Πόσο κοντά είμαστε στον κόσμο του Οργουελ;
Google και Facebook το πράττουν δημιουργώντας τεράστιες βάσεις δεδομένων από την αναζήτηση των πολιτών στον παγκόσμιο ιστό και αναδιαμορφώνουν το ηθικό και πολιτικό πλαίσιο της κοινωνίας του 21ου αιώνα.
Εχουμε άραγε κατανοήσει τι συμβαίνει γύρω μας όταν σερφάρουμε στην Google αναζητώντας πληροφορίες ή όταν ποστάρουμε τις απόψεις μας και τις φωτογραφίες μας στο Facebook ή στο Twitter; Πόσες φορές έχουμε κάποιοι από εμάς εκπλαγεί όταν, ενώ βρισκόμαστε σε ταξίδι εκτός Ελλάδος, βλέπουμε να εμφανίζονται στην οθόνη του υπολογιστή μας διαφημίσεις που σχετίζονται με προηγούμενες αναζητήσεις μας (πού αλλού;) στην Google; Αυτά συμβαίνουν στη Δύση. Στην Κίνα εντοπίζουμε άλλες «ύποπτες» κινήσεις. Ιδιωτικές εταιρείες ή τοπικές αρχές ενθαρρύνουν και εφαρμόζουν πιλοτικά προγράμματα καταγραφής της συμπεριφοράς των πολιτών από «αθώα» περιστατικά, όπως οι ηλεκτρονικές αγορές π.χ. από τον κολοσσό Alibaba, ως την πληρωμή των φόρων. Η κεντρική ιδέα (αν και επισήμως δεν υφίσταται κάποιος κεντρικός έλεγχος από το Πεκίνο) είναι η δημιουργία ενός συστήματος που έχει περιγραφεί ως «κοινωνικό point system» και το οποίο ουσιαστικά βαθμολογεί τους πολίτες για την κοινωνική τους συμπεριφορά και πρακτική.
Σας φαντάζει αυτό οργουελιανό; Ισως. Ωστόσο, επειδή «Το Βήμα» είχε την ευκαιρία, χάρη στην προσφορά του Σουηδικού Ινστιτούτου, να βρεθεί πριν από μερικές ημέρες στη Στοκχόλμη και να συμμετάσχει, μεταξύ άλλων, στο Gather Festival, μάλλον θα έπρεπε να αναζητήσουμε με μεγάλη σοβαρότητα τις απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά. Το Gather Festival αποτελεί μια πολύ επιτυχημένη ετήσια συνάθροιση ανθρώπων της τεχνολογίας, της καινοτομίας, του επιχειρηματικού αλλά και του ακαδημαϊκού κόσμου, όπου οι συμμετέχοντες προσπαθούν να εξηγήσουν πώς η τεχνολογία και η ραγδαία ανάπτυξη των νέων μεθόδων της τεχνητής νοημοσύνης αλλά και των big data (δηλαδή της αξιοποίησης τεραστίων ποσοτήτων δεδομένων που συσσωρεύονται στις βάσεις τόσο δημοσίων όσο και ιδιωτικών φορέων) μπορούν να επηρεάσουν την καθημερινότητα των πολιτών και φυσικά την ιδιωτικότητά τους. Στη Σουηδία, σε αντίθεση με τη μάλλον απούσα από τέτοιους προβληματισμούς Ελλάδα, η συζήτηση είναι πολύ εκτεταμένη. Θεωρείται δε ότι η σχετική απορρύθμιση που επικρατεί αναφορικά με τη δράση ψηφιακών κολοσσών – ιδιαίτερα των Google και Facebook – μπορεί να αποβεί απειλητική για τη δημοκρατία.
Στόχος η αύξηση των διαφημιστικών εσόδων
Μία από τις πλέον ενδιαφέρουσες συνεδρίες στο Gather Festival ήταν αυτή με τίτλο «Η Εποχή της Οικονομίας της Παρακολούθησης». Δεν είναι δύσκολο να αντιληφθεί κανείς ότι οι διοργανωτές επηρεάστηκαν από ένα από τα πιο ενδιαφέροντα βιβλία που κυκλοφορούν διεθνώς σήμερα. Πρόκειται για την «Εποχή του Καπιταλισμού της Παρακολούθησης» (ο αγγλικός τίτλος είναι «The Age of Surveillance Capitalism»), συγγραφέας του οποίου είναι η ομότιμη καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ Σοσάνα Ζούμποφ. Το βιβλίο είναι καθηλωτικό, καθώς η Ζούμποφ οδηγεί τον αναγνώστη σε ένα ταξίδι με το οποίο εξηγεί πώς οι ψηφιακοί κολοσσοί, με πρώτη την Google και με τη Facebook να ακολουθεί κατά πόδας, αναδιαμορφώνουν το ηθικό και πολιτικό πλαίσιο της κοινωνίας του 21ου αιώνα, αλλά και τις αξίες του πολιτισμού της πληροφορίας. Και αυτό το πράττουν δημιουργώντας τεράστιες βάσεις δεδομένων από την αναζήτηση των πολιτών στον παγκόσμιο ιστό και αξιοποιώντας αυτό που οι χρήστες αφήνουν πίσω (η ίδια το αποκαλεί «ψηφιακές εξατμίσεις», στα αγγλικά «digital exhaust») χωρίς τον παραμικρό έλεγχο για να αυξήσουν τα διαφημιστικά τους έσοδα μέσω στοχευμένων και συνήθως εξατομικευμένων διαφημίσεων.
