Επιστήμονες και ερευνητές που διαπρέπουν εκτός συνόρων μιλούν για τις κλειδωμένες πόρτες στα πανεπιστήμια της χώρας.
Τι θεωρούν ότι πρέπει να αλλάξει για να γίνει πιο ελκυστικός ο επαναπατρισμός.
«Θα αποσύρεις την υποψηφιότητά σου, αλλιώς αυτός θα είναι ο τάφος για το ακαδημαϊκό σου μέλλον. Και να κατορθώσεις να εκλεγείς τώρα, θα σε περιμένουμε στη γωνία ύστερα από τρία χρόνια, όταν θα ξανακριθείς…».
Η φωνή στην άλλη άκρη της τηλεφωνικής γραμμής ακούστηκε βιαστικά και έμοιαζε βγαλμένη από αμερικανική ταινία δράσης. Πάντως σίγουρα δεν θα μπορούσε κάποιος να τη συνδέσει με την πνευματική ηγεσία της χώρας, τα ελληνικά πανεπιστήμια και τους μακρόσυρτους λόγους για ανάγκη αντιστροφής του brain drain. Ή μήπως θα μπορούσε; Γιατί η πραγματικότητα συχνά ξεπερνά τη φαντασία…
Τις φράσεις αυτές, όπως τις καταγράφει το ρεπορτάζ του «Βήματος», τις άκουσε ερευνητής και διδάσκων σε ελληνικό πανεπιστήμιο που θέλησε ύστερα από χρόνια διδασκαλίας ως ΕΔΙΠ (ειδικό επιστημονικό και διδακτικό προσωπικό ΑΕΙ) να καταθέσει τα χαρτιά του για την επόμενη εκλογή σε θέση επίκουρου καθηγητή στο αντικείμενό του. Με αυτόν τον τρόπο είχε χάσει ως σήμερα τρεις εκλογικές διαδικασίες. Και, όπως φαίνεται, θα έχανε άλλη μία. Το σκέφτεται με απογοήτευση: «Είναι απάνθρωπο αυτό που συμβαίνει στην Ελλάδα. Με εκπροσώπους της Μαφίας να μιλούσα, ίσως να ήταν πιο ευγενικοί…». Τα στοιχεία του ιδίου βέβαια, αλλά και του καθηγητή-συνομιλητή του, ο οποίος στο παρελθόν είχε θητεύσει σε ανώτατη θέση κεντρικού Ιδρύματος της χώρας, βρίσκονται στη διάθεση της εφημερίδας μας.
Τους θέλουμε πίσω;
Αυτά συμβαίνουν εντός της χώρας και περί του «εσωτερικού» brain drain, όπου το ρεπορτάζ αποκαλύπτει έναν αριθμό περίπου 50.000 υπερεξειδικευμένων επιστημόνων που απλώς… δεν έχουν δουλειά.
Για το «εξωτερικό» brain drain και τους έλληνες καθηγητές ΑΕΙ που θέλουν να γυρίσουν από άλλες χώρες στην Ελλάδα, δεν αλλάζουν πολύ τα πράγματα. Αν και οι σχετικές συμβουλές περί αποτροπής κάθε πρόθεσης κατάθεσης υποψηφιότητας για θέσεις σε ελληνικό πανεπιστήμιο δίνονται συνήθως πιο… κομψά. Κι όμως, τα στοιχεία που υπάρχουν ξεσκεπάζουν την υποκρισία: Στην πλειονότητά τους, οι έλληνες καθηγητές και ερευνητές που ζουν και διαπρέπουν στο εξωτερικό θέλουν να γυρίσουν πίσω. Το ερώτημα είναι εάν εμείς τους θέλουμε.
