Ακριβότερα κατά 32% περίπου πληρώνουν οι γονείς στην Ελλάδα το γάλα πρώτης βρεφικής ηλικίας -το ίδιο προϊόν συγκεκριμένης πολυεθνικής εταιρείας- σε σύγκριση με τους γονείς στη Γερμανία,
παρά το γεγονός ότι στη μεν Ελλάδα το κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε μονάδες αγοραστικής δύναμης υπολείπεται κατά 32% του μέσου ευρωπαϊκού όρου, σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, στη δε Γερμανία βρίσκεται 17% πάνω από τον μέσο ευρωπαϊκό όρο. Μάλιστα οι τιμές αυτές δεν είναι τιμές φαρμακείου, αλλά τιμές σούπερ μάρκετ, μετά την πολυσυζητημένη απελευθέρωση της πώλησης του γάλακτος 1ης βρεφικής ηλικίας (για βρέφη έως 6 μηνών), η οποία έγινε τον Δεκέμβριο του 2012, συνοδευόμενη από αρκετές αντιδράσεις.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με έρευνα τιμών που πραγματοποίησε η «Καθημερινή» στα ηλεκτρονικά καταστήματα κορυφαίων αλυσίδων σούπερ μάρκετ στην Ελλάδα και σε τέσσερις ακόμη χώρες (Γερμανία, Γαλλία, Ισπανία και Κύπρο), προκύπτει ότι η τιμή ανά κιλό πολύ γνωστού γάλακτος 1ης βρεφικής ηλικίας στην Ελλάδα είναι 31,20 ευρώ, όταν στη Γερμανία είναι 23,74 ευρώ, στη Γαλλία 23,24 ευρώ, στην Κύπρο 27,50 και στην Ισπανία 29,25 ευρώ. Ας σημειωθεί ότι το γάλα 1ης βρεφικής ηλικίας αποτελεί κάτι παραπάνω από βασικό είδος, διότι αποτελεί τη μοναδική τροφή για τα βρέφη έως 6 μηνών που δεν πίνουν μητρικό γάλα. Μια άλλη λεπτομέρεια: όχι μόνο οι πολυεθνικές πωλούν ακριβότερα στην Ελλάδα από ό,τι στις υπόλοιπες χώρες το ίδιο προϊόν, αλλά ακόμη και ελληνικές εταιρείες που παράγουν εδώ αντίστοιχο προϊόν το πωλούν με τιμή κοντά στα 31 ευρώ/κιλό.
Δυστυχώς το γάλα 1ης βρεφικής ηλικίας δεν είναι το μοναδικό προϊόν παραγωγής πολυεθνικών εταιρειών το οποίο πωλείται αρκετά ακριβότερα στην Ελλάδα από ό,τι σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Ένα άλλο προϊόν που συνδέεται επίσης με την ανατροφή των βρεφών είναι οι παιδικές πάνες. Η τιμή ανά τεμάχιο στην Ελλάδα είναι υπερδιπλάσια αυτής στη Γερμανία -0,56 ευρώ στην Ελλάδα έναντι 0,23 ευρώ στη Γερμανία– και υψηλότερη από ό,τι στις άλλες τέσσερις χώρες. Η τιμή εν προκειμένω αφορά συσκευασία Νο2, πάντα για το ίδιο σήμα πανών, όμως ανάλογες αποκλίσεις στην τιμή που επικρατεί στην Ελλάδα και σε αυτές στην υπόλοιπη Ευρώπη παρατηρούνται και στις λοιπές κατηγορίες πανών.
Ανάλογα είναι τα ευρήματα και σε ό,τι αφορά τα απορρυπαντικά ρούχων, κατηγορία, μάλιστα, η οποία προκάλεσε πρόσφατα και το ενδιαφέρον της Επιτροπής Ανταγωνισμού. Η Αρχή προχώρησε σε έρευνα τιμών, συγκρίνοντας τις τιμές στην Ελλάδα και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, σειράς προϊόντων (σε σκόνη και κάψουλες) των εταιρειών Unilever και P&G, των πολυεθνικών που συγκεντρώνουν το υψηλότερο μερίδιο αγοράς στην εν λόγω κατηγορία στην ελληνική αγορά.
