Η επιθετική στρατηγική της Γεννηματά, οι χαμηλοί τόνοι Ανδρουλάκη, η δυναμική αντίδραση Λοβέρδου, οι αιχμές Καστανίδη.
Επειτα από μήνες, με τις εκλογές για την ηγεσία του ΚΙΝΑΛ να σιγοκαίνε στο παρασκήνιο, τα «τύμπανα του πολέμου» άρχισαν να ηχούν στη Χαρ. Τρικούπη, μια εβδομάδα πριν από την επίσημη εκκίνηση της κούρσας στην Κεντρική Επιτροπή. Τόσο το μεσοβδόμαδο άτυπο ντιμπέιτ των κ. Ανδρουλάκη, Λοβέρδου και Καστανίδη όσο και οι κινήσεις της πλευράς Γεννηματά σηματοδότησαν την έναρξη ενός προεκλογικού κύκλου, που φαίνεται πως θα κινηθεί σε ιδιαίτερα υψηλούς τόνους.
Η ομιλία της προέδρου του ΚΙΝΑΛ στην πρώτη της –άτυπη– προεκλογική συγκέντρωση με βουλευτές, στελέχη και μέλη του κόμματος το βράδυ της Πέμπτης ήταν ενδεικτική της πρόθεσής της να περάσει στην επίθεση. Τόσο «φωτογραφίζοντας» τον Νίκο Ανδρουλάκη ως «κρυπτόμενο» όσο και με σκληρές αιχμές κατά του Ανδρέα Λοβέρδου, στον οποίο –επίσης χωρίς να τον κατονομάσει– καταλόγισε κατευθύνσεις μακριά από τις αξίες του ΠΑΣΟΚ και μάλιστα «κοντά σε ακροδεξιές αντιλήψεις».
Είχε προηγηθεί, άλλωστε, και η δήλωση του εκπροσώπου της παράταξης Παύλου Χρηστίδη κατά του πρώην υπουργού, που αποτέλεσε την πρώτη ευθεία αντιπαράθεση μεταξύ των δύο στρατοπέδων, έπειτα από μήνες εκατέρωθεν αιχμών και διαρροών.
Εν ολίγοις, το εσωκομματικό μπρα ντε φερ αρχίζει πλέον να σχηματοποιείται, εκτός από πολιτικά, και στρατηγικά.
Οι «προεδρικοί» μπαίνουν δυναμικά σε μια διαδικασία… επιθετικής άμυνας, υπερασπιζόμενοι την εξαετή πορεία της ηγεσίας και αφήνοντας πίσω τη «θεσμική» αποχή από απαντήσεις στα φίλια πυρά, που θα δοκίμαζαν τη συνοχή της παράταξης. Είναι άλλωστε δεδομένο πια ότι θα δοκιμαστεί σκληρά, όπως σε κάθε προεκλογική περίοδο.
Ο Νίκος Ανδρουλάκης, από την πλευρά του, επιλέγει σταθερά να μην υψώνει τους τόνους. «Δεν θα μπούμε σε μια στείρα αντιπαράθεση, η επόμενη ημέρα πρέπει να βρει το κόμμα ενωμένο», τόνιζαν στην «Κ» από το περιβάλλον του ευρωβουλευτή, σχολιάζοντας τις αιχμές Γεννηματά.
Ανάλογη ήταν η αντίδραση και από το στρατόπεδο Λοβέρδου, το οποίο, ωστόσο, εξακολουθεί να κινείται πιο δυναμικά. Ο ίδιος, άλλωστε, επέκρινε πρόσφατα εμμέσως την παραμονή της κ. Γεννηματά στην ηγεσία εν μέσω δημοσκοπικής στασιμότητας, δηλώνοντας πως εάν δεν πετύχει ένα ποσοστό 18%-19% ως πρόεδρος, «δεν θα καθίσει να πιέζει την παράταξη».
Από την πλευρά του ο κ. Καστανίδης στην εκδήλωση της Τετάρτης εξέπεμψε ένα σαφές, διπλό στίγμα της υποψηφιότητάς του. Αφενός μιλώντας με ιδιαίτερα σκληρή γλώσσα κατά της κυβέρνησης, τονίζοντας μάλιστα πως «αιφνιδιάζει αν ένα σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, με καθήκον αληθείας, δεν βρίσκει κριτική προς τα δεξιά». Αφετέρου, ζητώντας μεγαλύτερη συλλογικότητα στη λήψη αποφάσεων και αφήνοντας αιχμές κατά της ηγεσίας για δυσανεξία απέναντι στις διαφορετικές απόψεις. Με λίγες λέξεις, ανέδειξε την ανάγκη για μια πιο ανοιχτή, περισσότερο συλλογική και σαφώς πιο «αντιδεξιά» κατεύθυνση.