Ο «καπιταλισμός της παρακολούθησης»
Φυσικά, συμβαίνουν ενίοτε και… ατυχήματα – που ενίοτε μόνο τυχαία δεν είναι. Ενα από αυτά φέρει την ονομασία «Cambridge Analytica» και οι συνέπειες αυτού δεν χρειάζονται περαιτέρω ανάλυση σε σχέση κυρίως με την έκβαση του δημοψηφίσματος για το Brexit. Η Google ήταν αυτή που συνέλαβε και προώθησε τη μέθοδο της στενής παρακολούθησης και καταγραφής των προτιμήσεων των χρηστών, η Facebook ακολούθησε και ο «καπιταλισμός της παρακολούθησης», δηλαδή η αξιοποίηση της παράνομης αυτής πρακτικής για εμπορικούς σκοπούς, εγκαινίασε τη νέα εποχή του παγκόσμιου καπιταλισμού. Το χειρότερο όμως είναι, όπως εξήγησε μιλώντας στο Gather Festival η Αννα Λόβερους, επικεφαλής της εταιρείας συμβούλων Artificial Humanity, ότι ακόμη και σήμερα «δεν είναι σαφές πότε περάσαμε την κόκκινη γραμμή και αποδεχθήκαμε να παραδοθούν τα προσωπικά μας δεδομένα για αλλότριους σκοπούς. Και σήμερα», προσθέτει, «έχει αρχίσει και διαμορφώνεται ένα «χρηματιστήριο δεδομένων» στις Ηνωμένες Πολιτείες» στο οποίο κερδίζει όποιος προσφέρει τα περισσότερα για την απόκτησή τους.
Θυσία στην Κίνα η ιδιωτικότητα
Αν στις δυτικές κοινωνίες συμβαίνουν τα προαναφερθέντα, η παρουσίαση της Αντι Ζανγκ στο Gather Festival άνοιξε ένα παράθυρο στο τι συμβαίνει (ή ορθότερα στο τι πρόκειται, μάλλον, να συμβεί) στην Κίνα τα επόμενα χρόνια. Ο «καπιταλισμός της παρακολούθησης» στη μεγάλη ασιατική χώρα, στον οποίο αναφέρθηκε η, εργαζόμενη σήμερα στην εταιρεία ρομποτικής ΑΒΒ με έδρα το Μόναχο, κυρία Ζανγκ στο πλαίσιο της ομιλίας της στο Gather Festival, «φαίνεται ότι έχει την έγκριση των πολιτών. Δεν πρέπει να λησμονούμε ότι το κομμουνιστικό καθεστώς έχει βελτιώσει ραγδαία την καθημερινή ζωή των πολιτών και με τον τρόπο αυτόν έχει δημιουργηθεί μια τεράστια μεσαία τάξη που το λαμβάνει σοβαρά υπόψη της». Οπως τόνισε, «στην Κίνα παρατηρείται σήμερα η μεγαλύτερη διείσδυση ψηφιακών πληρωμών, κυρίως μέσω κινητών τηλεφώνων, ενώ οι εφαρμογές (apps) χρησιμοποιούνται ακόμη και για την παραγγελία ενός καφέ latte!». Αν σε αυτό προστεθεί η εμπιστοσύνη στην κυβέρνηση, τότε ο πληθυσμός εμφανίζεται διατεθειμένος να θυσιάσει την ιδιωτικότητά του.
