Σχέδιο ανάσχεσης του φαινομένου της μεγάλης παραίτησης α λα ελληνικά, που παρουσιάζεται κατά κύριο λόγο στον κλάδο του τουρισμού και του επισιτισμού,
με περισσότερες από 50.000 θέσεις εργασίας να παραμένουν κενές, παρότι η τουριστική σεζόν ξεκινάει φέτος με καλούς οιωνούς, επεξεργάζεται το υπουργείο Εργασίας, σε συνεργασία με το υπουργείο Τουρισμού.
Πληροφορίες αναφέρουν ότι εντός της εβδομάδας ο υπουργός Εργασίας Κωστής Χατζηδάκης αναμένεται να ξεκινήσει κύκλο επαφών με όλους τους εμπλεκόμενους φορείς, από τους οποίους θα ζητήσει μάλιστα να καταθέσουν σε ένα κοινό τραπέζι διαλόγου τις προτάσεις τους, προκειμένου στη συνέχεια να εκπονηθούν συγκεκριμένα προγράμματα με στόχο την κάλυψη των κενών θέσεων. Στις συναντήσεις θα συμμετάσχουν, εκτός από την πολιτική ηγεσία των δύο υπουργείων, ο διοικητής της ΔΥΠΑ (πρώην ΟΑΕΔ), εκπρόσωποι των επιχειρήσεων αλλά και των εργαζομένων. Οι μεγαλύτερες ελλείψεις εντοπίζονται κυρίως στην κουζίνα, στο service αλλά και στον ξενοδοχειακό τομέα, ενώ οι περιοχές που απασχολούν τους περισσότερους εργαζομένους και εκ των πραγμάτων εντοπίζεται η έλλειψη προσωπικού είναι η Χαλκιδική, η Κρήτη, η Ρόδος, η Σαντορίνη και η Μύκονος.
Το πρόβλημα, που λόγω της έντονης εποχικότητας της απασχόλησης στους συγκεκριμένους κλάδους υπήρχε και τα προηγούμενα χρόνια, εμφανίστηκε εντονότερο πέρυσι το καλοκαίρι, όταν και λειτούργησε σχεδόν το 60% των επιχειρήσεων, και μάλιστα έπειτα από μια μακρά περίοδο που οι τουριστικές επιχειρήσεις είχαν βάλει λουκέτο εξαιτίας της πανδημίας του κορωνοϊού.
Φέτος το πρόβλημα εμφανίζεται ιδιαίτερα αυξημένο, ενώ δεν είναι λίγοι αυτοί που το συνδυάζουν με το φαινόμενο της «μεγάλης παραίτησης». Είναι ενδεικτικό ότι ο αριθμός των απασχολουμένων στον κλάδο του τουρισμού, στην κορύφωση της τουριστικής κίνησης, τον Αύγουστο του 2021, ήταν 175.741 άτομα, όταν δύο χρόνια πριν, το 2019, έτος-ρεκόρ για τον τουρισμό, ήταν 186.575, δηλαδή υπήρχε μείωση κατά 5,8%.
Οπως εξηγεί ο γενικός διευθυντής Εργασιακών Σχέσεων, Υγείας, Ασφάλειας και Ενταξης στην Εργασία του υπουργείου Εργασίας, διδάκτωρ του Παντείου Πανεπιστημίου Κωνσταντίνος Αγραπιδάς, το γεγονός ότι παρά τη μεγάλη ζήτηση στον τουριστικό τομέα (ξενοδοχεία, εστίαση) υπολογίζεται πως 50.000 θέσεις εργασίας θα μείνουν κενές, επηρεάζει την ανάπτυξη του συγκεκριμένου κλάδου αλλά και της οικονομίας γενικότερα.
Οι αιτίες
Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά αυτού του φαινομένου επικεντρώνονται σύμφωνα με τον κ. Αγραπιδά κυρίως στα παρακάτω σημεία:
• Αφορά κυρίως ειδικότητες χαμηλής εξειδίκευσης.
