Την ώρα που τα σημάδια από την παγκόσμια οικονομία παραμένουν ανησυχητικά, στην Ελλάδα επιμένουμε να εθελοτυφλούμε.
Όλα τα σημάδια από την παγκόσμια οικονομία παραπέμπουν στην προετοιμασία της επόμενης ύφεσης.
Φαινομενικά τα πράγματα πηγαίνουν καλά. Μετά την έξοδο από την παγκόσμια ύφεση το 2009 βρισκόμαστε ως προς την παγκόσμια οικονομία στη δέκατη χρονιά ανάκαμψης, που σημαίνει τη μεγαλύτερης διάρκειας ανάκαμψη μετά από παγκόσμια ύφεση εδώ και 75 χρόνια. Όμως τα καλά νέα τελειώνουν κάπου εδώ.
Γιατί την ίδια στιγμή η ανάκαμψη είναι η χαμηλότερη που έχει παρατηρηθεί μετά το 1945 και τόσο η αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ όσο και τα επίπεδα αύξησης των επενδύσεων παραμένουν χαμηλότερα συγκριτικά με την περίοδο πριν από το 2007.
Την ίδια στιγμή ολοένα και περισσότερο τα χρηματιστήρια παρουσιάζουν μια «μαγική εικόνα», καθώς ανεβαίνουν, την ώρα που όλοι οι δείκτες της παγκόσμιας οικονομίας παραπέμπουν σε οικονομική στασιμότητα.
Στην πραγματικότητα η άνοδος των χρηματιστηρίων αντανακλά τις πολιτικές ποσοτικής χαλάρωσης που εφαρμόζουν αρκετές κεντρικές τράπεζες άμεσα ή έμμεσα (π.χ. η FED έχει περίπου διαβεβαιώσει ότι δεν θα κάνει νέα αύξηση επιτοκίων), που οδηγεί του επενδυτές σε μεγαλύτερα ανοίγματα, αλλά και την επιλογή μεγάλων εταιριών να κάνουν εκτεταμένες αγορές δικών τους μετοχών για να συντηρούν υψηλές τιμές.
Ανησυχητικά μηνύματα από κρίσιμες οικονομίες
Την ίδια ώρα από κρίσιμες οικονομίες έρχονται ανησυχητικά μηνύματα. Η Νότια Κορέα εμφανίζει τους χαμηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης μετά την περίοδο της οικονομικής κρίσης με τις εξαγωγές, που αντιπροσωπεύουν σχεδόν το μισό ΑΕΠ της χώρας, να βρίσκονται σε υποχώρηση τους τελευταίους μήνες.
Η Τουρκία αντιμετωπίζει σοβαρά οικονομικά προβλήματα και δεν είναι καθόλου δεδομένου ότι τα πράγματα θα πάνε καλά στο φόντο και των πολιτικών προβλημάτων που αντιμετωπίζει ο Ερντογάν, την ίδια ώρα που συνεχίζεται η φυγή κεφαλαίων και τα συναλλαγματικά της αποθέματα παραμένουν χαμηλά.
Η Αργεντινή βρίσκεται και τυπικά σε ύφεση, ως αποτέλεσμα των πολιτικών της κυβέρνησης Μάκρι.
Το Πακιστάν έχει σοβαρά προβλήματα αντιμετωπίζοντας αύξηση του πληθωρισμού και υποχώρηση της αξίας του εθνικού νομίσματος.
Τα προβλήματα της γερμανικής οικονομίας
Σε όλα αυτά έρχονται να προστεθούν και τα προβλήματα στην Ευρώπη. Στη Γερμανία πληθαίνουν τα σημάδια ότι η χώρα μπορεί να μπει σε οικονομική στασιμότητα ή ακόμη και ύφεση, με την ανάπτυξη για φέτος να προβλέπεται να φτάσει μόλις στο 0,5%.