Η έρευνα τιμών της ΕΑ έδειξε ότι τα προϊόντα των δύο παραπάνω εταιρειών πωλούνται στην Ελλάδα κατά 113,92 % έως 361% ακριβότερα σε σύγκριση με τη φθηνότερη χώρα στην ΕΕ που είναι η Ιρλανδία, με φθηνές επίσης χώρες -με βάση και την αγοραστική δύναμη- να είναι η Σουηδία και η Γερμανία. Σύμφωνα με απολύτως ασφαλείς πληροφορίες της «Καθημερινής» η ΕΑ διενεργεί και άλλες μελέτες σύγκρισης τιμών για σειρά προϊόντων, τα αποτελέσματα των οποίων αναμένονται μέσα στο καλοκαίρι.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν τρία ακόμη παραδείγματα, δύο που αφορούν σε είδη ατομικής υγιεινής και ένα που αφορά σε τρόφιμα. Αφρόλουτρο μεγάλης πολυεθνικής πωλείται στην Ελλάδα προς 8,77 ευρώ/λίτρο που είναι η χαμηλότερη -όχι βεβαίως, με μεγάλη διαφορά- μεταξύ των πέντε εξεταζόμενων χωρών. Από την άλλη, η τιμή για οδοντόκρεμα επίσης μεγάλης πολυεθνικής είναι η δεύτερη υψηλότερη στην Ελλάδα, μετά από αυτή στην Κύπρο: 3,34 ευρώ (συσκευασία των 75 ml) στην Ελλάδα έναντι 4,18 ευρώ στην Κύπρο. Στη Γερμανία κοστίζει λιγότερο από 1 ευρώ, στη Γαλλία 2,15 ευρώ και στην Ισπανία 1,99 ευρώ.
Από την άλλη μπισκότα πολυεθνικού κολοσσού, τα οποία τυγχάνει να αποτελούν ένα από τα γνωστότερα σήματα παγκοσμίως, πωλούνται σχετικά φθηνά στην Ελλάδα (8,96 ευρώ/κιλό) ενώ στη Γερμανία 11,31 ευρώ/κιλό.
Έξι αλήθειες και δύο μύθοι
Τι τελικά συμβαίνει με τις πολυεθνικές και για ποιο λόγο συχνά πωλούν τα προϊόντα τους ακριβότερα στην Ελλάδα σε σύγκριση ακόμη και με χώρες όπου οι καταναλωτές έχουν μεγαλύτερη αγοραστική δύναμη; Και γιατί, από την άλλη, υπάρχουν περιπτώσεις όπου οι τιμές τους είναι σχετικά χαμηλές;
Κατ’ αρχάς, σε αρκετές από τις ευρωπαϊκές χώρες υπάρχουν εργοστάσια παραγωγής των πολυεθνικών σε βασικά καταναλωτικά προϊόντα, πολύ περισσότερα από όσα υπάρχουν στην Ελλάδα.
Δεύτερον, το μέγεθος της ελληνικής αγοράς είναι εκ των πραγμάτων μικρό, κάτι που αφενός δεν ευνοεί την ύπαρξη πολύ χαμηλών περιθωρίων κέρδους και αφετέρου δεν δημιουργεί κίνητρο για μεγάλο ανταγωνισμό στις τιμές.
Τρίτον, όπου υπάρχει μεγάλη διείσδυση της ιδιωτικής ετικέτας, οι πολυεθνικές οδηγούνται σε μείωση των τιμών για να μη χάσουν μερίδια αγοράς. Στις πάνες, στο γάλα βρεφικής ηλικίας, στην οδοντόκρεμα και στα απορρυπαντικά πλυντηρίου ρούχων τα μερίδια της ιδιωτικής ετικέτας είναι χαμηλά. Στο αφρόλουτρο από την άλλη αρχίζει και ανεβαίνει σημαντικά το μερίδιο της ιδιωτικής ετικέτας, ενώ υπάρχει ανταγωνισμός και από ελληνικές εταιρείες. Σε ό,τι αφορά τα μπισκότα είναι τα επώνυμα προϊόντων των ελληνικών εταιρειών που κυριαρχεί, κάτι που σημαίνει ότι μια πολυεθνική έχει κίνητρο να διαθέτει τα δικά της είδη σε πιο ανταγωνιστικές τιμές.