Το ζήτημα ΠΑΣΟΚ
Οσον αφορά το ΠΑΣΟΚ, απολύτως αναμενόμενα έχει τεθεί –και θα παραμείνει– στον πυρήνα της αντιπαράθεσης.
«Εγώ δεν έφυγα για να κάνω κόμμα. Το ΠΑΣΟΚ υπάρχει και είναι η ψυχή του ΚΙΝΑΛ», ήταν το μήνυμα της κ. Γεννηματά, με σαφή αποδέκτη τον κ. Λοβέρδο στην εκδήλωση της Πέμπτης. Ο πρώην υπουργός έχει προτάξει την επιστροφή του ονόματος εάν εκλεγεί, αλλά όχι μόνο αυτό. Αναλαμβάνει την ευθύνη για να ξεπεραστούν και τα οικονομικά ζητήματα, τα οποία, κατά την ηγεσία, κατέστησαν μονόδρομο τη μετατόπιση σε έναν νέο φορέα. Πέρα από τις αντιδράσεις των «προεδρικών», όμως, οι κινήσεις Λοβέρδου σχολιάζονται αιχμηρά και από το περιβάλλον Ανδρουλάκη, όπου μιλούν για «σιγή» του πρώην υπουργού απέναντι στην ηγεσία όταν ενσωμάτωσε το ΠΑΣΟΚ στο ΚΙΝΑΛ, στο συνέδριο του 2019.
Εν ολίγοις, ενώ «έχουν βγει τα πασοκόμετρα», όπως συχνά σχολιάζεται γλαφυρά, η κ. Γεννηματά θα δώσει τη μάχη με τη συνέχιση της πορείας του ΚΙΝΑΛ στην κορυφή της ατζέντας της. Από την άλλη πλευρά, Λοβέρδος και Ανδρουλάκης είναι δεδομένο ότι θα προβούν σε ριζικές αλλαγές εάν εκλεγούν.
Ο πρώτος, έχοντας παρουσιάσει ήδη το σχέδιό του για ένα «νέο ΠΑΣΟΚ», ο δεύτερος αναζητώντας, κατά κάποιες εκτιμήσεις, μια πιο σύνθετη οδό. Από το περιβάλλον του ευρωβουλευτή, άλλωστε, τηρούν πιο μετριοπαθή στάση, σημειώνοντας ότι δεν έχουν στα χέρια τους τα απαιτούμενα δεδομένα για τα αμιγώς τεχνικά και οικονομικά ζητήματα.
Το χρονοδιάγραμμα
Υπό τη σκιά των παραπάνω τα διαδικαστικά των εκλογών έχουν περάσει σε δεύτερο πλάνο, ωστόσο ο οδικός χάρτης έως τις κάλπες διαμορφώνεται ως εξής: οι διαδικασίες εκκινούν επισήμως την ερχόμενη Κυριακή στην Κ.Ε., με την κατάθεση των υποψηφιοτήτων, για τις οποίες απαιτούνται υπογραφές είτε 5.000 μελών είτε του 15% του οργάνου.
Οσον αφορά την ημερομηνία των εκλογών, είναι αρκετά πιθανό να γνωστοποιηθεί και εντός της εβδομάδας. Σε κάθε περίπτωση, η 14η Νοεμβρίου έχει τεθεί μεν ως σημείο αφετηρίας, ωστόσο δεν συγκεντρώνει ιδιαίτερες πιθανότητες. Επιπλέον, οι εκλογές των δικηγόρων στις 28 του μήνα δεν αποκλείεται να «κάψουν» και τα δύο επόμενα Σαββατοκύριακα, καθώς θα συνέπιπταν είτε με τον πρώτο είτε με τον δεύτερο γύρο. Με αυτά τα δεδομένα, η επικρατούσα αίσθηση (και εσωκομματικά), είναι ότι το σενάριο για κάλπες τον Δεκέμβριο παραμένει ζωντανό.
Από την πλευρά της πάντως η OTS, η εταιρεία που είχε «τρέξει» τη διαδικασία το 2017 και βρίσκεται κοντά σε συμφωνία για την ανάληψή της και φέτος, έχει δηλώσει ότι χρειάζεται έξι εβδομάδες από την κατάθεση των υποψηφιοτήτων, δηλαδή θα είναι έτοιμη από τις 14 Νοεμβρίου.
Η συμφωνία μεταξύ των δύο πλευρών βρίσκεται σε τελικό στάδιο και εφόσον δεν αλλάξει κάτι το κόστος της διαδικασίας υπολογίζεται, σύμφωνα με πληροφορίες, κοντά στις 500.000 ευρώ, ενώ τα εκλογικά τμήματα εκτιμάται ότι θα είναι λιγότερα από το 2017 (κοντά στα 1.000).
Τέλος, θα υπάρξει τουλάχιστον ένα ντιμπέιτ μεταξύ των υποψηφίων προέδρων, που πιθανότατα δεν θα είναι το μοναδικό.