Ο συνδυασμός πολλών και διαφορετικών παραγόντων έφερε την «τέλεια καταιγίδα».
Οι τιμές φυσικού αερίου και ρεύματος συνεχίζουν την ανοδική τους πορεία, η οποία δεν φαίνεται να ανακόπτεται νωρίτερα από τον Απρίλιο του 2022. Οι προσδοκίες για αποκλιμάκωση διαψεύδονται, καθώς όλα τα γενεσιουργά αίτια της ενεργειακής κρίσης βρίσκονται σε έξαρση και κυβερνήσεις, επιχειρήσεις και καταναλωτές σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες συνειδητοποιούν σιγά σιγά ότι τα δύσκολα είναι μπροστά. Οι καταναλωτές, παρά τις γενναίες κρατικές επιδοτήσεις, εξακολουθούν να επιβαρύνονται με σημαντικά ποσά από τις αυξήσεις στο ρεύμα, οι καταναλωτές φυσικού αερίου ακόμη περισσότερο και εύλογα αναρωτιούνται πώς φτάσαμε εδώ. Γιατί αυξάνονται οι τιμές, γιατί στην Ελλάδα οι αυξήσεις είναι ακόμη μεγαλύτερες, πόσο θα διαρκέσει η κρίση, είναι μερικά από τα ερωτήματα που θέτουν οι καταναλωτές και στα οποία επιχειρεί να απαντήσει η «Κ».
– Γιατί ανεβαίνουν αλματωδώς οι τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας στην Ευρώπη;
Βασικότερος λόγος αυτής της οδυνηρής για την Ευρώπη εξέλιξης είναι η αύξηση των τιμών φυσικού αερίου, που μέσα από ένα ξέφρενο ράλι που ξεκίνησε από τον Μάιο ξεπέρασαν τα 100 ευρώ/MWh, από τα 15 ευρώ/MWh πέρυσι. Η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από φυσικό αέριο, καύσιμο-γέφυρα για τις ευρωπαϊκές χώρες στην πορεία προς την οικονομία των μηδενικών ρύπων το 2050, έφερε και τις πρωτοφανείς αυξήσεις στις τιμές ρεύματος στις χονδρεμπορικές αγορές της Ευρώπης, με διακυμάνσεις ανά χώρα που οφείλονται στον βαθμό ωρίμανσης και ανταγωνιστικότητας της κάθε αγοράς.
– Γιατί αυξάνονται οι τιμές του φυσικού αερίου;
Τα αίτια της αλματώδους αύξησης των τιμών του φυσικού αερίου είναι αποτέλεσμα ενός συνδυασμού παραγόντων. Η Ευρώπη πήρε την απόφαση για μηδενικούς ρύπους το 2050 και αυτό προκάλεσε το ράλι της τιμής των CO2, κάτι που ήταν αναμενόμενο. Συνέπεσε όμως με την έξοδο από την πανδημία και την αύξηση της ζήτησης σε LNG από τις αγορές της Ασίας και της Κίνας, που εγκαταλείπουν το κάρβουνο, και επίσης με τη γεωπολιτικής μορφής κρίση του φυσικού αερίου, με τη Ρωσία να μην παραδίδει στην Ευρώπη τις ποσότητες αερίου που έχει ανάγκη η αγορά, πιέζοντας για τον αγωγό Nord Stream 2. Η ζήτηση στην Ευρώπη για φυσικό αέριο ενισχύθηκε περαιτέρω και εξαιτίας του βαρύ χειμώνα το 2020-2021, με την περίοδο θέρμανσης να διαρκεί περισσότερο από το συνηθισμένο, γεγονός που οδήγησε σε μείωση των στρατηγικών αποθεμάτων, τα οποία δεν έχουν υποκατασταθεί επαρκώς για φέτος λόγω των υψηλών τιμών και του ελλείμματος προσφοράς. Η σταδιακή κατάργηση του άνθρακα αλλά και η μείωση της αιολικής παραγωγής συνέβαλαν περαιτέρω στην αύξηση της ζήτησης και ακολούθως των τιμών.
