτυχε τόσο να καταστρώσει ένα σαφές και αποτελεσματικό σχέδιο όσο και να διασφαλίσει την έγκαιρη προμήθεια και την ασφαλή ροή επαρκών δόσεων. Όσο για τις δικαιολογίες που προβάλλουν οι εκπρόσωποί της, είτε επικαλούμενοι προβλήματα στην παραγωγή είτε πετώντας το «μπαλάκι» στα κράτη-μέλη με τη δικαιολογία ότι αυτά αποφασίζουν ποια από τα εμβόλια θα προμηθευτούν τελικώς και σε τι αναλογία, ασφαλώς δεν πείθουν.
Η παραπάνω διαπίστωση, ωστόσο, δεν μειώνει τις ευθύνες και τις αστοχίες των επιμέρους κυβερνήσεων. Η κατάσταση στις δύο μεγαλύτερες χώρες της Ευρώπης, Γερμανία και Γαλλία, είναι αποκαλυπτική και η διαφορά ανάμεσά τους κυριολεκτικά… βγάζει μάτι.
240.000 στη Γερμανία, λιγότεροι από 1.000 στη Γαλλία!
Ως την Κυριακή, για παράδειγμα, στη Γερμανία είχαν πραγματοποιηθεί 240.000 εμβολιασμοί (αν και πολύ λιγότεροι σε σύγκριση με τις 1,3 εκατομμύρια δόσεις που είχε παραλάβει η χώρα τον Δεκέμβριο), όταν στη Γαλλία ο αντίστοιχος αριθμός ήταν μικρότερος από 1.000! Το αποτέλεσμα είναι αρκετοί επιδημιολόγοι να κάνουν λόγο για «το μεγαλύτερο φιάσκο στον ιατρικό κόσμο», ενώ η Εθνική Ακαδημία Φαρμακολογίας κατηγόρησε ευθέως την κυβέρνηση για «υπερβολικές προφυλάξεις» που είναι υπεύθυνες για τις καθυστερήσεις.
Το γεγονός αυτό, όπως σημειώνουν τα σχετικά ρεπορτάζ, έχει προκαλέσει την οργή και την προσωπική παρέμβαση του Εμανουέλ Μακρόν, ο οποίος έδωσε εντολή να πολλαπλασιαστούν τα κέντρα εμβολιασμού (από 100 στις αρχές Ιανουαρίου σε 600 στο τέλος του μήνα), αλλά και ο ρυθμός. Φυσικά, ο Μακρόν παρενέβη για έναν επιπλέον λόγο: Επειδή, εκτός των άλλων, φοβάται μήπως χάσει το έδαφος κάτω από τα πόδια του πριν καν το καταλάβει ενόψει των εκλογών του 2022.
Οι διαφορές, όμως, δεν περιορίζονται ανάμεσα σε Γερμανία και Γαλλία. Για του λόγου το αληθές, ενώ στην Ιταλία (πάντα ως την Κυριακή) οι εμβολιασμοί είχαν φτάσει τις 120.000, η Ολλανδία δεν έχει ξεκινήσει καν το πρόγραμμα – με τις πληροφορίες να αναφέρουν ότι ο αρχικός σχεδιασμός προέβλεπε αυτό να γίνει στις 8 Ιανουαρίου (έναντι 27 Δεκεμβρίου που είχε ανακοινώσει η Κομισιόν για ολόκληρη την ΕΕ), όμως τώρα είναι πιθανό η έναρξη να επιταχυνθεί κατά δύο 24ωρα και να ξεκινήσει αύριο Τετάρτη, 6 Ιανουαρίου.
Ζόρια για Μέρκελ και Μακρόν
Αντιπαραθέσεις και συγκρούσεις υπάρχουν, όμως, και στο εσωτερικό των χωρών. Στη Γερμανία, για παράδειγμα, όπου παρά τα προβλήματα η κατάσταση εξακολουθεί να είναι συγκριτικά καλύτερη από ό,τι στους περισσότερους Ευρωπαίους εταίρους της, ομοσπονδιακή κυβέρνηση και κρατίδια δεν έχουν καταφέρει να ομονοήσουν για τα επόμενα βήματα.
