Ο Μάικλ Ομπερστάινερ, διευθυντής του Ινστιτούτου Περιβαλλοντικής Αλλαγής του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, μιλάει στην «Κ».
Είναι ένας από τους κορυφαίους επιστήμονες διεθνώς στα ζητήματα που συνδέονται με την κλιματική κρίση. Με περισσότερα από 250 ερευνητικά επιστημονικά άρθρα, ο Μάικλ Ομπερστάινερ, διευθυντής του Ινστιτούτου Περιβαλλοντικής Αλλαγής (Environmental Change Institute) του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, έχει αναπτύξει μια ολιστική προσέγγιση των προκλήσεων που αντιμετωπίζει η ανθρωπότητα, οι οποίες εκτείνονται από την προστασία των οικοσυστημάτων, τη γεωργία και τη δασοπονία έως τα ζητήματα που σχετίζονται με τις θεσμικές και οικονομικές αποφάσεις που είναι απαραίτητες για την προσαρμογή των κοινωνιών σε έναν κόσμο αυξανόμενης κλιματικής αστάθειας. Ο Μάικλ Ομπερστάινερ απάντησε στις ερωτήσεις της «Κ» για τη σοβαρότητα της κλιματικής κρίσης όπως διαμορφώνεται σήμερα και για τις συγκεκριμένες προκλήσεις που πρέπει να αντιμετωπίσει η Ελλάδα.
– Μέχρι πρόσφατα, η συζήτηση για το κλίμα περιστρεφόταν γύρω από την εκτίμηση ότι η κρίση θα ερχόταν το 2060 ή το 2100. Φαίνεται όμως ότι η κλιματική αλλαγή ήδη προκαλεί ακραία φαινόμενα παγκοσμίως. Μπορούμε να πούμε ότι οι καύσωνες, οι πυρκαγιές, οι ξηρασίες και οι πλημμύρες γίνονται ταχύτατα η «νέα κανονικότητα»;
– Τα κλιματικά μοντέλα δημιουργήθηκαν για να αποδίδουν τα κλιματικά φαινόμενα κατά τη διάρκεια χιλιετιών. Δεν κατασκευάστηκαν για να προβλέψουν και να αξιολογήσουν γεγονότα ακραίων καιρικών φαινομένων. Ωστόσο, το σημερινό κλίμα αυξάνει την πιθανότητα εκδήλωσης ακραίων καιρικών φαινομένων. Εχουμε αυξανόμενες ενδείξεις ότι υπάρχει ήδη σύνδεση ανάμεσα στο κλίμα, στον καύσωνα και στις ξηρασίες. Η «νέα κανονικότητα» είναι ήδη εδώ. Και είναι βέβαιο ότι η κατάσταση θα επιδεινωθεί. Η κλιματική αλλαγή συνεχίζεται, αφού οι χώρες δεν έχουν αποφασίσει να σταματήσουν να εκπέμπουν αέρια θερμοκηπίου.
– Θα πρέπει να αναμένουμε ότι η μεγάλη αναστάτωση που θα προκληθεί από τα συνεχή κλιματικά γεγονότα θα προκαλέσει αταξία, εντάσεις και συγκρούσεις σε παγκόσμια κλίμακα; Εχουμε εισέλθει σε μια εποχή όπου η αυξανόμενη αστάθεια του κλίματος μεταφέρεται στα κοινωνικά, οικονομικά και εθνικά συστήματα;
– Υπάρχει μια αυξανόμενη επιστημονική βιβλιογραφία που αποδεικνύει ότι οι κοινωνικές αναταραχές και γεγονότα όπως οι μετακινήσεις προσφύγων συσχετίζονται αιτιωδώς με φυσικές καταστροφές που είναι απότοκα της κλιματικής αλλαγής. Περισσότεροι κλιματικοί κίνδυνοι, καθώς συσσωρεύονται σε ένα λιγότερο ανθεκτικό παγκόσμιο σύστημα, θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε νέα προβλήματα μεγάλης κλίμακας – από την εξάπλωση ένοπλων συγκρούσεων μέχρι την αδυναμία ενσωμάτωσης νέων μεταναστευτικών ρευμάτων. Ολα αυτά θα προκαλέσουν μεγάλο ανθρώπινο πόνο. Εκείνο που είναι ανησυχητικό είναι ότι ούτε οι πιο προηγμένες οικονομίες δεν είναι έτοιμες να διαχειριστούν τους αναδυόμενους συστημικούς κινδύνους που προκύπτουν από καταστάσεις εκτάκτου ανάγκης οι οποίες σχετίζονται με το κλίμα.
