Γιατροί στη Θεσσαλονίκη δημιουργούν κυτταρική θεραπεία για τους βαρέως πάσχοντες – Η πρωτοποριακή μέθοδος και ο ρόλος των "Τ" λεμφοκυττάρων.
Ελπίδες για την αντιμετώπιση των περιπτώσεων βαριάς COVID-19 δίνει μια πρωτοποριακή κυτταρική θεραπεία. Η θεραπεία, η οποία εφαρμόζεται στην Αιματολογική Κλινική του Νοσοκομείου Παπανικολάου της Θεσσαλονίκης προκειμένου να προστατευτούν από λοιμώξεις μεταμοσχευμένοι ασθενείς, τροποποιήθηκε ώστε να χορηγηθεί στις περιπτώσεις εκείνες των ασθενών με COVID-19 που τη χρειάζονται περισσότερο: σε εκείνους δηλαδή που το ανοσοποιητικό σύστημά τους τους έχει προδώσει και αδυνατούν να εγείρουν αντίσταση στην παρουσία του ιού. Τώρα μένει να περάσει από το προκλινικό στο κλινικό στάδιο.
"Τ" λεμφοκύτταρα εναντίον ιών
Κάθε φορά που δεχόμαστε επίθεση από έναν παθογόνο μικροοργανισμό, το ανοσοποιητικό σύστημά μας προβάλλει σθεναρή και πολυμέτωπη αντίσταση. Μέρος αυτής της αντίστασης είναι και η παραγωγή Τ λεμφοκυττάρων, κυττάρων τα οποία εξειδικεύονται στην αναγνώριση και εξολόθρευση των εισβολέων. Οταν πια ο κίνδυνος αποσοβηθεί και τα εξειδικευμένα να αναγνωρίζουν τον νικημένο εισβολέα κύτταρα παύουν να χρειάζονται, ο αριθμός τους αρχίζει να μειώνεται.
Δεν εκμηδενίζεται όμως. Για κάθε παθογόνο το οποίο έχουμε αντιμετωπίσει επιτυχώς διατηρούμε μικρούς αριθμούς αντίστοιχων Τ λεμφοκυττάρων (τα οποία ονομάζονται «κύτταρα μνήμης»). Ετσι, αν τύχει να μολυνθούμε και πάλι, από τον ταχύτατο πολλαπλασιασμό των κυττάρων μνήμης θα προκύψει ένας ολόκληρος στρατός Τ λεμφοκυττάρων έτοιμος να μας σώσει ξανά.
Δεν είναι όμως όλοι οι άνθρωποι σε όλα τα στάδια της ζωής τους ικανοί να θέσουν αυτόν τον κυτταρικό στρατό σωτηρίας σε δράση και το ίδιο συμβαίνει και με τους ασθενείς με COVID-19. «Υπό κανονικές συνθήκες, κατά την πορεία εξέλιξης της νόσου, ο αριθμός των ειδικών για την καταπολέμηση του SARS-CoV-2 Τ λεμφοκυττάρων αυξάνει στην πλειονότητα των ασθενών.
Υπάρχει όμως μια μερίδα ασθενών οι οποίοι, είτε επειδή είναι ανοσοκατεσταλμένοι, είτε επειδή έχουν συνοσηρότητες, δεν μπορούν να αναπτύξουν αυτά τα κύτταρα. Είναι οι ασθενείς με τη χειρότερη πρόβλεψη» λέει η καθηγήτρια Ευαγγελία Γιαννάκη, η οποία μαζί με τη συνάδελφό της Αναστασία Παπαδοπούλου ηγούνται της πρωτοποριακής μελέτης.
Εγκαιρη πρόβλεψη και αντιμετώπιση
Από την παραπάνω παρατήρηση προέκυψαν δύο συμπεράσματα: πρώτον, ότι η παρακολούθηση των επιπέδων των Τ λεμφοκυττάρων στο αίμα των ασθενών με COVID-19 θα μπορούσε να λειτουργήσει σαν ένα προγνωστικό εργαλείο εντοπισμού εκείνων που θα νοσήσουν βαριά και, δεύτερον, ότι η κατάστασή τους θα μπορούσε να αναστραφεί αν τους χορηγούνταν εξωγενώς Τ λεμφοκύτταρα εξειδικευμένα να αναγνωρίζουν και να επιτίθενται στον SARS-CoV-2.
Η ιδέα λοιπόν είναι να διερευνάται γρήγορα η πιθανή αδυναμία ενός ασθενούς να παράγει τα δικά του Τ λεμφοκύτταρα, προκειμένου αυτά να του χορηγούνται (με μετάγγιση) ως ζωντανό φάρμακο.
Αν και πρωτοποριακή, η ιδέα είναι ήδη δοκιμασμένη. Εδώ και μερικά χρόνια Τ λεμφοκύτταρα χρησιμοποιούνται για την προστασία από λοιμώξεις μεταμοσχευμένων ασθενών από ιούς (όπως ο μεγαλοκυτταροϊός ή ο ιός Epstein Barr), οι οποίοι βρίσκουν το πεδίο ελεύθερο λόγω της ανοσοκαταστολής.