Ο κ. Κωνσταντίνος Γ. Δροσάτος, αναπληρωτής καθηγητής Ιατρικής Σχολής στο Πανεπιστήμιο Temple της Φιλαδέλφειας στις ΗΠΑ, διαπρεπής βιοεπιστήμονας, επιτυχημένος από κάθε άποψη και αντιπρόεδρος του Ινστιτούτου ARISTEiA της χώρας, λέει χαρακτηριστικά στο «Βήμα»: «Σας βεβαιώνω πως ένα 70%-80% όσων γεννήθηκαν στην Ελλάδα και έφυγαν στο εξωτερικό διερευνούν συνεχώς στο μυαλό τους τις προϋποθέσεις επιστροφής, ειδικά όταν έχουν εκπαιδευθεί σε ελληνικά πανεπιστήμια»…
Κλειδωμένες πόρτες
Νέοι λαμπροί επιστήμονες λοιπόν, αλλά και παλαιότεροι που θα μπορούσαν να είναι οι μέντορες μιας νέας δυναμικής γενιάς ερευνητών, θέλουν να επιστρέψουν στη χώρα μας, ωστόσο (όπως δηλώνουν πολλοί ανάμεσά τους) δεν το καταφέρνουν, γιατί οι ακαδημαϊκές «πόρτες» των ΑΕΙ είναι κλειστές. Και κλειδωμένες. Τα κλειδιά τα κρατούν καλά καθηγητές που έλαβαν νωρίς τους «τίτλους σπουδών» τους στις… εξυπηρετήσεις, στις ισορροπίες, στη διαπλοκή, στις αλληλοεξαρτήσεις. Παράλληλα με αυτά όμως, το κράτος δεν παρέχει ούτε υποδομές, ούτε στήριξη στους ερευνητές, ενώ τα ελληνικά ΑΕΙ δεν έχουν ξεπεράσει ακόμη τις «ασθένειες» της βίας, των καταλήψεων και των τραμπουκισμών. Με λίγα λόγια, αν επρόκειτο πράγματι για σενάριο κινηματογραφικής ταινίας, σίγουρα αυτό δεν θα ήταν ευχάριστο.
Εν όψει της σύνταξης ενός ακόμα νόμου-πλαισίου για τη λειτουργία των ΑΕΙ, «Το Βήμα» μίλησε με καταξιωμένους έμπειρους έλληνες καθηγητές του εξωτερικού, ερευνητές και κλινικούς γιατρούς αλλά και νεότερους επιστήμονες που προσπάθησαν να έρθουν στη χώρα μας και των οποίων η αξία μεγεθύνεται την περίοδο της κρίσης που βιώνουμε. Και τους έθεσε τα ερωτήματα: «Θα γυρίζατε στην Ελλάδα; Ποιες είναι οι προϋποθέσεις για αυτό;». Σήμερα δημοσιεύουμε το πρώτο μέρος της έρευνας και την επόμενη Κυριακή τη συνέχεια.
Ιατρική στην Ελλάδα
Ο κ. Ελευθέριος Μυλωνάκης, καταξιωμένος καθηγητής Κλινικής Λοιμωξιολογίας στο Brown University των ΗΠΑ και ερευνητής «πρώτης γραμμής» όλη την περίοδο της πανδημίας που πλήττει τη χώρα, εμπιστεύεται στο «Βήμα» τις σκέψεις του. «Πολλοί άνθρωποι από κάποια περίοδο της ζωής τους και μετά είναι δύσκολο να επιστρέψουν και, αν το κάνουν, τα πιο παραγωγικά χρόνια τους βρίσκονται πίσω τους. Γι’ αυτό τελικά πιστεύω ότι ο στόχος πρέπει να είναι, πρώτα απ’ όλα, οι επιστήμονες και οι γιατροί να μένουν στην Ελλάδα για όλη τη διάρκεια των σπουδών τους. Ιδανικά, θα πρέπει να ενισχυθούν οι ευκαιρίες για ανάπτυξη στην Ελλάδα, οπότε οι επισκέψεις των νέων στο εξωτερικό θα πρέπει να γίνονται για να βελτιώσουν τις εμπειρίες τους και να μην πάρουν ή αντικαταστήσουν τη βασική κατάρτιση και επιστημονική τους ανάπτυξη. Οι μεταδιδακτορικές σπουδές είναι ιδιαίτερα σημαντικές και πρέπει να είναι μια καλά αντισταθμισμένη ακαδημαϊκή ευκαιρία και όχι ένας τρόπος για το σύστημα να καλύψει τα κενά του σε προσωπικό» λέει ο κ. Μυλωνάκης.
