Δύο γιατροί αφηγούνται λεπτομέρειες από τη μάχη που δίνουν καθημερινά με τον ιό, εξηγούν τις ανησυχίες και τους φόβους τους,
μιλούν για τη μοναξιά των ασθενών και το κοινωνικό στίγμα και εκφράζουν την οργή τους για τον τρόπο που τις αντιμετωπίζουν οι… αρνητές της πανδημίας.
Μετά από μια σύντομη ανάπαυλα, το υγειονομικό προσωπικό του ΕΣΥ εισέρχεται στη δίνη αντιμετώπισης του δεύτερου κύματος της πανδημίας. Δύο γιατροί που βρίσκονται στην πρώτη γραμμή ξεδιπλώνουν στο «Βήμα» τους φόβους, τις ανησυχίες, τις ενδόμυχες σκέψεις τους για όσα βίωσαν, αλλά και για εκείνα που θα ακολουθήσουν, αντλώντας παράλληλα δύναμη από το γεγονός ότι πλέον είναι πιο έμπειροι σε σχέση με τον περασμένο Μάρτιο. «Ξεκινάμε έναν πόλεμο χωρίς να έχουμε ξεκουραστεί ή ανακάμψει από τον πρώτο» λέει η επίκουρη καθηγήτρια Πνευμονολογίας του ΕΚΠΑ, Α’ Κλινική Εντατικής Θεραπείας του νοσοκομείου «Ευαγγελισμός», κυρία Παρασκευή Κατσαούνου. «Θα θέλαμε να είχαμε δει μεγαλύτερη προετοιμασία, οργάνωση και πράξεις» εξηγεί και προσθέτει ότι «μπορεί να μην έχουμε πολλά μέσα θεραπείας, έχουμε όμως βαθύτερη γνώση, και αυτό μας βοηθάει ψυχολογικά. Ετσι, για παράδειγμα, στους ασθενείς χορηγούμε προληπτικά αντιπηκτική αγωγή, προλαμβάνοντας τυχόν επιπλοκές που κοστίζουν ανθρώπινες ζωές ακόμη και νέων».
Θεωρίες συνωμοσίας
Οι άσπρες ιατρικές ποδιές – που εν μέσω πανδημίας έχουν αντικατασταθεί από ολόσωμες φόρμες που κάνουν το σώμα να ασφυκτιά όσο οι ώρες περνούν – «ντύνουν» ανθρώπους με αισθήματα και ανησυχίες. «Δεν κρύβω ότι υπάρχουν και στιγμές στη διάρκεια της εφημερίας όπου τα ψυχικά όριά μας δοκιμάζονται και ενίοτε εξαντλούνται λόγω της προκλητικής συμπεριφοράς ορισμένων, οι οποίοι ακόμα και μέσα στο εξεταστήριο εκφράζουν συνωμοσιολογικές θεωρίες και απορρίπτουν με στείρο τρόπο κάθε επιστημονική τεκμηρίωση και γνώση, μη σεβόμενοι ούτε τους συμπάσχοντες, αλλά ούτε και τους ίδιους τους επαγγελματίες υγείας που παραμένουν στο πόστο τους με τον ίδιο ζήλο και αποφασιστικότητα για ολόκληρους μήνες, φορώντας ολόσωμες ποδιές και μάσκες» αναφέρει χαρακτηριστικά η δρ Σταματούλα Τσικρικά, πνευμονολόγος στο «Σωτηρία».