Η κυρία Αναστασία Παπαδοπούλου ειδικεύτηκε στο Χιούστον του Τέξας στην αξιοποίηση των Τ λεμφοκυττάρων για την προστασία των μεταμοσχευμένων ασθενών και η Μονάδα Γονιδιακής και Κυτταρικής Θεραπείας (ΜΓΚΘ) της Αιματολογικής Κλινικής είναι «η μόνη πιστοποιημένη από τον ΕΟΦ για παραγωγή υπό έρευνα φαρμακευτικών προϊόντων προηγμένων θεραπειών για ανθρώπινη χρήση στο πλαίσιο εγκεκριμένων κλινικών μελετών».
Με άλλα λόγια, η ερευνητική ομάδα της Αιματολογικής Κλινικής του Νοσοκομείου Παπανικολάου, η οποία διευθύνεται από τον καθηγητή Αχιλλέα Αναγνωστόπουλο, διαθέτει την τεχνογνωσία και την υλικοτεχνική υποδομή για τη θεραπευτική αξιοποίηση των Τ λεμφοκυττάρων.
Προφανώς μοναδική πηγή Τ λεμφοκυττάρων ειδικών για την αντιμετώπιση του SARS-CoV-2 είναι θεραπευμένοι πρώην ασθενείς.
Οπως μάλιστα έδειξε η προκλινική μελέτη των ελλήνων επιστημόνων, τα εν λόγω κύτταρα «παραμένουν στους αναρρώσαντες για διάστημα τουλάχιστον 8 μηνών, ενώ έχει αξιολογηθεί η λειτουργικότητά τους και έχει στανταριστεί η μεθοδολογία παραγωγής τους. Τα κύτταρα πολλαπλασιάζονται στο εργαστήριο υπό κατάλληλες συνθήκες έτσι ώστε να προκύπτουν πλήρως χαρακτηρισμένα κυτταρικά προϊόντα» εξηγεί η κυρία Παπαδοπούλου.
Από το εργαστήριο στην κλινική
Εχοντας λοιπόν διενεργήσει το προκλινικό μέρος της έρευνάς τους και έχοντας απαντήσει σε κομβικά ερωτήματα που αφορούν τη δυναμική των Τ λεμφοκυττάρων στην αντιμετώπιση της COVID-19, οι ερευνητές προτίθενται να προχωρήσουν στη δημιουργία μιας τράπεζας Τ λεμφοκυττάρων από αναρρώσαντες εθελοντές.
«Εχουμε υπολογίσει ότι 20 επιλεγμένοι δότες θα μπορούσαν να καλύψουν το φάσμα ιστοσυμβατότητας, ώστε να βρίσκονται κύτταρα συμβατά για κάθε ασθενή – υποψήφιο λήπτη» σημείωσε η κυρία Γιαννάκη, ενώ η κυρία Παπαδοπούλου πρόσθεσε ότι «στον σχεδιασμό της μελέτης οι δότες θα προέλθουν από το ιατρονοσηλευτικό προσωπικό. Από κάθε δότη θα ληφθούν περί τα 250 ml αίματος προκειμένου να απομονωθούν τα Τ λεμφοκύτταρα».
Η ερευνητική ομάδα δεν θα περιμένει την ολοκλήρωση της τράπεζας κυττάρων. Παράλληλα, ασθενείς οι οποίοι θα πληρούν τα κριτήρια θα μπαίνουν στην κλινική δοκιμή για την οποία έχει υπολογιστεί ένας αριθμός 50 έως 70 ασθενών.
Η προτυποποίηση της διαδικασίας σε συνθήκες ορθής παρασκευαστκής πρακτικής, η δημιουργία τράπεζας αντι-SARS-CoV-2-ειδικών κυτταρικών προϊόντων (από τουλάχιστον 20 δότες) και η χορήγησή τους σε τουλάχιστον 70 ασθενείς υψηλού κινδύνου έχει ορίζοντα ολοκλήρωσης τους 12 μήνες. «Πιστεύουμε ότι έχουμε στα χέρια μας ένα ζωντανό φάρμακο το οποίο μπορεί να σώσει ζωές» λέει ο κ. Αναγνωστόπουλος.
Ας ελπίσουμε ότι σύντομα θα δούμε το ζωντανό φάρμακο να χαρίζει ζωή στους πλέον άτυχους μεταξύ των ασθενών με COVID-19.
Εντελώς διαφορετικό το πλάσμα αναρρώσεως
Μπορεί τα Τ λεμφοκύτταρα να απομονώνονται από ασθενείς που έχουν αναρρώσει από την COVID-19, όπως συμβαίνει και με το πλάσμα αναρρώσεως, αλλά οι ομοιότητες των δύο θεραπευτικών προσεγγίσεων σταματούν εκεί. Το πλάσμα αναρρώσεως δεν περιέχει ζωντανά κυτταρικά στοιχεία.
Οι πιθανές θεραπευτικές ιδιότητές του, οι οποίες είναι ακόμη υπό διερεύνηση, οφείλονται στην παρουσία αντισωμάτων. Σε αντίθεση όμως με τα Τ λεμφοκύτταρα, τα οποία παραμένουν στον οργανισμό επί μακρόν, τα αντισώματα βαθμηδόν αποικοδομούνται.