«Η στενότερη συνεργασία μεταξύ επιχειρήσεων, οι επιχορηγήσεις των ερευνητών, η ισχυρή και βιώσιμη υποστήριξη των γυναικών επιστημόνων και η υποστήριξη ατόμων από διαφορετικά υπόβαθρα είναι όλα πολύ σημαντικά και συμπληρώνουν τα παραπάνω. Ειδικά για τις ιατρικές επιστήμες, η συνεργασία ιδιωτικού με δημόσιο τομέα μπορεί να προσφέρει αποτελέσματα που θα υποστηρίξουν τους νέους ερευνητές. Επίσης, σημαντική σήμερα είναι η επανεκτίμηση θεμάτων-ταμπού, όπως η λειτουργία ιδιωτικών πανεπιστημίων που θα παρακολουθούνται στενά και οι συνεργασίες με Ινστιτούτα από όλον τον κόσμο» αναφέρει.
Επιτυχία το αυτονόητο
Ο κ. Δροσάτος, από την πλευρά του, στις ερωτήσεις «Θα γυρίζατε στην Ελλάδα; Και ποιες προϋποθέσεις θα θέτατε για κάτι τέτοιο;» απαντά σχεδόν ακαριαία.
«Την ίδια σκέψη την κάνω τα τελευταία 19 χρόνια που ζω στις ΗΠΑ ξεκινώντας από φοιτητής διδακτορικού. Το φάσμα των προϋποθέσεων για να ληφθεί η απόφαση είναι πολυδιάστατο και συνίσταται στο ζύγισμα ανάμεσα στην πιθανότητα επιτυχίας και στο ρίσκο της αποτυχίας στην περίπτωση που οι συνθήκες δεν αποδειχθούν ευνοϊκές. Το ίδιο ζύγισμα γίνεται για επαγγελματικές μετακινήσεις όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στο εξωτερικό. Η διαφορά έγκειται στο ότι στην Ελλάδα επιτυχία θεωρείται αυτό που σε πολλές χώρες είναι αυτονόητο, δηλαδή ο επιστήμονας να εστιάζει μόνο στο πραγματικό αντικείμενό του κάνοντας τη δουλειά του, χωρίς εξωγενή εμπόδια όπως σπατάλη χρόνου για εργασίες γραμματειακού τύπου, ασφάλεια εντός των πανεπιστημίων, απειλές κατά καθηγητών, καταλήψεις που εμποδίζουν την πρόσβαση στον χώρο εργασίας» αναφέρει.