Η σημερινή διάσκεψη ανάμεσα στην Μέρκελ και τους τοπικούς πρωθυπουργούς αναδεικνύει το μέγεθος του προβλήματος. Από τη μία, υπάρχουν έντονες διαφωνίες στο «καυτό» ζήτημα του ανοίγματος των σχολείων (που απασχολεί έντονα και άλλα κράτη). Ενώ το αρμόδιο ομοσπονδιακό υπουργείο και οι Χριστιανοδημοκράτες (το κόμμα της καγκελαρίου) τάσσονται υπέρ της επαναλειτουργίας, οι συγκυβερνώντες Σοσιαλδημοκράτες και οι ενώσεις των εκπαιδευτικών ζητούν παράταση του «λουκέτου» επικαλούμενη την οξυμένη επιδημιολογική κατάσταση.
Όσο για τους εμβολιασμούς, η πολιτική αντιπαράθεση είναι έντονη, ακόμη και στο εσωτερικό της κυβέρνησης. Το SPD ασκεί σφοδρή κριτική, με την πρόεδρο της CDU, Άνεγκρετ Κράμπ-Κάρενμπαουερ, να απαντά πως πρόκειται για «μια φτηνή προσπάθεια να διεξαχθεί προεκλογική εκστρατεία εν μέσω πανδημίας».
Αλλά και στην Ιταλία, οι διαφορές ανάμεσα στις περιφέρειες είναι ξεκάθαρες. Για παράδειγμα, ενώ ως την Κυριακή στη Λομβαρδία (επίκεντρο του πρώτου «κύματος» την άνοιξη) είχε γίνει μόνο το 3,8% των προγραμματισμένων για την αρχική φάση εμβολιασμών, στο Βένετο το αντίστοιχο ποσοστό έφτανε στο 40%.
Ανάλογη η εικόνα και στην Ισπανία. Έτσι, ενώ στην Αστούρια έχει χορηγηθεί ήδη το 81% των δόσεων που έχουν παραληφθεί, στην Χώρα των Βάσκων και την Ανδαλουσία το σχετικό ποσοστό είναι μικρότερο από το μισό (37-38%), στην Καταλονία υποχωρεί περαιτέρω στο 14% και στον δήμο της Μαδρίτης είναι μόλις 6%.
Να ανοίξουν ή όχι τα σχολεία;
Αξίζει, επίσης, να σημειωθεί ότι και στις δύο παραπάνω χώρες – Ιταλία και Ισπανία – υπάρχει προβληματισμός και αντιπαράθεση για το κατά πόσο θα πρέπει να ανοίξουν τα σχολεία αυτή την εβδομάδα, όπως έχει προγραμματιστεί. Ολοένα περισσότεροι – όπως συμβαίνει και στην Ιρλανδία και αλλού – ζητούν να δοθεί παράταση, επικαλούμενοι και την εμφάνιση του νέου στελέχους του κοροναϊού και το ενδεχόμενο να αποδειχθούν και οι νέοι ευάλωτοι σε αυτό.
Προφανώς, θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι όλα τα παραπάνω δεν είναι παρά περίπου φυσιολογικές και αναμενόμενες «παρενέργειες» της τιτάνιας προσπάθειας που καταβάλλεται προκειμένου να αντιμετωπιστεί μια πρωτόγνωρη (από κάθε άποψη) κατάσταση. Ακόμη κι έτσι, ωστόσο, οι αρμόδιοι και κυβερνώντες θα όφειλαν να είναι πιο προσεκτικοί και αποτελεσματικοί – και συνάμα, πιο μετρημένοι στα λόγια και τις φιέστες τους.