• Οι εργαζόμενοι αμείβονται με τα κατώτατα επίπεδα αμοιβών.
• Τα ωράρια εργασίας είναι εξοντωτικά, κυρίως στην κορύφωση της τουριστικής κίνησης, προκειμένου να παρασχεθούν οι συνεχώς αυξανόμενες ζητούμενες υπηρεσίες.
• Η εργασία υποδηλώνεται, υποαμείβεται ή σε πολλές περιπτώσεις είναι μαύρη – ανασφάλιστη εργασία.
• Λόγω της εποχικότητας και της παροχής εργασίας σε άλλον τόπο από αυτόν της διαμονής απαιτείται σε πολλές περιπτώσεις η εκμίσθωση νέου χώρου διαμονής, μειώνοντας το διαθέσιμο εισόδημα του εργαζομένου.
• Η περίοδος του lockdown και τα μέτρα στήριξης του εισοδήματος των εργαζομένων δημιούργησαν νέες προκλήσεις στην αγορά εργασίας και νέες ευκαιρίες απασχόλησης, και αποτέλεσαν επίσης ευκαιρία να τεθούν νέα ποιοτικά κριτήρια ως προς την επιλογή και την αποδοχή της εργασίας.
• Ιδιαίτερα σημαντικό ζήτημα είναι η μη τήρηση σε πολλές περιπτώσεις των κανόνων για την υγεία και την ασφάλεια των εργαζομένων, σε εργασίες που διεξάγονται κάτω από ιδιαίτερες συνθήκες (υψηλές θερμοκρασίες, κανόνες υγιεινής).
Τις δυσχερείς συνθήκες διαβίωσης κατά την εργασία αλλά και την προτίμηση κάποιων εργαζομένων να εισπράττουν το επίδομα ανεργίας παρά να αμείβονται με ορισμένα ημερομίσθια ανά μήνα επισημαίνει μιλώντας στην «Κ» ο δικηγόρος-εργατολόγος που ειδικεύεται στα εργασιακά θέματα Γιάννης Καρούζος.
Συγκεκριμένα, και ειδικά για τον κλάδο του τουρισμού, η μεγάλη παραίτηση από την εργασία οφείλεται σύμφωνα με τον κ. Καρούζο σε έναν ή σε όλους από τους παρακάτω λόγους: Σε δυσχερείς συνθήκες διαβίωσης κατά την εργασία, στη μη κάλυψη των εξόδων διαβίωσης από τον εργοδότη, στους χαμηλά καταβαλλόμενους μισθούς σε σχέση με το επίδομα ανεργίας, αλλά και στις γραφειοκρατικές διαδικασίες υποστήριξης αυτών των εργαζομένων στη διάρκεια της μη τουριστικής περιόδου.
Ετσι, εκτιμά ο γνωστός εργατολόγος, πολλοί εργαζόμενοι προτιμούν να εισπράττουν το επίδομα ανεργίας, που σήμερα ξεπερνάει τα 400 ευρώ, και να αμείβονται με ορισμένα ημερομίσθια –ανά μήνα– ανασφάλιστης εργασίας, αγγίζοντας ένα σύνολο μισθού που πλησιάζει τον κατώτατο.
Στην ερώτηση πώς μπορούν οι ελληνικές επιχειρήσεις να προσελκύσουν ξανά τους εργαζομένους, ο διευθυντής Εργασιακών Σχέσεων του υπουργείου Εργασίας Κωνσταντίνος Αγραπιδάς απαντάει πως η ποιότητα στην εργασία, οι καλές αμοιβές μετά την αύξηση κατά 7,5% του κατώτατου μισθού που αποφάσισε η κυβέρνηση, η δυνατότητα σύναψης συλλογικών συμβάσεων εργασίας και η εφαρμογή της εργατικής νομοθεσίας αποτελούν σημαντικές προϋποθέσεις για την προσέλκυση εργαζομένων.
