Το αίτημά του για προκήρυξη εκλογών επανέλαβε ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, Αλέξης Τσίπρας, μιλώντας στο Digital Economy Forum του Συνδέσμου Εταιριών Πληροφορικής και Επικοινωνιών.
Συγκεκριμένα, στην εναρκτήρια ομιλία του συνεδρίου ο κ. Τσίπρας ανέφερε: «Σήμερα, η χώρα βρίσκεται εγκλωβισμένη σε διπλό κλοιό πανδημίας και ακρίβειας. Αλλά και εγκλωβισμένη από μια κυβέρνηση που έχει αποτύχει παταγωδώς στη διαχείριση των κρίσεων που μας ταλανίζουν και αδυνατεί να εκπέμψει στοιχειώδη εμπιστοσύνη που είναι το πιο σημαντικό στοιχείο σε μια περίοδο κρίσης. Εμπιστοσύνη είναι η πιο ισχυρή άμυνα για την αντιμετώπιση και της πανδημίας αλλά και της ακρίβειας. Όπως γνωρίζετε, όμως, στη δημοκρατία δεν υπάρχουν αδιέξοδα. Γι’ αυτό και κατά τη συζήτηση για τον προυπολογισμό ζήτησα να οδηγηθούμε στη μόνη ενδεδειγμένη δημοκρατική λύση: Τις εκλογές».
Ακολούθως, ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ εξήγησε ότι ζητά τώρα εκλογές «ακριβώς για τον λόγο που ήταν διστακτικός να το ζητήσει το προηγούμενο διάστημα: Γιατί πρωτεύον σήμερα είναι η προστασία της ανθρώπινης ζωής και της κοινωνικής συνοχής. Υπήρχαν και υπάρχουν δυνατότητες για να προστατευθεί η ανθρώπινη ζωή και η κοινωνική συνοχή. Η παραμονή της κυβέρνησης εγκυμονεί κινδύνους».
Ο ψηφιακός τομέας είναι κινητήρια δύναμη για την αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου, το οποίο θα βασίζεται σε μια οικονομία υψηλής προστιθέμενης αξίας, ανέφερε ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ. Αναγνώρισε ότι «στον τομέα της ψηφιακής πολιτικής έγιναν σημαντικά βήματα τα τελευταία δυόμιση χρόνια» αν και πρόσθεσε ότι «θα ισχυριστώ όμως ότι τα βήματα αυτά έγιναν πάνω στις ράγες και στις υποδομές που η προηγούμενη κυβέρνηση είχε φροντίσει παρά τη σκληρή περίοδο της δημοσιονομικής προσαρμογής, να θέσει. Κάτι που προς τιμήν του έχει παραδεχτεί και δημοσίως ο ίδιος ο κ. Πιερρακάκης». Σημείωσε, ακόμη, ότι στον τομέα των ψηφιακών όντως δεν υπήρξε «καμία διάθεση ρεβανσισμού» απέναντι στα έργα της προηγούμενης κυβέρνησης. Και τα αποτελέσματα αυτής της «εξαίρεσης» νομίζω ήταν θετικά, σε αντίθεση βέβαια με τον «κανόνα» του ρεβανσισμού που καθόρισε τα περισσότερα έργα και πράξεις της σημερινής κυβέρνησης».
Η πανδημία ήρθε ως επιταχυντής και καταλύτης, για να αναδείξει τη σημασία της Ψηφιακής Μετάβασης, ανέφερε ο κ. Τσίπρας και πρόσθεσε ότι το κοινωνικό και οικονομικό σύστημα που επικράτησε το προηγούμενα και χαρακτηρίστηκε από διεύρυνση των κάθε είδους ανισοτήτων και οδήγησε στον κλονισμό της εμπιστοσύνης στο πολιτικό σύστημα και στις δημοκρατικές αξίες έχει κλονιστεί και είναι πλέον εμφανής η ανάγκη αλλαγής πορείας. Ενδεικτικά ανέφερε ότι «στο πλαίσιο του ΟΟΣΑ, αποφασίστηκε από τη συντριπτική πλειοψηφία των κρατών, η φορολόγηση των πολυεθνικών εταιρειών με ελάχιστο φορολογικό συντελεστή 15% προκειμένου να αυξηθούν τα δημόσια έσοδα. Ενώ οι περισσότερες χώρες ενισχύουν κατώτατο και μέσο μισθό με διάφορους τρόπους για να αντιμετωπίσουν τις επιπτώσεις του πληθωρισμού».