Εν τω μεταξύ, η καλοκαιρινή έξαρση κρουσμάτων και η διασπορά του ιού που μεταφράζεται σε αύξηση εισαγωγών στα νοσοκομεία έχει αλλάξει το προφίλ των ασθενών που χρήζουν ιατρικής φροντίδας. «Εως πριν από περίπου δύο εβδομάδες είχαμε θετικά κρούσματα, που όμως δεν χρειάζονταν νοσηλεία. Εκτοτε, οι κλίνες Covid σταδιακά γεμίζουν και με αλλοδαπούς ασθενείς. Είναι άνθρωποι που έχουν καθυστερήσει να απευθυνθούν στο νοσοκομείο, γεγονός που ανοίγει το κίνδυνο της μετάδοσης στις επαφές τους. Αντιμετωπίζουμε ασθενείς διαφορετικής κουλτούρας, θρησκείας, νοοτροπίας, με αποτέλεσμα το κλινικό μας έργο να γίνεται σε κάποιες περιπτώσεις ιδιαίτερα δύσκολο» διαπιστώνει η κυρία Κατσαούνου. Οι περιγραφές ανοίγουν μια μικρή «χαραμάδα» σε μια καθημερινότητα που δεν θυμίζει σε τίποτα τις ημέρες των χειροκροτημάτων με τους πολίτες να εκφράζουν ένα μεγάλο «ευχαριστώ». Ορισμένοι, λόγω θρησκευτικών πεποιθήσεων, δεν δέχονται να λάβουν τα φάρμακά τους, φωνάζουν, φτύνουν γιατρούς και νοσοκόμες, τους καταριούνται…
Οι γιατροί σαν οικογένεια
Για την πλειονότητα των ασθενών όμως το προσωπικό του ΕΣΥ είναι ό,τι πιο κοντινό έχουν σε ανθρώπινο άγγιγμα. «Πρωτίστως, ως ιατρός τμήματος Covid-19, έχω τη μέριμνα να εκτιμήσω, να διαγνώσω ορθά και να διαχειριστώ βάσει των πρωτοκόλλων τους νοσούντες χωρίς πρόκληση ενδονοσοκομειακής διασποράς. Ταυτόχρονα όμως, συμμεριζόμενη την αγωνία και το άγχος του ασθενούς που γνωρίζει ότι θα νοσηλευτεί μόνος του σε έναν θάλαμο χωρίς δυνατότητα επισκεπτηρίου, αισθάνομαι την ανάγκη να σταθώ δίπλα του, να τον καθησυχάσω, να απαντήσω με ειλικρίνεια σε ερωτήσεις, ενώ δεν λείπουν οι φορές που μια εγκάρδια κουβέντα, ένα αστείο ή ένα χτύπημα στην πλάτη αποτελούν πολύτιμη «ένεση» αναθάρρησης και ελπίδας» υπογραμμίζει η κυρία Τσικρικά.
Η ίδια συχνά στο πρόσωπο των αρρώστων αντιστοιχεί ένα δικό της αγαπημένο πρόσωπο όπως αυτό της μητέρας της, του αδερφού της ή κάποιου φίλου. «Ειδικότερα απέναντι στους ηλικιωμένους ασθενείς το αίσθημα να δείξω συμπαράσταση πολλαπλασιάζεται αντιλαμβανόμενη τις ανησυχίες τους και την αβεβαιότητά τους ότι μπορεί τελικά να μην τα καταφέρουν σε αυτή τη μάχη, χωρίς καν να προλάβουν να αποχαιρετήσουν τους δικούς τους. Σε αυτές τις ειδικές περιπτώσεις, το προσωπικό παίρνει τον ρόλο της δεύτερης οικογένειας, προσπαθώντας με κάθε τρόπο να βρει τρόπους επικοινωνίας με τα οικεία πρόσωπα, κάνοντας χρήση των νέων τεχνολογιών» επισημαίνει.
Σε κάθε εφημερία στο νοσοκομείο «Σωτηρία» επιστρατεύονται κινητά, προσωπικά e-mail και σταθερά τηλέφωνα για ενημέρωση και οπτική επαφή μετά από παράκληση των ασθενών. Η μοναξιά, η αγωνία, η αβεβαιότητα αποδεικνύονται ότι είναι εξίσου επικίνδυνα συμπτώματα για την υγεία των ασθενών, αφήνοντας κατάλοιπα μήνες μετά.