– Η Ελλάδα κατέχει κεντρική θέση στην Ανατολική Μεσόγειο, για την οποία τα κλιματικά μοντέλα είχαν ήδη προβλέψει σοβαρές ξηρασίες σε συνδυασμό με σημαντική άνοδο της στάθμης της θάλασσας μέσα στις επόμενες δεκαετίες. Τι πρέπει να κάνουμε για να μετριάσουμε τις συνέπειες; Καθώς το Ινστιτούτο Κλιματικής Αλλαγής της Οξφόρδης διερευνά στρατηγικές αντιμετώπισης της κλιματικής κρίσης, ποια θα ήταν η καλύτερη στρατηγική για την Ελλάδα;
– Η Ελλάδα είναι πράγματι πολύ εκτεθειμένη στους εντεινόμενους καιρικούς κινδύνους και ταυτόχρονα έχει κάνει ελάχιστα για να μειώσει τα τρωτά σημεία. Για παράδειγμα, τόσο τα συστήματα έγκαιρης προειδοποίησης για τον εντοπισμό και την πρόβλεψη δασικών πυρκαγιών όσο και οι δυνατότητες ενεργού καταπολέμησης των πυρκαγιών απέχουν πολύ από το ιδανικό επίπεδο. Αυτό έχει παρατηρηθεί από όλους μας τα τελευταία χρόνια. Η κλιματική προστασία των βασικών τομέων της οικονομίας, από τη γεωργία και τον τουρισμό έως την προσαρμογή των υποδομών για τον ναυτιλιακό κλάδο, απαιτεί λεπτομερή σχεδιασμό και αξιολόγηση έναντι των νέων κινδύνων που σχετίζονται με το μεταβαλλόμενο κλίμα. Αυτό απαιτεί μεγάλες επενδύσεις και συγκέντρωση τεχνογνωσίας, που δεν έχουν ακόμη γίνει. Συνιστάται στην Ελλάδα να επωφεληθεί από τους Ευρωπαίους εταίρους της για την κατάρτιση και εφαρμογή σχεδίων προσαρμογής σε όλα τα επίπεδα.
– Είμαστε σίγουροι ότι η μηδενική εκπομπή ρύπων (net zero) θα μπορούσε να γυρίσει πίσω το ρολόι στο κλίμα; Εάν όχι, μπορεί η ανθρωπότητα να ελπίζει σε επαναστατικές επιλογές, όπως είναι τα συστήματα γεωμηχανικής που υποτίθεται πως θα μπορούσαν εύκολα να απορροφήσουν την περίσσεια CO2 από την ατμόσφαιρα; Υπάρχει ή όχι αυτό που θα λέγαμε «μαγική λύση»;
– Η επίτευξη καθαρής μηδενικής εκπομπής ρύπων έως το 2050, όπως έχει προγραμματιστεί, στην πράξη σημαίνει ακόμα περισσότεροι ρύποι και ακόμη περισσότερη θέρμανση (σε σύγκριση με αυτό που βλέπουμε σήμερα) για τα επόμενα 30 χρόνια! Και μετά το 2050 ο κόσμος θα πρέπει να αφαιρέσει από την ατμόσφαιρα το υπερβάλλον CO2 για να περιορίσει την αύξηση της παγκόσμιας θερμοκρασίας στον 1,5 βαθμό έως το 2100. Ισως ανακαλύψουμε σύντομα ότι αυτή είναι μια παρακινδυνευμένη και άρα ελάχιστα επιθυμητή στρατηγική. Ωστόσο, όταν μελετούμε τι σχεδιάζουν οι χώρες με τις μεγαλύτερες εκπομπές ρύπων, τότε διαπιστώνουμε ότι δεν θα είμαστε καν σε θέση να επιτύχουμε περιορισμό της αύξησης της παγκόσμιας μέσης θερμοκρασίας κατά μόνο 2 βαθμούς έως το 2100. Δεδομένης της τρέχουσας πολιτικής βούλησης των χωρών για την επίλυση του παγκόσμιου κλιματικού προβλήματος, μπορεί κανείς να προβλέψει ότι οδεύουμε προς ένα σημαντικά διαταραγμένο κλιματικό σύστημα. Η προετοιμασία για πολύ αντισυμβατικές νέες τεχνολογίες, όπως οι τεχνικές γεωμηχανικής που αναφέρατε, φαίνεται να είναι πολύ ορθολογική στρατηγική για την ανθρωπότητα. Πρέπει να ληφθούν σοβαρότερα υπόψη και να προετοιμαστούμε καλύτερα για την ανάπτυξή τους. Δεν πρέπει να τις χρησιμοποιήσουμε σαν αδοκίμαστα εμβόλια. Πρέπει οι τεχνολογίες αυτές να δοκιμαστούν σε μικρή κλίμακα και στη συνέχεια πρέπει να εισαχθούν όλα τα δεδομένα μέσα σε υπολογιστικά μοντέλα ψηφιακής απεικόνισης του γήινου συστήματος (digital twins). Ετσι θα εκτιμήσουμε ποιες θα ήταν οι συνέπειες εάν αναπτύξουμε αυτές τις τεχνολογίες σε μεγαλύτερη κλίμακα. Κάτι ανάλογο πρέπει να κάνουμε και για τον προγραμματισμό της κλιματικής προσαρμογής.