Έκανε απολογισμό της δικής του κυβερνητική θητείας επισημαίνοντας:
- Πρώτα απ’ όλα ιδρύσαμε το Υπουργείο Ψηφιακής Πολιτικής, το οποίο εκπόνησε την Εθνική Ψηφιακή Στρατηγική 2016-2021
- Αποδεσμεύσαμε δισεκατομμύρια ευρώ από ευρωπαϊκούς πόρους για έργα ψηφιακού μετασχηματισμού
- Προχωρήσαμε τον ψηφιακό μετασχηματισμό του δημοσίου τομέα, με πιο εμβληματικά τα έργα Σύστημα Ηλεκτρονικής Διακίνησης Εγγράφων – ΣΗΔΕ & ΣΥΖΕΥΞΙΣ ΙΙ
- Εξορθολογήσαμε τα έργα Τεχνολογίας Πληροφορικής και επικοινωνιών (ΤΠΕ) τα οποία ήταν κατακερματισμένα και αναποτελεσματικά.
- Κατευθύναμε 800 εκατ. Euro από το ΠΔΕ για ιδιωτικές επενδύσεις στο τομέα της ψηφιακής τεχνολογίας
- Αυξήσαμε στο 1,2 % του ΑΕΠ τον προϋπολογισμό για έρευνα και καινοτομία.
Όπως είπε, η σημερινή κυβέρνηση επαίρεται ότι το αύξησε στο 1,5% του ΑΕΠ το 2020, αλλά σε χρονιά που το ΑΕΠ μειώθηκε σχεδόν 10% σε σχέση με το 2019.
Οι πολιτικές της ΕΕ που ενισχύουν τις πολιτικές για την ψηφιακή μετάβαση προσφέρουν μια σημαντική ευκαιρία για τη χώρα που δεν πρέπει να αφήσουμε να πάει χαμένη ανέφερε ο κ. Τσίπρας και πρόσθεσε: «Που βρισκόμαστε όμως σήμερα ως χώρα; H δημοσιοποίηση στις 12 Νοεμβρίου του δείκτη Ψηφιακής Οικονομίας και Κοινωνίας, DESI 2021, από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή που παρακολουθεί την ψηφιακή πρόοδο των κρατών-μελών, δεν αφήνει περιθώρια ούτε για πανηγυρισμούς ούτε για εφησυχασμό. Σύμφωνα με την έκθεση της Επιτροπής, η Ελλάδα κατατάσσεται 3η από το τέλος (25 στους 27) στην Ε.Ε. στον γενικό δείκτη DESI 2021 για το έτος 2020, ξεπερνώντας μόνο τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία».
Ακολούθως εξήγησε ότι η υστέρηση της χώρας είναι διαχρονική, «αλλά εδώ συμβάλλει και η ευθύνη της σημερινής κυβέρνησης που αποτυγχάνει στο μέτωπο των υποδομών και πρόσθεσε: «Διαθέτουμε το ακριβότερο ίντερνετ στην Ευρώπη και μάλιστα, με πολύ χαμηλές ταχύτητες. Κάτι που θα είχε σίγουρα βελτιωθεί αν προχωρούσαν εμβληματικά έργα που είχαμε δρομολογήσει, με χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτό της Ευρυζωνικότητας: Έχουν περάσει περισσότερα από δύο χρόνια, και το έργο του Ultra Fast Broadband είναι ακόμα εκεί που το αφήσαμε το 2019. Έργο, προϋπολογισμού 870 εκατ. μια τεράστια επένδυση ΣΔΙΤ που θα συνέβαλε καθοριστικά στην απεξάρτηση από το χαλκό».
Απέδωσε ευθύνες στην κυβέρνηση γιατί «δεν φρόντισε να ασχοληθεί με το ζήτημα των ανισοτήτων στην πρόσβαση σε τεχνολογικό εξοπλισμό και συνδέσεις καθώς στην πράξη χιλιάδες μαθητές που δεν είχαν ίντερνετ ή εξοπλισμό, αποκλείστηκαν από την τηλεκπαίδευση. Δε φρόντισε να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά το ζήτημα της ψηφιακής έκδοσης συντάξεων. Δυόμισι χρόνια τώρα, όχι μόνο δεν το έλυσαν το πρόβλημα, αλλά 4πλασίασαν τις εκκρεμότητες, καθυστερώντας δραματικά την ολοκλήρωση του σχετικού έργου ΕΣΠΑ του ΣΥΡΙΖΑ. Επίσης οι σχετικές δράσεις ύψους 1,2 δις του Ταμείου Ανάκαμψης για απόδοση ψηφιακών δεξιοτήτων, δόθηκαν χωρίς καμία διαβούλευση στο Υπουργείο Εργασίας, το οποίο θα προχωρήσει σε αμφιβόλου ποιότητας προγράμματα κατάρτισης, παρόλο είναι ακόμα νωπό το σκάνδαλο του εν λόγω Υπουργείου, με τα προγράμματα «ΣΚΟΙΛ ΕΛΙΚΙΚΟΥ».