Νεποτισμός και κομματισμός
«Το πανεπιστημιακό περιβάλλον της Ελλάδας έχει σοβαρά προβλήματα χρηματοδότησης, αξιοκρατίας, νεποτισμού και κομματισμού!» λέει ο κ. Δροσάτος. «Για όσους ζούμε στις ΗΠΑ, υπάρχει το παγιωμένο αίσθημα μεγάλης γεωγραφικής απόστασης από την Ελλάδα που μεγεθύνει την περί επιστροφής απόφαση λόγω επαγγελματικών, οικογενειακών και κοινωνικών δεδομένων. Ωστόσο, τα τελευταία 20 χρόνια έχουν δημιουργηθεί στην Ελλάδα μεμονωμένοι πυρήνες αριστείας κυρίως γύρω από λίγους ερευνητές που καταβάλλουν τιτάνια προσπάθεια και κρατούν τη χώρα στην επιφάνεια της επιστήμης παράγοντας γνώση διεθνούς εμβέλειας. Η διεύρυνση αυτών των πυρήνων με προσέλκυση επιστημόνων μέσου ή αρχικού σταδίου καριέρας προϋποθέτει: στρατηγικό σχεδιασμό των πανεπιστημίων και ερευνητικών ιδρυμάτων με προσέλκυση διακεκριμένων επιστημόνων που βρίσκονται ακόμη σε παραγωγική ηλικία και έχουν διεθνή εμπειρία σε διευθυντικές θέσεις, εφαρμογή αξιοκρατικών διαδικασιών πρόσληψης και εξέλιξης στηριγμένων στην αριστεία, συνεχή και ανά σταθερά χρονικά διαστήματα δυνατότητα διεκδίκησης εθνικών επιστημονικών χρηματοδοτήσεων, αίσθημα ασφάλειας στον χώρο εργασίας και απρόσκοπτης εστίασης στο αντικείμενο εργασίας, παροχή εισοδημάτων που θα επιτρέπουν αξιοπρεπή διαβίωση σε όλες τις βαθμίδες επιστημόνων».
Δυνατότητα προσέλκυσης 110.000 ξένων φοιτητών, αν…
Ερευνα της ΕΤΕ δείχνει ότι η Ελλάδα, εάν είχε ένα αξιοκρατικό σύστημα επιλογής, στήριξης και προώθησης των υπηρεσιών ανώτατης εκπαίδευσης, θα μπορούσε να προσελκύσει 110.000 ξένους φοιτητές, να περιορίσει τις εκροές ελλήνων φοιτητών στο εξωτερικό και να κερδίσει από αυτό ποσά της τάξεως των 1,8 δισ. ευρώ ετησίως (κυρίως μέσω υψηλότερων εξαγωγών και χαμηλότερων εισαγωγών υπηρεσιών εκπαίδευσης). Θυμόμαστε όλοι δε ότι τα χρόνια της οικονομικής κρίσης η χώρα μας έχασε περισσότερους από 400.000 νέους έλληνες επιστήμονες που μετανάστευσαν στο εξωτερικό.
«Ευέλικτη νομοθεσία, ευνοϊκήφορολογία, άνοιγμα στους ιδιώτες»
Ο κ. Κωνσταντίνος Στρατάκης επέστρεψε στη χώρα μας πρόσφατα και ανέλαβε επιστημονικός διευθύνων σύμβουλος (Chief Scientific Officer) μεγάλου ερευνητικού ινστιτούτου, το οποίο θα είναι έτοιμο ως το 2023, με έμφαση στη βασική έρευνα και στην ανάπτυξη φαρμάκων. Ηταν για 10 χρόνια επιστημονικός διευθυντής του National Institute for Child Health and Development του NIH (National Institutes of Health) των ΗΠΑ και τo επιστημονικό έργο του ανέρχεται σε σχεδόν 700 δημοσιεύσεις με περισσότερα από 80.000 citations και είναι στην ηλικία των 55, που σημαίνει ότι έχει 15 παραγωγικά χρόνια μπροστά του.