– Γιατί καθυστερεί η λειτουργία του αγωγού Nord Sream 2;
O αγωγός που ολοκληρώθηκε τον Σεπτέμβριο αποτελεί μια πραγματικά μοναδική περίπτωση έργου που έφερε αναστάτωση σε επίπεδο πολιτικό, οικονομικό και γεωπολιτικό και αντιπαραθέσεις και στο εσωτερικό της Ε.Ε. Οι αμερικανικές κυρώσεις ήταν η βασική αιτία καθυστέρησης της ολοκλήρωσης του αγωγού, που σχεδιάστηκε από τη Ρωσία για την παράκαμψη της προβληματικής διόδου της Ουκρανίας για τη μεταφορά φυσικού αερίου στην Ευρώπη αλλά αντιμετωπίστηκε από τις ΗΠΑ ως έργο ενίσχυσης της ενεργειακής εξάρτησης της Ευρώπης από τη Ρωσία και ως ένα ακόμη ενεργειακό όπλο γεωπολιτικής πίεσης στα χέρια της Μόσχας. Στο εσωτερικό της Ευρώπης, στον αγωγό αντέδρασε έντονα το μπλοκ των πρώην σοβιετικών χωρών, με το επιχείρημα ότι αποτελεί πρόσχημα για την οικονομική, πολιτική και ενεργειακή απομόνωσή τους, ενώ επίσημα την άρνησή του στον αγωγό εξέφρασε και το γερμανικό κόμμα των Πρασίνων, κινούμενο στη λογική ότι έρχεται κόντρα στη στρατηγική της ενεργειακής μετάβασης. Επισήμως η Ε.Ε. και η Γερμανία, στο έδαφος της οποίας καταλήγει ο αγωγός διασχίζοντας τον βυθό της Βαλτικής Θάλασσας, όρθωσαν το δικό τους «τείχος» στον αγωγό, με το επιχείρημα της εναρμόνισης της λειτουργίας του με το ευρωπαϊκό πλαίσιο, που προβλέπει πρόσβαση σε τρίτους για το 50% της δυναμικότητάς τους. Η διάσταση αυτή εξελίχθηκε σε ένα μπρα ντε φερ μεταξύ Γερμανίας – Ρωσίας, με τη δεύτερη να επιβάλλει ένα άτυπο εμπάργκο στις εισαγωγές φυσικού αερίου προς την Ευρώπη, αρνούμενη την τροφοδοσία της με πρόσθετες ποσότητες για την υποκατάσταση των μειωμένων στρατηγικών αποθεμάτων της ενόψει του χειμώνα, ασκώντας έτσι έμμεση πίεση για την άμεση λειτουργία του Nord Stream 2. Η Γερμανία, «ταμπουρωμένη» πίσω από το ρυθμιστικό ευρωπαϊκό πλαίσιο και προσδοκώντας σε μια αποκλιμάκωση που θα έδινε τη δυνατότητα στην Ευρώπη να γεμίσει τις αποθήκες της με φθηνό LNG χωρίς να υποκύψει στις πιέσεις του βασικού προμηθευτή της, εξάντλησε τα περιθώρια κωλυσιεργίας. Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται και η απόφαση της γερμανικής ρυθμιστικής αρχής ενέργειας, την περασμένη Δευτέρα, να αναβάλει προσωρινά τη διαδικασία πιστοποίησης του επίμαχου αγωγού, με το επιχείρημα ότι η Gazprom θα πρέπει να δημιουργήσει μια θυγατρική «που θα πρέπει στη συνέχεια να πληροί τις απαιτήσεις που ορίζει ο νόμος για έναν ανεξάρτητο φορέα εκμετάλλευσης δικτύου μεταφορών», απόφαση η οποία εκτόξευσε την τιμή του αερίου στο ευρωπαϊκό hub της Ολλανδίας πάνω από τα 100 ευρώ/MWh.