Ενδεικτική των προβλημάτων της γερμανικής οικονομίας και η κατάσταση της Deutsche Bank AG με την επενδυτική τράπεζα να έχει διαρκή υποχώρηση στα αποτελέσματά της και να εγκαταλείπει τις συζητήσεις για τη συγχώνευση με την Commerzbank AG.
Ταυτόχρονα, παρότι τα πράγματα δείχνουν λίγο πιο αισιόδοξα για το ενδεχόμενο να υπάρξει τελικά εμπορική συμφωνία ΗΠΑ και Κίνας και να αποτραπεί το ενδεχόμενο ενός ανοιχτού εμπορικού πολέμου, το παγκόσμιο εμπόριο παραμένει σε στασιμότητα και όλα δείχνουν ότι διαψεύδονται οι προβλέψεις απεριόριστης και διαρκούς αύξησής του.
Καθόλου τυχαία που και το ΔΝΤ έχει αναθεώρηση προς τα κάτω την πρόβλεψή του για την παγκόσμια οικονομία. Σύμφωνα με το τελευταίο World Economic Outlook η πρόβλεψη για το 2019 διορθώθηκε σε 3,3% άρα σε κατώτερο επίπεδο από το 3.6% της προηγούμενης χρονιάς.
Την ίδια ώρα στην Ελλάδα business as usual
Την ίδια ώρα στην Ελλάδα μικρή σημασία δίνουμε σε όλες αυτές τις εξελίξεις. Τόσο η κυβέρνηση όσο και τα άλλα κόμματα κυρίως παίρνουν ως δεδομένους τους όχι ιδιαίτερα μεγάλους αναπτυξιακούς ρυθμούς που καταγράφηκαν από το 2017 παραβλέποντας ότι σε μεγάλο βαθμό αντανακλούν την αναγκαστική επανεκκίνηση της οικονομίας μετά από μακρόχρονη ύφεση, παρά μια ιδιαίτερη ενδογενή αναπτυξιακή δυναμική.
Ακόμη χειρότερα, για πάρα πολύ καιρό θεωρήθηκε ότι η ελληνική οικονομία, που ήταν σε ύφεση στο μεγαλύτερο μέρος της τρέχουσας παγκόσμια ανάκαμψης, θα ωφελείτο στο διηνεκές από τις δυναμικές της παγκόσμιας οικονομίας.
Όμως, το 2019 δεν είναι 2015 και υπάρχει μεγάλο ενδεχόμενο να επηρεαστεί η ελληνική οικονομία αρνητικά από την επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομίας. Και τότε θα είναι πολύ δύσκολο η Ελλάδα να αποτελέσει τη θετική εξαίρεση σε μια γενικότερη αρνητική τροπή της παγκόσμιας και ιδιαίτερα της ευρωπαϊκής οικονομίας.
Η ΔΕΗ θυμίζει τα πραγματικά προβλήματα
Η ανακοίνωση των αποτελεσμάτων της ΔΕΗ, που δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι είναι μία από τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις της χώρα και οι ανησυχίες που διατύπωσαν οι ορκωτοί ελεγκτές για τη βιωσιμότητα ήταν ένα πραγματικό σήμα κινδύνου για την κατάσταση όχι μόνο της ΔΕΗ αλλά και συνολικά της ελληνικής οικονομίας.
Ενδεικτικά οι ελεγκτές επισημαίνουν ότι «η Εταιρεία και ο Όμιλος στην κλειόμενη χρήση παρουσιάζουν μειωμένα έσοδα και υψηλές ζημίες προ φόρων, ενώ κατά την 31 Δεκεμβρίου 2018 οι βραχυπρόθεσμες απαιτήσεις της Εταιρείας και του Ομίλου υπολείπονταν κατά €949εκ.και €708εκ.των βραχυπρόθεσμων υποχρεώσεών τους, αντίστοιχα. Με βάση τις εκτιμήσεις της διοίκησης οι ανωτέρω συνθήκες οι οποίες αναμένεται να συνεχιστούν κατά τη διάρκεια των επομένων δώδεκα μηνών μεμονωμένα αλλά και στο σύνολό τους μαζί με άλλα θέματα […] υποδηλώνουν την ύπαρξη ουσιώδους αβεβαιότητας η οποία ενδεχομένως θα εγείρει σημαντική αμφιβολία σχετικά με τη δυνατότητα της Εταιρείας και του Ομίλου να συνεχίσουν τη δραστηριότητά τους».