«Εφυγα από την Ελλάδα στη δεκαετία του 1980 (1987-1989) για τη συνέχιση των σπουδών μου» λέει στο «Βήμα». «Δεν είχα κανέναν άλλο λόγο, και αυτό είναι σημαντικό, καθώς ήταν σαφές για μένα, από την αρχή, ότι θα γύριζα κάποια στιγμή. Η Ελλάδα μού έλειψε από την πρώτη μου μέρα στο εξωτερικό. Οι δυνατότητες στο εξωτερικό ήταν σαφώς περισσότερες, και εγκαταστάθηκα εκεί που ήταν περισσότερες, στις ΗΠΑ, καθώς δοκίμασα πρώτα στη Γερμανία, σαν φοιτητής, και μετά στη Γαλλία. Τεχνολογία και χρηματοδότηση είναι νομίζω δύο λόγοι στους οποίους όλοι όσοι επιστήμονες-ερευνητές φύγαμε στο εξωτερικό συμφωνούμε ότι είναι βασικοί για την εξέλιξή μας εδώ. Μετά, υπάρχουν άλλοι λόγοι, που αφορούν την επιστήμη του καθενός. Στην περίπτωσή μου, εισήλθα στον χώρο της Γενετικής ακριβώς την εποχή που η προσπάθεια ανεύρεσης γονιδίων υπεύθυνων για νόσους ξεκινούσε, εκεί που η προσπάθεια άρχισε (στο ΝΙΗ, ΗΠΑ), και δεν μπορούσε να υπάρξει καλύτερος χώρος ή στιγμή για μένα. Η Ελλάδα, μέσω της σύνδεσής της με την Ευρώπη αλλά και διεθνώς (είμαστε πιο διασυνδεδεμένοι από ποτέ), προσφέρει δυνατότητες σε αυτούς που θέλουν να γυρίσουν».
Στην ερώτηση τι χρειάζεται για να πειστούν οι έξοχοι Ελληνες της Διασποράς να επιστρέψουν απαντά:
«Πρώτον, ένα ευέλικτο νομικό πλαίσιο που θα επιτρέπει την ακαδημαϊκή “πολυθεσία” με την καλή έννοια του όρου: ένας Ελληνας του εξωτερικού (αλλά και ένας ξένος) πρέπει να μπορεί να έχει μια ακαδημαϊκή θέση στην Ελλάδα ταυτόχρονα με μία (ή περισσότερες θέσεις) στο εξωτερικό. Αυτό για να γίνει αποδεκτό πρέπει να μην αποκλείει ευκαιρίες στους Ελληνες που είναι εδώ. Οι νέες αυτές θέσεις δεν θα είναι μόνιμες και μπορεί να είναι άμισθες ή έμμισθες σε διάφορες κατηγορίες, και θα πρέπει να δίνουν τη δυνατότητα υποβολής προγραμμάτων από την ελληνική θέση, οπότε ακόμα και εάν είναι άμισθη να μπορεί να εισφέρει εισόδημα στον ερευνητή (από το πρόγραμμα). Η Κίνα, η Σιγκαπούρη και τα κράτη της Αραβικής Χερσονήσου κάνουν κάτι παρόμοιο. Οι ερχόμενοι σε αυτές τις θέσεις πρέπει να έχουν και ευνοϊκή φορολογική μεταχείριση, όπως προσφέρουν οι χώρες στις οποίες αναφέρθηκα. Δεύτερον, άνοιγμα των ΑΕΙ και ερευνητικών ιδρυμάτων στον ιδιωτικό χώρο, τόσο με εταιρείες που ήδη υπάρχουν όσο και με τη δυνατότητα δημιουργίας εταιρειών από ακαδημαϊκούς. Τρίτον, να επιτραπούν διεθνή προγράμματα εκπαίδευσης (με χρέωση των φοιτητών) ούτως ώστε να έρχονται φοιτητές στην Ελλάδα από άλλα Ιδρύματα του εξωτερικού – αυτό θα είναι πηγή εισοδήματος αλλά και “εργατικού” δυναμικού για τα εργαστήρια. Δεν χρειάζεται τα πανεπιστήμια να είναι ιδιωτικά για να γίνει κάτι τέτοιο, και ήδη γίνεται στις οικονομικές σχολές με επιτυχία. Αυτό πρέπει να ενισχυθεί και να προωθηθεί» δηλώνει
«Να φύγουμε από το σύνδρομο του “σωτήρα”»
Ο κ. Νίκος Κτιστάκης είναι ερευνητής στη Μοριακή και Κυτταρική Βιολογία, και εργάζεται στο Ινστιτούτο Babraham, αναγνωρισμένο εκπαιδευτικό και ερευνητικό ίδρυμα του Πανεπιστημίου του Cambridge, από το 1996.