– Γιατί στην Ελλάδα και στις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου οι τιμές είναι πολύ υψηλότερες σε σχέση με τον ευρωπαϊκό Βορρά;
Το μείγμα καυσίμου για ηλεκτροπαραγωγή και οι διασυνδέσεις είναι οι βασικοί παράγοντες που διαμορφώνουν τον βαθμό ανταγωνιστικότητας των εθνικών αγορών, στο πλαίσιο της ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς, όπου η λογική που κυριαρχεί είναι να φτάνει στον καταναλωτή η φθηνότερη ενέργεια από όπου κι αν παράγεται. Στις χώρες του Νότου η αρχή αυτή δεν μπορεί να έχει την ίδια εφαρμογή λόγω των περιορισμένων διασυνδέσεων –σε αντίθεση με τις χώρες του Βορρά–, και πολύ περισσότερο στην Ελλάδα, που βρίσκεται στο άκρο της ευρωπαϊκής αγοράς και συνορεύει με βαλκανικά κράτη που δεν έχουν ενσωματώσει κοινούς κανόνες λειτουργίας. Επιπλέον, οι χώρες του Βορρά διαθέτουν ένα πλούσιο μείγμα καυσίμων, από πυρηνικά, μεγάλα υδροηλεκτρικά και υπεράκτια αιολικά, τα οποία εκμεταλλεύονται μέσω των διασυνδέσεων. Η υπερεπάρκεια ισχύος και οι πολλές διασυνδέσεις έχουν ενισχύσει τον ανταγωνισμό μεταξύ παραγωγών και προμηθευτών, με αποτέλεσμα στις βόρειες χώρες η χρηματιστηριακή τιμή να επηρεάζει σε ποσοστό μόλις 20% τις τιμές ρεύματος για επιχειρήσεις και νοικοκυριά. Αντιθέτως στην Ελλάδα έχουμε ανεπάρκεια ισχύος και περιορισμένες διασυνδέσεις, με αποτέλεσμα όλη η ενέργεια να περνάει μέσω του Χρηματιστηρίου και οι καταναλωτές να είναι 100% εκτεθειμένοι στις υψηλές τιμές.
Μοναδική επιλογή η μείωση κατανάλωσης
– Πόσο θα διαρκέσει η άνοδος των τιμών;
– Τα γενεσιουργά αίτια της κρίσης δεν βρίσκονται δυστυχώς σε ύφεση αλλά σε έξαρση. Αυτό σημαίνει ότι η ενεργειακή κρίση θα συνεχιστεί τους επόμενους μήνες και δεν πρόκειται να δούμε αποκλιμάκωση των τιμών φυσικού αερίου πριν από τον Απρίλιο του 2022, καθώς τα προθεσμιακά συμβόλαια παραμένουν σε υψηλές τιμές καθ’ όλη τη διάρκεια του α΄ τριμήνου του νέου έτους. Νέες πιέσεις ασκεί εν τω μεταξύ στη χονδρεμπορική τιμή ρεύματος η άνοδος της τιμής των CO2 στα 68,64 ευρώ ο τόνος την Παρασκευή 19 Νοεμβρίου, υπερτριπλάσια από τη χαμηλή τιμή των 15 ευρώ στα lockdowns του 2020 και σχεδόν διπλάσια από τη μέση τιμή του 2019 (25 ευρώ). Για να γίνει αντιληπτή η επίπτωση της τιμής του CO2 στην τιμή του ρεύματος, αρκεί να σημειωθεί ότι κάθε ένα ευρώ αύξησης στον τόνο CO2 επιβαρύνει την τιμή της παραγόμενης μεγαβατώρας από φυσικό αέριο κατά 0,37 ευρώ και του άνθρακα πάνω από ένα ευρώ.