Κοινωνικό στίγμα και μετατραυματικό στρες
«Τόσο στα εξωτερικά ιατρεία, κατά τον επανέλεγχο των ασθενών που νοσηλεύτηκαν με λοίμωξη Covid-19, όσο και από τα αποτελέσματα μελέτης που έχουμε διεξαγάγει, διαπιστώνουμε ότι αρκετοί από τους αναρρώσαντες υποφέρουν από μετατραυματικό στρες. Είναι πολύ σκληρό να είσαι μακριά από τους δικούς σου ανθρώπους, να μη βλέπεις τα παιδιά σου και να διαβάζεις στο Διαδίκτυο πως άλλοι πεθαίνουν. Επιστρέφοντας όμως στη ζωή τους, οι περισσότεροι έρχονται αντιμέτωποι με το κοινωνικό στίγμα. Φίλοι τούς αποφεύγουν, οι γείτονες αλλάζουν πεζοδρόμιο, παρότι πλέον είναι επιστημονικά αδύνατον να μεταδίδουν τον ιό. Δυστυχώς, το ίδιο στίγμα είναι αυτό που εμποδίζει άλλους να επικοινωνήσουν τα συμπτώματά τους – πηγαίνοντας στη δουλειά με πυρετό και κρύβοντας την κούρασή τους πίσω από τη μάσκα – με ό,τι αυτό συνεπάγεται» λέει η κυρία Κατσαούνου.
Μάλιστα, το ίδιο ερωτηματολόγιο κλήθηκαν να απαντήσουν και γιατροί με τα συμπεράσματα να δείχνουν ότι το στρες έχει «εμποτίσει» και το δικό τους σύστημα. «Αφενός υπάρχει πάντα ο φόβος μήπως μεταφέρουμε τον ιό στους δικούς μας ανθρώπους, στις οικογένειές μας, ακολουθώντας καθημερινά μια ιεροτελεστία απολύμανσης πριν εισέλθουμε στο σπίτι. Είναι σκληρό να ζητάς από τους υπερήλικες γονείς σου να βγαίνουν στο μπαλκόνι για να τους χαιρετήσεις από μακριά – είναι όμως και αναγκαίο. Ευτυχώς, είχαμε την τύχη τουλάχιστον ως επαγγελματίες να δώσουμε τη φροντίδα που αρμόζει σε όλους τους ασθενείς. Ανησυχούμε όμως μήπως φθάσουμε στο σκληρό σημείο να επιλέγουμε ποιους θα διασωληνώσουμε» παραδέχεται.
Οι νέοι το παίρνουν αψήφιστα
«Οι νεότεροι ασθενείς διακρινόμενοι πιθανά από την απειρία και τη νεανική επιπολαιότητα, ρισκάρουν ως προς τη μόλυνση, αγνοούν ή προσαρμόζουν κατά το δοκούν τα μέτρα και τις οδηγίες των ειδικών. Εν τούτοις, στο άκουσμα του θετικού αποτελέσματος, διακατέχονται από αβεβαιότητα, σκύβουν το κεφάλι και συνειδητοποιούν αιφνίδια την τρωτότητα της ανθρώπινης φύσης τους» προσθέτει η κυρία Τσικρικά.
Ενα ακόμη δύσκολο κεφάλαιο για τους λειτουργούς του Ιπποκράτη είναι όταν και οι ίδιοι διαπιστώνουν ότι είναι εξίσου ευάλωτοι και τρωτοί στον ιό SARS-CoV-2. «Eνώ δεν υπάρχει κανένας απολύτως διαχωρισμός ανάμεσα στους ασθενείς και η άσκηση του ιατρικού καθήκοντός μου πραγματοποιείται με τρόπο ισότιμο και σύννομο με την ιατρική δεοντολογία, στην εικόνα νόσησης συναδέλφου επαγγελματία υγείας το στομάχι σφίγγεται δύο φορές και η ανασφάλεια αυξάνεται κατακόρυφα, ειδικά όταν η μόλυνση έχει καταγραφεί στο ωράριο εργασίας. Γιατί γνωρίζω πολύ καλά ότι ακόμα και το παραμικρό λάθος ή αστοχία στη διαχείριση και φροντίδα των θετικών ασθενών, απότοκα του αυξημένου φόρτου εργασίας ή πιθανώς και της ψυχικής εξάντλησης του προσωπικού δύναται να μετατρέψουν τον θεραπευτή σε θεραπευόμενο» καταλήγει.