Οφείλει βέβαια να επισημανθεί ότι αυτό το «κοινωνικό point system» δεν έχει, τουλάχιστον επισήμως, κεντρική καθοδήγηση ώστε να δικαιολογεί την αποστροφή του αμερικανού αντιπροέδρου Μάικ Πενς περί ενός «οργουελιανού συστήματος». Η σύλληψη της ιδέας έγινε το 2007 και ουσιαστικά από το 2014 εφαρμόζεται πιλοτικά είτε σε ορισμένες πόλεις είτε μέσω ορισμένων πλατφορμών ηλεκτρονικών πληρωμών, όπως η Sesame Credit ή η Ant Financial, μέσω της οποίας λειτουργεί η Alibaba. Ωστόσο, το 2014 είναι έτος κομβικής σημασίας διότι τότε η κινεζική κυβέρνηση, για την ακρίβεια το Κρατικό Συμβούλιο της Κίνας, δημοσίευσε ένα έγγραφο υπό τη μορφή «οδικού χάρτη» με σκοπό τη δημιουργία ενός τέτοιου συστήματος ως το 2020. Ο σκοπός του, όπως έγραψε ο Τζέιμι Χόρσλι στο περιοδικό «Foreign Policy», είναι ουσιαστικά η συμμόρφωση των πολιτών με κοινωνικές και οικονομικές υποχρεώσεις, καθώς και η τήρηση συμβατικών δεσμεύσεων. Από την άποψη αυτή, εισάγεται εμμέσως και ένα ηθικό στοιχείο στην εξίσωση. Ωστόσο, ο κ. Χόρσλι απορρίπτει το επιχείρημα ότι το σημερινό σύστημα λειτουργεί κεντρικά. Οι επικριτές του όμως βλέπουν τους σπόρους για να συμβεί κάτι τέτοιο στο μέλλον.
Οι προκλήσεις για τη Δημοκρατία
Το κρίσιμο ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί είναι πώς μπορεί να ελεγχθεί ή έστω να ρυθμιστεί η ανεξέλεγκτη ισχύς των ψηφιακών κολοσσών η οποία, σε συνδυασμό με την κυριαρχία των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και την καλπάζουσα εξάπλωση τεχνολογιών όπως η τεχνητή νοημοσύνη (με τη χρήση αλγορίθμων), επηρεάζουν βαθιά την καθημερινότητα και θέτουν σοβαρά ζητήματα όχι απλώς ιδιωτικότητας αλλά και δημοκρατίας. Στη Σουηδία, όπου το 2021 συμπληρώνονται τα 100 χρόνια από την εισαγωγή του δημοκρατικού πολιτεύματος, η κυβέρνηση έχει συστήσει μια Επιτροπή για τη Δημοκρατία. Σύμφωνα με τη Λένα Πόσνερ-Κερέσι, η οποία έχει οριστεί πρέσβειρα για τη Δημοκρατία, «έχουν εμφανιστεί σήμερα ορισμένες προκλήσεις που πρέπει να απαντηθούν αν θέλουμε να ενισχύσουμε τη βάση του δημοκρατικού πολιτεύματος. Και αυτές δεν αφορούν μόνο την κοινωνική ένταξη, αλλά και τον τρόπο με τον οποίο αναπτύσσεται ο δημόσιος και δημοκρατικός διάλογος». Κατά την ίδια, υπάρχει ανάδυση αντιδημοκρατικών δρώντων, ενώ και ο ρόλος των μέσων κοινωνικής δικτύωσης είναι κρίσιμος διότι έχουν την τάση να τροφοδοτούν την πόλωση.
Αν η Σουηδία επιδιώκει να ενισχύσει τις δομές και τις αντιστάσεις της δημοκρατίας, άλλες χώρες, όπως η Δανία, επιχειρούν να αποκτήσουν επαφή με εταιρείες-κολοσσούς όπως η Google ή η Facebook για να μπορούν να προασπίσουν τα συμφέροντά τους, όσο φυσικά αυτό είναι εφικτό. Για τον λόγο αυτόν, η Κοπεγχάγη έχει διορίσει από το 2017 πρεσβευτή στη… Silicon Valley τον 46χρονο Κάσπερ Κλίνγκερ. Σύμφωνα με δημοσίευμα των «New York Times» τον περασμένο Σεπτέμβριο, «Δανοί αξιωματούχοι εκφράζουν σοβαρότατες ανησυχίες για τον τρόπο με τον οποίο η τεχνολογική αλλαγή γεννά προκλήσεις που επηρεάζουν τις δυτικές κοινωνίες, όπως η διάδοση ψευδούς και πολιτικά διχαστικού περιεχομένου στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, η προστασία της ιδιωτικότητας και υπηρεσίες που συλλέγουν τεράστιο όγκο προσωπικών δεδομένων, η κυβερνοασφάλεια, αλλά και η χαμηλή φορολογία που αυτές οι εταιρείες καταβάλλουν εκτός Ηνωμένων Πολιτειών». Η λύση που επελέγη είναι να σταλεί ένας άνθρωπος που θα παρακολουθεί από κοντά τις εξελίξεις, αν και τα αποτελέσματα αυτής της κίνησης δεν έχουν υπάρξει ιδιαίτερα θετικά.