Η ποιότητα ζωής
Σε έναν κόσμο που αλλάζει με γρήγορους ρυθμούς, υπογραμμίζει, η προσέλκυση των κατάλληλων και ιδιαίτερα των νέων εργαζομένων αλλά και η διατήρησή τους στη θέση εργασίας συνιστά μείζονα πρόκληση για όλους, καθώς η νέα γενιά έχει διαφορετικά πρότυπα, κριτήρια και αξίες στην αξιολόγηση των προϊόντων, των υπηρεσιών, των θέσεων εργασίας που συνδέονται με την προστασία του περιβάλλοντος, τη βιωσιμότητα, την ποιότητα ζωής, τη συνεχή αναβάθμιση και εκπαίδευση, αλλά και την κοινωνική διάσταση της επιχειρηματικότητας.
Οι ανάγκες των νέων εργαζομένων είναι πλέον μπροστά στα μάτια όλων και δεν μπορούν να αγνοηθούν, σημειώνει ο κ. Καρούζος, ξεκαθαρίζοντας ότι προκειμένου να διατηρήσουν αυτούς τους πόρους και να επενδύσουν αποτελεσματικά στο ανθρώπινο κεφάλαιο, οι επιχειρήσεις οφείλουν πρωτίστως να μετασχηματιστούν οι ίδιες και στη συνέχεια να προσλάβουν, να εκπαιδεύσουν αλλά και να ανταποκριθούν στις ανάγκες των εργαζομένων τους.
Καλά αμειβόμενες και ποιοτικές θέσεις εργασίας αναζητούν οι εργαζόμενοι
Οταν το 2012 ο Αμερικανός ράπερ Drake τραγουδούσε το «The Motto», πιθανότατα δεν μπορούσε να φανταστεί ότι σχεδόν μια δεκαετία και μια πανδημία μετά, το σύνθημά του YOLO (you only live once – ζεις μόνο μία φορά) θα γινόταν η απαρχή ενός παγκόσμιου κινήματος στην αγορά εργασίας, αυτό της οικειοθελούς παραίτησης, που σιγά σιγά κάνει την εμφάνισή του και στη χώρα μας. Σε παγκόσμιο επίπεδο, οι Millennials και η Gen Z, άτομα ηλικίας μεταξύ 25 και 35 ετών, υποστηρικτές της φιλοσοφίας YOLO, δίνουν όλο και μεγαλύτερη προσοχή στην ευημερία, στη βιωσιμότητα και στην ισορροπία μεταξύ του χρόνου που αφιερώνεται στην εργασία και στην ιδιωτική τους ζωή. Η εξάπλωση της πανδημίας του κορωνοϊού και οι δραματικές συνέπειές της, με τα εκατομμύρια θανάτων σε όλο τον κόσμο, επέτειναν το φαινόμενο της «μεγάλης παραίτησης», της οικειοθελούς δηλαδή αποχώρησης ενός εργαζομένου από τη δουλειά του, σε τέτοιο βαθμό που θορυβήθηκαν ακόμη και μεγάλες πολυεθνικές εταιρείες, που ανέλαβαν πρωτοβουλίες διατήρησης εργαζομένων.