«Για την επιστροφή στην Ελλάδα με τρόπο χρήσιμο πρέπει να υπάρχουν δύο προϋποθέσεις νομίζω» απαντά με ειλικρίνεια. «Από την πλευρά αυτών που επιστρέφουν πρέπει να μην υπάρχει το σύνδρομο του “σωτήρα”. Δυστυχώς, το βλέπουμε συχνά αυτό, με τελευταίο κορυφαίο παράδειγμα πολλές παρεμβάσεις συναδέλφων του εξωτερικού στα ελληνικά ΜΜΕ για τον κορωνοϊό, όπου μιλάνε εκ καθέδρας αλλά όχι εξ εμπειρίας. Από την πλευρά αυτών που θα υποδεχθούν τους επιστρέφοντες πρέπει να υπάρξει μια έξτρα προσπάθεια να μην τους εμπλέξουν στις μικροπολιτικές που ταλανίζουν τα ελληνικά πανεπιστήμια. Αντίθετα, οι επιστήμονες/ακαδημαϊκοί αυτοί θα πρέπει να αισθανθούν από την αρχή σαν ένα μέρος του πανεπιστημίου/ερευνητικού κέντρου και όχι σαν ξένα σώματα που μπαίνουν στη βιτρίνα για εντυπωσιασμό.
Η γνώμη μου είναι ότι υπό τις παρούσες συνθήκες λίγοι συνάδελφοι θα επιστρέψουν μόνιμα, και ίσως αυτό να μην είναι και αναγκαίο από άποψη εγχώριας ανεργίας αλλά και του ήδη υπάρχοντος μεγάλου αριθμού ακαδημαϊκών για τα δεδομένα της χώρας μας. Δεν υπάρχει λόγος όμως που να αποκλείει την ενδυνάμωση όλων των Ιδρυμάτων στην Ελλάδα με honorary fellows της Διασποράς που θα συμμετέχουν διαδικτυακά σε μαθήματα, θα έχουν συμβουλευτικό λόγο για αποφάσεις του τμήματος και θα βοηθούν στην εσωτερική αξιολόγηση. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να εμπλουτίσει το ακαδημαϊκό δυναμικό στην Ελλάδα κατά το ένα τρίτο, με μικρό κόστος» καταλήγει.
«Εκλεκτορικά σώματα από τα Συμβούλια των Σχολών»
Είναι η πρώτη φορά που δημοσιεύουμε ρεπορτάζ για το brain drain ή μήπως η πρώτη φορά που φιλοξενούμε αντίστοιχες απόψεις ελλήνων καθηγητών από το εξωτερικό ή και το εσωτερικό; Εχει βρει όμως, ως σήμερα, υπουργός Παιδείας τον τρόπο να σταματήσει τις σχέσεις εξάρτησης στα ελληνικά ΑΕΙ;
Η αλήθεια είναι ότι το ρεπορτάζ καταγράφει την ακριβώς αντίθετη εικόνα: σε πρόσφατη συνεδρίαση που έγινε στο κτίριο του Αμαρουσίου, από επιτροπή επιφορτισμένη για τη σύνταξη του νέου νόμου-πλαισίου για τα ΑΕΙ, ανώτατο στέλεχος του υπουργείου Παιδείας έφτασε να προτείνει να ορίζονται τα εκλεκτορικά σώματα για τις επιλογές των καθηγητών από τα νέα Συμβούλια Ιδρύματος ή τους (κατά την πρότασή του) διορισμένους κοσμήτορες των Σχολών! Περισσότερη δύναμη δηλαδή σε λιγότερους ανθρώπους… Και πεδίο δόξης λαμπρό για κάθε μορφή νεποτισμού, πελατειακών σχέσεων και εξαρτήσεων εντός των «τειχών» του κάθε ανώτατου ιδρύματος. Η πρόταση φυσικά (και ευτυχώς) αποδοκιμάστηκε από τους συνομιλητές του.