Πρωτοβουλία για ρυθμίσεις
Αναρωτιέται τελικά κανείς αν υπάρχει κάποιος τρόπος να αποτραπεί η ανεξέλεγκτη συλλογή δεδομένων και η από ένα σημείο και μετά χρήση τους για σκοπούς άγνωστους. Παράλληλα, ουδείς μπορεί να αγνοήσει τόσο το γεγονός ότι η Google και η Facebook είναι αμερικανικές εταιρείες όσο και ότι η Ευρώπη μοιάζει αυτή τη στιγμή εγκλωβισμένη μεταξύ Ουάσιγκτον και Πεκίνου στο ζήτημα του τεχνολογικού ανταγωνισμού, που λόγω των πλεονεκτημάτων που προσφέρει στην ανάλυση δεδομένων αυξάνει τις ανησυχίες. Σύμφωνα με την κυρία Ζανγκ, «ίσως πρέπει να αναζητήσουμε τη λύση για την υιοθέτηση κάποιων ρυθμίσεων στην προ-ψηφιακή εποχή με σκοπό να αποκαταστήσουμε κάποιου είδους έλεγχο. Η επιλογή αυτή ξεπερνά το αν αυτό που θα κάνουμε θα είναι ή όχι ηθικό». Το πρόβλημα είναι βέβαια ότι από τη στιγμή που οι μεγάλες ψηφιακές εταιρείες-γίγαντες λειτουργούν και επιχειρούν διασυνοριακά «είναι δύσκολο οι ρυθμίσεις να είναι σε επίπεδο έθνους-κράτους. Δείτε όμως πώς κινήθηκε η Κίνα με την απαγόρευση λειτουργίας δυτικών εταιρειών. Οντως, η Facebook, το Twitter και ιδιαίτερα η Google λειτουργούν σε έναν ιδιότυπο χώρο, ουσιαστικά σε έναν «μη χώρο» που είναι αποκλειστικά δικός τους».
«Η δημιουργία μιας ψηφιακής τάξης πραγμάτων ίσως να χρειαστεί κάποια πρωτοβουλία από τα Ηνωμένα Εθνη, ίσως και από την Ευρωπαϊκή Ενωση. Είναι ελπιδοφόρο», προσθέτει, «που η νέα πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, ανέθεσε στην εκτελεστική αντιπρόεδρο Μαργκρέτε Βεστάγκερ το χαρτοφυλάκιο για την ψηφιακή τεχνολογία διότι αυτή έχει δείξει αποφασιστικότητα έναντι ισχυρών εταιρειών, όπως στο παρελθόν η Apple. Κατά την άποψή μου», συμπληρώνει, «η υπόθεση της Google είναι η πιο δύσκολη και πιθανότατα η πλέον προβληματική. Και αυτό διότι είναι λιγότερο προβεβλημένη από τη Facebook, η οποία ήλθε στο προσκήνιο πολύ μετά την υπόθεση της Cambridge Analytica. Ωστόσο, η Google, όπως γράφει και η Ζούμποφ στο βιβλίο της, διαθέτει μεγαλύτερη βάση δεδομένων, ενώ είμαστε και λιγότερο ευαισθητοποιημένοι για τα όσα κάνει».
Το φρένο της ΕΕ σε κακόβουλο περιεχόμενο
Η κυρία Ζανγκ ίσως να έχει δίκιο για τον ρόλο που θα μπορούσε να διαδραματίσει η ΕΕ στον τομέα μιας ρύθμισης της δράσης των μεγάλων ψηφιακών εταιρειών. Μόλις πριν από λίγες ημέρες το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ενωσης αποφάσισε ότι με βάση το Ευρωπαϊκό Δίκαιο μπορεί μια εταιρεία όπως η Facebook να υποχρεωθεί να αφαιρέσει περιεχόμενο το οποίο έχει προηγουμένως κριθεί παράνομο. Η απόφαση προήλθε έπειτα από αίτημα που είχε καταθέσει στο ECJ το Ανώτατο Δικαστήριο της Αυστρίας, το οποίο ήθελε γνωμοδότηση σχετικά με μια υπόθεση που αφορούσε τη δημοσίευση σε μέσο κοινωνικής δικτύωσης, συγκεκριμένα στο Facebook, κακόβουλου και συκοφαντικού περιεχομένου εναντίον της προέδρου του κόμματος των Πρασίνων Εύα Γκλάβισνιγκ-Πίστσεκ. Υπενθυμίζεται ότι το 2014 το δικαστήριο είχε αποφασίσει υπέρ του «δικαιώματος στη λήθη» και είχε υποχρεώσει την Google να διαγράφει – για τους ευρωπαίους χρήστες και κατόπιν αιτήματος – τους συνδέσμους με προσωπικές πληροφορίες των χρηστών. Μπορεί το δικαίωμα αυτό να μην επεκτάθηκε πέραν της ΕΕ ώστε να έχει παγκόσμια ισχύ, αλλά η σχετική απόφαση, έστω για τους ευρωπαίους χρήστες, δεν παύει να έχει κρίσιμη σημασία.