Γιατί μπορεί ορισμένες από τα προβλήματα της ΔΕΗ να αφορούν τις ιδιαιτερότητες του κλάδου και του θεσμικού πλαισίου λειτουργίας της, όπως είναι η πληρωμή των δικαιωμάτων ρύπων ή οι δημοπρασία ΝΟΜΕ (που υποχρεώνουν τη ΔΕΗ να πουλάει σε σχετικά χαμηλές τιμές στους ιδιώτες παρόχους), ή τα προβλήματα από τη διαδικασία πώλησης μέρους των λιγνιτικών μονάδων, όμως την ίδια στιγμή είναι σαφές ότι μια από τις μεγαλύτερες ελληνικές επιχειρήσεις είναι σε συνθήκη οριακή. Και αυτό μόνο ως ένδειξη συνολικότερων διαρθρωτικών προβλημάτων της ελληνικής οικονομίας μπορεί να θεωρηθεί.
Και εμείς ασχολούμαστε με τα υπερπλεονάσματα
Την ίδια ώρα αυτό που εντυπωσιάζει είναι ο τρόπος που όλα αυτά δεν συζητιούνται στην Ελλάδα. Η κυβέρνηση πανηγυρίζει για άλλη μια φορά για την επίτευξη του στόχου να υπάρχουν υπερπλεονάσματα και επικεντρώνει στο πώς η αυτή η συνεχής «υπερεπίτευξη» των στόχων θα καταφέρει να «παγιώσει» ορισμένες από τις παροχές που μέχρι τώρα έδινε εφάπαξ.
Αυτό επιτείνεται και από την αγωνία της κυβέρνησης να επιδείξει «κοινωνικό πρόσωπο» στην πορεία προς τις κάλπες, ιδίως εάν υπερισχύουν οι απόψεις για πρόωρη προσφυγή στις κάλπες και κλιμάκωση των παροχών, ακόμη και σε σύγκρουση με τους «θεσμούς».
Η συζήτηση που δεν γίνεται
Σε αυτό το φόντο απουσιάζει οποιαδήποτε ουσιαστική συζήτηση για το πώς θα μπορέσει μια οικονομία που παραμένει ακόμη ουσιωδώς τραυματισμένη από την προηγούμενη περίοδο να αντέξει μέσα σε ένα πιο εχθρικό διεθνές οικονομικό περιβάλλον.
Και αυτό χρειάζεται χάραξη στρατηγικής για το πώς θα μπορέσουν να υπάρξουν ισχυροί αναπτυξιακοί ρυθμοί μέσα σε ένα περιβάλλον παγκόσμιας οικονομικής επιβράδυνσης, για το πώς θα μπορέσουν κρίσιμοι τομείς της οικονομίας να ορθοποδήσουν, για το πώς θα αναβαθμιστούν οι υποδομές αλλά και θα αξιοποιηθεί ο χώρος της έρευνας, συμπεριλαμβανομένης και της ανάγκης να επιστρέψει το υψηλής ειδίκευσης και μόρφωσης δυναμικό που έχει μεταναστεύσει από τη χώρα.
Όμως, αντί για την αναζήτηση απαντήσεων σε αυτά τα ερωτήματα, το βλέμμα παραμένει στραμμένο σε κοντόθωρους πολιτικούς και κομματικούς υπολογισμούς αδιαφορώντας και για τη «μεγάλη εικόνα» και για μια επόμενη μέρα που εγκυμονεί πραγματικούς κινδύνους.