Εξειδικευμένος στην ακριβή πρόβλεψη ακραίων καιρικών φαινομένων, ο Ελληνας ερευνητής στο κορυφαίο πανεπιστήμιο του κόσμου μιλά για τα «όπλα» της επιστήμης αλλά και τα κενά του συστήματος.
Οκαθηγητής του ΜΙΤ Θεμιστοκλής Σαψής και η ερευνητική ομάδα του εργάζονται στη Βοστώνη για να δημιουργήσουν τα εργαλεία που προβλέπουν με ακρίβεια ακραία καιρικά φαινόμενα. Οπως τονίζει, αυτά θα γίνονται πιο έντονα και πιο συχνά, επισημαίνοντας πως «απαιτείται σοβαρή, μακροπρόθεσμη προετοιμασία και βέλτιστη χρήση πόρων», ενώ προσθέτει πως «το να θέλεις 2-3 μέρες για να βγάλεις εγκλωβισμένους από τις πλημμύρες δείχνει ότι χρειάζεται ένας καλύτερος σχεδιασμός».
Κάθε φορά που η παγκόσμια θερμοκρασία θα αυξάνεται κατά έναν βαθμό, αντίστοιχα στην Ελλάδα θα αυξάνεται κατά 2-4% η ένταση των ακραίων φαινομένων βροχόπτωσης.
Κάθε φορά που η παγκόσμια θερμοκρασία θα αυξάνεται κατά έναν βαθμό, αντίστοιχα στην Ελλάδα θα αυξάνεται κατά 2-4% η ένταση των ακραίων φαινομένων βροχόπτωσης, όπως αυτό που έπληξε τη Θεσσαλία. Πρόκειται για μία πρόβλεψη η οποία, όπως λέει ο καθηγητής του ΜΙΤ Θεμιστοκλής Σαψής, προκύπτει από τα περισσότερα κλιματολογικά μοντέλα και μάλιστα, αν και αφορά την περίοδο 2070-2100, μπορεί να έρθει γρηγορότερα με όλες τις συνέπειες.
«Εάν οδηγηθούμε πιο σύντομα στην παγκόσμια υπερθέρμανση, τότε όλα αυτά θα συμβούν νωρίτερα. Αυτό θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από το πόσο αυστηρά μέτρα θα λάβει η παγκόσμια κοινότητα, αλλά και από το πώς θα εξελιχθεί το ίδιο το κλίμα. Βρισκόμαστε ακόμη στην αρχή της κλιματικής αλλαγής», σημειώνει ο κ. Σαψής και εξηγεί πως τα ακραία καιρικά συμβάντα, που σύμφωνα με τα κλιματολογικά μοντέλα τις επόμενες δεκαετίες θα γίνουν πιο έντονα και πιο συχνά, δεν θα επηρεάσουν με τον ίδιο τρόπο όλα τα σημεία του πλανήτη. Οι ξηρές περιοχές στις οποίες σταδιακά τείνει να συμπεριληφθεί και η Ελλάδα θα αντιμετωπίζουν συχνότερα ακραίες βροχοπτώσεις.
«Υπάρχουν πολλοί διαφορετικοί παράγοντες που οδηγούν σε ένα ακραίο καιρικό φαινόμενο και εξαρτώνται σε ισχυρό βαθμό από την τοποθεσία στον χάρτη. Ειδικά στο θέμα των βροχοπτώσεων, πολλές μελέτες συνηγορούν πως σε χώρες με περισσότερο ξηρό κλίμα, αν και η ετήσια συνολική ποσότητα βροχής θα μειωθεί, τα συμβάντα ακραίων πλημμυρών θα αυξηθούν. Η Ελλάδα σήμερα βρίσκεται σε μια ενδιάμεση ζώνη, μεταξύ ξηρού και υγρού κλίματος, που καθώς το κλίμα αλλάζει, τείνει να χαρακτηριστεί ξηρή περιοχή».
Ο καθηγητής του ΜΙΤ Θεμιστοκλής Σαψής και η ερευνητική ομάδα του εργάζονται στη Βοστώνη για να δημιουργήσουν τα εργαλεία που προβλέπουν με ακρίβεια ακραία καιρικά φαινόμενα
Σήμερα διαθέτουμε ένα τεράστιο εύρος υπολογιστικών εργαλείων πρόβλεψης που συνεχώς μπορούν να μας δώσουν με αρκετά καλή βεβαιότητα τι θα συμβεί στα επόμενα 24ωρα.
Η καταστροφική πλημμύρα στη Θεσσαλία αποτελεί ένα πραγματικά ακραίο φαινόμενο που στη χώρα μας, σύμφωνα με τον Ελληνα καθηγητή, μπορεί να συμβεί ανά 100 και πλέον χρόνια. Η «ψαλίδα» της συχνότητας του φαινομένου, ωστόσο, θα κλείνει όλο και πιο πολύ στο μέλλον.