– Τι σημαίνει για τους Ελληνες καταναλωτές; Εχουν επιλογές περιορισμού των επιπτώσεων;
– Οι καταναλωτές καλούνται να πληρώσουν δυσβάσταχτες αυξήσεις σε ρεύμα και φυσικό αέριο, γι’ αυτό και η κυβέρνηση από τον Σεπτέμβριο και μετά, που ανακοινώθηκαν οι πρώτες επιδοτήσεις, αναπροσαρμόζει συνεχώς προς τα πάνω τα ποσά και τα αντίστοιχα κονδύλια για να περιορίσει κατά το δυνατόν τις επιβαρύνσεις. Η επιδότηση για τις πρώτες 300 κιλοβατώρες τον μήνα από 9 ευρώ τον μήνα τον Σεπτέμβριο αυξήθηκε στα 18 ευρώ τον Οκτώβριο και σε 39 ευρώ τον Νοέμβριο και τα αντίστοιχα κονδύλια από 200 αρχικά σε 500 τον Οκτώβριο και κοντά στα 700 τον Νοέμβριο. Η εξέλιξη των τιμών δείχνει ότι θα απαιτηθεί πρόσθετη επιδότηση για το δίμηνο Νοεμβρίου – Δεκεμβρίου, ενώ δεν υπάρχει κανένα σενάριο μέχρι στιγμής για το πρώτο τρίμηνο του 2022 πέραν της δέσμευσης της κυβέρνησης να στηρίξει τους καταναλωτές για όσο διάστημα διαρκεί η κρίση. Το συνολικό κόστος του φυσικού αερίου για τα νοικοκυριά αυξήθηκε από τις αρχές του έτους κατά 197,6% και του ρεύματος κατά 119,6%, συνεπεία της αύξησης της τιμής στη χονδρεμπορική τιμή κατά 235,6%. Κατά 36% έχει αυξηθεί από τις αρχές του έτους το πετρέλαιο θέρμανσης, κατά 30% το πετρέλαιο κίνησης και κατά 23% η αμόλυβδη βενζίνη. Η εξοικονόμηση είναι η μοναδική μάλλον επιλογή που έχουν στα χέρια τους οι καταναλωτές για να περιορίσουν το κόστος. Η αναζήτηση επίσης στην αγορά του φθηνότερου τιμολογίου μεταξύ των παρόχων σε ό,τι αφορά το ρεύμα και το φυσικό αέριο είναι κάτι που θα πρέπει να δουν οι καταναλωτές, χωρίς να αναμένουν βέβαια σημαντικές ελαφρύνσεις, αφού σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό οι προμηθευτές μετακυλίουν στην κατανάλωση το σύνολο των αυξήσεων στη χονδρεμπορική αγορά.
H απουσία κοινής ευρωπαϊκής γραμμής
Οι διαφορές στις αγορές Βορρά – Νότου είναι και ο βασικός λόγος που η Ευρώπη δεν εξετάζει δομικά μέτρα λειτουργίας των αγορών φυσικού αερίου και ηλεκτρισμού που έχουν προτείνει χώρες του Νότου, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, και περιορίζεται στην περίφημη «εργαλειοθήκη» αφήνοντας ουσιαστικά το κάθε κράτος-μέλος να τα βγάλει πέρα μόνο του. Η Ευρωπαϊκή Ενωση εξάλλου αξιολογεί την κρίση ως συγκυριακή και αποδίδει τα αίτια αυτής αποκλειστικά στις υψηλές τιμές φυσικού αερίου.
Η Ε.Ε. παρέπεμψε στον Οργανισμό για τη Συνεργασία των Ρυθμιστικών Αρχών Ενέργειας (ACER) την αξιολόγηση του υφιστάμενου σχεδιασμού της χονδρεμπορικής αγοράς ηλεκτρισμού μετά τα αιτήματα που της υποβλήθηκαν, η οποία αναμένεται τον Απρίλιο του 2022. Η προκαταρκτική του αξιολόγηση πάντως, που έχει υποβάλει ήδη στην Ε.Ε., αντανακλά πλήρως τις θέσεις των χωρών του Βορρά που δεν θέλουν καμία αλλαγή στο μοντέλο λειτουργίας της αγοράς.
Οποιαδήποτε απόκλιση από την υφιστάμενη αρχιτεκτονική της αγοράς, σύμφωνα με τον ACER, εμφανίζει κινδύνους για τον κατακερματισμό μιας σχετικά καλά οργανωμένης αγοράς με συνέπειες που θα μπορούσαν να είναι σημαντικές για την απανθρακοποίηση της ευρωπαϊκής οικονομίας.