Στην Ελλάδα, τα στοιχεία του πληροφοριακού συστήματος «Εργάνη», σε μια πρώτη επεξεργασία από τον ΣΕΒ, δείχνουν ότι το δεκάμηνο Ιανουαρίου – Οκτωβρίου 2021 δηλώθηκαν περισσότερες από 806.000 οικειοθελείς αποχωρήσεις εργαζομένων από τις θέσεις εργασίας τους, οι οποίες αντιστοιχούσαν στο 45% των συνολικών αποχωρήσεων που αφορούν το σύνολο των εργαζομένων που αποχωρούν οικειοθελώς από την εργασία τους, που λήγει η σύμβασή τους, που συνταξιοδοτούνται, αλλά και που απολύονται. Την αντίστοιχη περίοδο του 2019 οι αποχωρήσεις ανέρχονταν σε 884.000 και αντιστοιχούσαν στο 39% των συνολικών αποχωρήσεων. Παράλληλα, οι κενές θέσεις εργασίας στην Ελλάδα κατέγραψαν εντυπωσιακή αύξηση κατά το 2021. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, το δεύτερο τρίμηνο του 2021 οι κενές θέσεις εργασίας αυξήθηκαν κατά 117,8% σε σχέση με το δεύτερο τρίμηνο του 2020, το τρίτο τρίμηνο του 2021 οι κενές θέσεις εργασίας αυξήθηκαν κατά 56,2% σε σχέση με το τρίτο τρίμηνο του 2020, ενώ το τέταρτο τρίμηνο του 2021 η αύξηση ήταν της τάξεως του 99,3% σε σύγκριση με το τέταρτο τρίμηνο του 2020 (14.713 και 7.382 κενές θέσεις, αντιστοίχως).
Ωστόσο, στο υπουργείο Εργασίας εκτιμούν πως η «μεγάλη παραίτηση» στην Ελλάδα έχει πολύ περιορισμένο, αν όχι μηδενικό, αντίκτυπο στην εγχώρια αγορά εργασίας, καθώς οι συνθήκες που κυριαρχούν είναι σημαντικά διαφοροποιημένες κυρίως σε σχέση με τις ΗΠΑ, όπου και πρωτοεμφανίστηκε το φαινόμενο.
Μελέτες όπως αυτές της Randstad, πάντως, δείχνουν πως το 62% των Ελλήνων εργαζομένων επιθυμεί να αλλάξει εργασία, καθώς θεωρεί ότι τα προσόντα του δεν αμείβονται ικανοποιητικά. Αυτό είναι και ένα από τα βασικότερα κριτήρια επιλογής εργασίας, παράλληλα με την ασφάλεια του εργασιακού περιβάλλοντος, τη φήμη του εργοδότη και το αντικείμενο της απασχόλησης.
Οι αποδοχές και οι προοπτικές εξέλιξης είναι με διαφορά οι δύο σημαντικότεροι λόγοι για τους οποίους αποχωρούν οικειοθελώς οι εργαζόμενοι από τις επιχειρήσεις όπου εργάζονται, σύμφωνα και με έρευνα της Adecco.
Οπως, δε, επισημαίνει ο ΣΕΒ, οι επιχειρήσεις αντιλαμβάνονται πλέον την έντονη κινητικότητα στην οποία βρίσκεται η αγορά εργασίας και επικεντρώνουν τις προσπάθειές τους στη διακράτηση των ταλέντων πολύ περισσότερο απ’ ό,τι στο παρελθόν. Εκτιμούν μάλιστα ότι η πανδημία μπορεί να οδηγήσει στην ουσιαστική αναβάθμιση του περιβάλλοντος της εργασίας, καθοδηγούμενη από τη μεγαλύτερη επιλεκτικότητα της προσφοράς εργασίας. Μάλιστα, γίνεται ολοένα και πιο ξεκάθαρο ότι η πρόσκαιρη και υψηλή αμοιβή της αδήλωτης εργασίας δεν είναι πλέον ελκυστική, καθώς το ανθρώπινο δυναμικό αναζητεί καλά αμειβόμενες αλλά και ποιοτικές θέσεις εργασίας, οι οποίες προσφέρουν προοπτικές εξέλιξης και ανάπτυξης των δεξιοτήτων του.
Βέβαια, και καθώς οι μεγάλες επιχειρήσεις είναι ελκυστικότεροι εργοδότες, η «μεγάλη παραίτηση» δημιουργεί πιέσεις και προς τις μικρότερες επιχειρήσεις για καλύτερες αμοιβές – παροχές και προοπτικές ανάπτυξης και εξέλιξης του ανθρώπινου δυναμικού τους.