Τέταρτον, στην Ελλάδα προμηθευτές και λιανέμποροι συνεχίζουν να διαθέτουν μεγάλο μέρος των προϊόντων και ειδικά αυτά που σχετίζονται με την ατομική υγιεινή και με τα προϊόντα φροντίδας του νοικοκυριού σε προσφορά, διότι έτσι εκπαίδευσαν τους καταναλωτές εδώ και πολλά χρόνια και ειδικά σε συνθήκες μειωμένης ζήτησης λόγω πληθωρισμού δεν μπορούν να σταματήσουν. Αποτέλεσμα: κρατούν τις ονομαστικές τιμές ψηλά για να είναι τον μισό χρόνο στο ράφι με μειωμένη τιμή. Αυτό που γίνεται εδώ ωθεί τον αγοραστή να μη λαμβάνει ορθολογικές αποφάσεις, ειδικά μάλιστα καθώς είναι ελάχιστοι εκείνοι που ελέγχουν στο ταμπελάκι και την τιμή ανά μονάδα προϊόντος.
Πέμπτον, σε άλλες χώρες, όπως για παράδειγμα στη Γερμανία και την Ισπανία, το οργανωμένο λιανεμπόριο ελέγχεται σε πολύ μεγάλο βαθμό από τις εκπτωτικές αλυσίδες (discounters), με συνέπεια να συμπαρασύρουν προς τα κάτω και τις τιμές των επωνύμων.
Έκτον, καθοριστικός παράγοντας για τις αποκλίσεις των τιμών σε όμοια προϊόντα είναι ο ΦΠΑ. Στην Ελλάδα παρά το αίτημα καταναλωτών και φορέων της αγοράς για μείωση των συντελεστών, έστω στα βασικά τρόφιμα, η κυβέρνηση απέφυγε να το ικανοποιήσει, φοβούμενη το δημοσιονομικό κόστος. Έτσι, οι συντελεστές ΦΠΑ στην Ελλάδα παρέμειναν στο 13% και 24% με τη χώρα να μοιάζει μόνο σε αυτό το σημείο με «Δανία του Νότου». Χώρες που είχαν έτσι και αλλιώς χαμηλό ΦΠΑ στα τρόφιμα, όπως η Ισπανία, εφαρμόζει εκτάκτως μηδενικό ΦΠΑ σε βασικά είδη, ενώ μείωσε σε 5,5% από 10% τον συντελεστή ΦΠΑ σε άλλα είδη. Η Κύπρος από τις 5 Μαΐου και έως τις 31 Οκτωβρίου θα έχει μηδενικό ΦΠΑ σε βασικά είδη διατροφής, αλλά και σε είδη, όπως οι πάνες.
Υπάρχουν πάντως και δύο μύθοι σχετικά με τις αιτίες των ακριβών προϊόντων των πολυεθνικών στην Ελλάδα: πρώτον, ότι τα προϊόντα πωλούνται ακριβότερα στην Ελλάδα διότι βρίσκεται μακριά από τα κέντρα παραγωγής. Από την έρευνα της ΕΑ για τα απορρυπαντικά προέκυψε ότι η Ελλάδα με την Κύπρο έχουν μεγάλη διαφορά στις τιμές τους (η Κύπρος έχει φθηνότερες τιμές) παρόλο που για τη μεταφορά του προϊόντος στη Κύπρο πιθανώς να χρειάζεται επιπλέον κόστος, λόγω γεωγραφικής τοποθεσίας.
Δεύτερον, στην Ελλάδα είναι ακριβότερα τα προϊόντα λόγω της μικρής συσκευασίας. Και πάλι από την έρευνα της ΕΑ προέκυψε ότι η Ελλάδα κατατάσσεται στην ομάδα χωρών που έχουν υψηλές τιμές ανεξαρτήτως του μεγέθους της συσκευασίας. Μάλιστα, όσο πιο μικρή είναι η συσκευασία, τόσο υψηλότερη είναι η τιμή ανά τεμάχιο (στις κάψουλες). Στη συσκευασία των 14 τεμαχίων η τιμή ανά τεμάχιο είναι 0,66 ευρώ, ενώ σε αυτή των 54 τεμαχίων 0,44 ευρώ. Σε άλλες χώρες, αντιθέτως, όπως για παράδειγμα στην Ολλανδία, η τιμή ανά τεμάχιο δεν διαφοροποιείται.