«Είναι σημαντικό να ειπωθεί πως αν και τέτοια συμβάντα είναι σπάνια, έχουν συμβεί στο παρελθόν και δυστυχώς θα ξανασυμβούν στο μέλλον. Με λίγα λόγια, αυτός είναι ο τρόπος που λειτουργεί η φύση. Καθώς βρισκόμαστε στην αρχή της κλιματικής αλλαγής, τέτοια φαινόμενα θα γίνουν όλο πιο έντονα μέσα στις επόμενες δεκαετίες. Απαιτείται επομένως σοβαρή και μακροπρόθεσμη προετοιμασία, σχεδιασμός και βέλτιστη χρήση πόρων. Το σημαντικό είναι πως, σε αντίθεση με το παρελθόν, σήμερα διαθέτουμε ένα τεράστιο εύρος υπολογιστικών εργαλείων πρόβλεψης που συνεχώς μπορούν να μας δώσουν με αρκετά καλή βεβαιότητα τι θα συμβεί στα επόμενα 24ωρα. Τα εργαλεία αυτά εξελίσσονται και σίγουρα θα παίξουν ρόλο σε αυτή τη νέα πραγματικότητα».
Η ερευνητική ομάδα του Θ. Σαψή στο ΜΙΤ της Βοστώνης εργάζεται για να συνεισφέρει στην πρόληψη των επιπτώσεων από αυτές ακριβώς τις ακραίες συνθήκες. Με λίγα λόγια προσπαθεί να δημιουργήσει τα εργαλεία που θα βοηθούν να υπολογιστούν, με μεγάλη ακρίβεια, χαμηλό κόστος και εύκολη πρόσβαση από κάθε φορέα, οι πιθανότητες ακραίων καιρικών καταστάσεων, όπως ενός δυνατού κύματος καύσωνα ή μίας έντονης πλημμύρας.
Μια τέτοια πληροφορία είναι ουσιαστικής σημασίας, ώστε να ληφθούν εγκαίρως μέτρα για να προστατευθούν ζωές.
«Μια τέτοια πληροφορία είναι ουσιαστικής σημασίας, ώστε να ληφθούν εγκαίρως μέτρα για να προστατευθούν ζωές», τονίζει και αναφέρει ότι στην περίπτωση της Θεσσαλίας, δεδομένου ότι υπήρχε πρόβλεψη του φαινομένου, θα έπρεπε να είχε υπάρξει και έγκαιρη προειδοποίηση για εκκένωση των περιοχών «κόκκινου συναγερμού».
«Εδώ υπάρχει ένα κενό. Η ΕΜΥ κάνει την πρόβλεψη. Ομως για το πώς αυτή θα μεταφραστεί σε “καταστροφική πλημμύρα” θα πρέπει να γίνουν κάποιοι υπολογισμοί: αν θα αντέξουν τα αντιπλημμυρικά, πότε και πόσο γρήγορα θα ξεχειλίσει ένα ποτάμι, πόσο γρήγορα θα φύγουν τα νερά. Είναι μία μελέτη πρόβλεψης, ουσιαστικά ένας χάρτης επικινδυνότητας, στον οποίο θα φαινόταν ότι ο Θεσσαλικός Κάμπος θα πλημμυρίσει και άρα καλό είναι να εκκενωθεί η περιοχή. Αυτό είναι κάτι που θα μπορούσε να είχε γίνει».
Αμεση κινητοποίηση με οργανωμένο σχέδιο
Αναφερόμενος στην ένταση της πλημμύρας, ο κ. Σαψής εξηγεί πως σε τόσο ακραίες συνθήκες είναι δύσκολο να αποτραπεί μια φυσική καταστροφή.
«Φυσικά, το κράτος πρέπει να φροντίζει να είναι προετοιμασμένο στον καλύτερο δυνατό βαθμό, στο πλαίσιο των δυνατοτήτων που υπάρχουν. Από εκεί και πέρα, κάθε ανθρώπινη κατασκευή, όπως ένα αντιπλημμυρικό έργο, είναι σχεδιασμένη με κάποιες προδιαγραφές. Η πραγματικότητα είναι πως είναι παρά πολύ δύσκολο να εγγυηθείς την προστασία κάθε σημείου που έχει ανθρώπινη δραστηριότητα όταν οι συνθήκες γίνονται τόσο ακραίες. Παρόμοιες καταστροφές έχουμε δει ακόμη και σε πόλεις που διαθέτουν πραγματικά τεράστιους πόρους, οργάνωση και τεχνογνωσία, όπως πρόσφατα στο Χονγκ Κονγκ ή παλαιότερα στο Μανχάταν», τονίζει ο Ελληνας καθηγητής, επισημαίνοντας ότι σε αυτές τις πόλεις, πάντως, οι μηχανισμοί για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων από αντίστοιχου μεγέθους καταστροφές κινητοποιούνται άμεσα και με οργανωμένο σχέδιο.
Αντίθετα, κατά τον ίδιο, η πρόσφατη εμπειρία στη χώρα μας δείχνει ότι υπάρχει ακόμη πολύς δρόμος σε αυτό το πεδίο. «Το να θέλεις 2-3 μέρες για να βγάλεις εγκλωβισμένους από τις πλημμύρες δείχνει οπωσδήποτε ότι χρειάζεται ένας καλύτερος σχεδιασμός και μια καλύτερη προετοιμασία κάτω από αυτές τις συνθήκες» καταλήγει.