Ο κ. Τσίπρας κατέθεσε τη δική του «εναλλακτική πρόταση για την ψηφιακή μετάβαση με δικαιοσύνη και συμπεριληπτικότητα»:
- Πρώτον, η χώρα να μη λειτουργήσει ως απλός καταναλωτής έτοιμων ψηφιακών υπηρεσιών και λύσεων που θα αγοραστούν απ’ έξω αυξάνοντας τα εμπορικά ελλείμματα, αλλά να βασιστεί σε όσο μεγαλύτερο ποσοστό γίνεται στην εγχώρια προστιθέμενη αξία.
- Δεύτερον, να δοθεί προτεραιότητα στο ψηφιακό Δημόσιο με ουσιαστικές ενέργειες απλοποίησης των διαδικασιών. Δεν πρέπει δηλαδή απλά να ψηφιοποιούμε τη γραφειοκρατία. Να πω ένα απλό παράδειγμα για να γίνει αυτό κατανοητό: Είναι αδιανόητο ότι μετά από τόσους μήνες πανδημίας, η χώρα δεν έχει επενδύσει σε ένα σοβαρό και αξιόπιστο δίκτυο τηλεϊατρικής…
- Τρίτον, πρέπει να αντιμετωπίσουμε τον ψηφιακό αναλφαβητισμό, με πολιτικές που στοχεύουν κυρίως στο να βοηθήσουμε εκείνους που λόγω μεγαλύτερης ηλικίας και παραστάσεων, δυσκολεύονται περισσότερο να προσαρμοστούν.
- Τέταρτον, πρέπει να δώσουμε έμφαση στην Ενίσχυση της Πολιτικής Προστασίας, όχι με επικοινωνιακά σόου αλλά με τεχνολογικά μέσα για την επιτήρηση και πρόληψη φυσικών καταστροφών και των ακραίων φαινομένων της κλιματικής αλλαγής.
- Πέμπτον, η ψηφιακή μετάβαση πρέπει να είναι συνολική και αποκεντρωμένη, άρα να δώσουμε έμφαση και στην ενίσχυση της τοπικής αυτοδιοίκησης ώστε να ενσωματώσουν στις πολιτικές τους, νέα ψηφιακά εργαλεία στην καθημερινότητα όπως οι έξυπνες πόλεις.
- Έκτον, είναι ζωτικής σημασίας να προχωρήσουμε σε επενδύσεις για την ενίσχυση των ψηφιακών υποδομών, με άξονες: Την επέκταση του δικτύου οπτικών ινών σε νησιά και λοιπές απομακρυσμένες περιοχές ώστε να καλυφθεί το 100% της ελληνικής επικράτειας. Τη μετάβαση στα ασύρματα δίκτυα πέμπτης γενιάς (5G).
- Το έβδομο σημείο αφορά τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Η μικρομεσαία επιχειρηματικότητα αποτελεί το 95% των ελληνικών επιχειρήσεων και χρειάζεται ένα ολοκληρωμένο πλέγμα δράσεων για την ενίσχυσή τους, με επίκεντρο: Την ενίσχυση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων μέσω εξειδικευμένων χρηματοδοτικών εργαλείων της Αναπτυξιακής Τράπεζας με ειδικά κίνητρα για τη δημιουργία clusters, συνεργειών και συνεργασιών.
Κλείνοντας υπογράμμισε ότι η χώρα πρέπει να αξιοποιήσει την πρόκληση της Ψηφιακής Μετάβασης ως ευκαιρία άλματος της οικονομίας και παράλληλα να αξιοποιήσει τις ψηφιακές δυνατότητες για περισσότερη ισότητα, για την πρόσβαση όλων στα κοινά αγαθά στο κοινωνικό κράτος, με αξιοπρέπεια και υψηλό επίπεδο ποιότητας.